Further tags

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χίπηδες στη δεκαετία των 00's (τα χυμαδιά).

Χυμαδιό νο1: Πού θα την βγάλουμε απόψε;
Χυμαδιό νο2: Πάμε με τα ποδήλατα στο φεστιβάλ βαλκανικής μουσικής.

(από loser, 02/04/09)Τύπικαλ νέο-χίππυ μπάντ (τα χυμαδιά εγκρίνουν) (από loser, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πολύ κολλητό τζιν παντελόνι. Ήταν πολύ της μόδας στα 80s και συνδέθηκε άρρηκτα με την ενδυματολογική άποψη του heavy metal και ιδιαίτερα του thrash (σε στάνταρ συνδυασμό με αθλητικό μποτάκι). Ακόμα φοριέται από μεταλλάδες νοσταλγούς των χρυσών μέταλ 80s ή ακόμα και από μεταλλάδες πουρέιντζερς που έζησαν οι ίδιοι τα 80s και με κάποιον ανεξήγητο τρόπο έχουν καταφέρει να παγώσουν τον χρόνο πριν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Γενικότερα πάντως, σωλήνες λέγονται στον χώρο της μόδας τα κολλητά παντελόνια κάθε είδους (ακόμα και τα mainstream και haute couture - τυμβωρυχία και ιεροσυλία!)

  1. (Από εδώ)
    «Στο μεταλλάδικο δεν μπορείς να πάς αν δεν έχεις μακρύ μαλλί και παντελόνι σωλήνα με περασμένη αλυσιδίτσα για τα κλειδιά. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας ενημερώσω ότι η αλυσίδα δεν αποτελεί εφεντζίδικο γκάτζετ. Χρειάζεται για να τραβάς και να βγάζεις τα κλειδιά από την τσέπη του σωλήνα αφού άπαξ και τα έχωσες εκεί μέσα, δεν παίζει με τίποτα να χωρέσει το χέρι σου για να τα ξαναβγάλεις.»

  2. (Από blog)
    «Ευτυχώς που τελειώνει ο χειμώνας και θα σταματήσει το φαινόμενο «βάζω μπότα μέσα στο παντελόνι, ασχέτως του ότι το παντελόνι είναι baggy και σακκουλιάζει, δεν μπαίνω καν στον κόπο να αγοράσω σωλήνα παντελόνι, δεν μπαίνω άλλωστε μέσα σε σωλήνα παντελόνι επειδή δεν είμαι η Kate Moss, απλώς αγοράζω μπότες ότι να ‘ναι, τις φορώ και κυκλοφορώ όπως τον καουμπόη» (gay ή μη).»

Πολλοί σωλήνες μαζεμένοι... Δισκάρα παραμπιπτόντως το Coma Of Souls!! \m/ (από Cunning Linguist, 29/03/09)(από jesus, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντεθάς ή ντεθμεταλλάς: είναι ο καφρομεταλλάς, δηλαδή αυτός που ακούει death metal (καφρίλες).

Ενδυματολογικά διακρίνεται από το στάνταρ χεβυμεταλλάδικο μακρύ μαλλί, τις μπλούζες death συγκροτημάτων και τα κολλητά παντελόνια σωλήνες (ή τις εξίσου αγαπημένες βερμούδες).

Γενικά πάντως ο καθαρός ντεθάς δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την εικόνα του (για τον λόγο αυτόν στους κύκλους των ντεθάδων βρίσκουμε και πολλούς εύχοντρους/-ες). Κυρίως αυτό που ξεχωρίζει τον ντεθά από τον μέσο άνθρωπο είναι η ακόρεστη δίψα του για βοθραλέα φωνητικά, λασπωμένο ήχο από ηλεκτρικές κιθάρες κουρδισμένες στα Τάρταρα, ντραμς που κοπανάνε αδυσώπητα και στίχους που μιλάνε για θάνατο, αρρώστιες, στυγνά εγκλήματα και γενικά για τη σκοτεινή και σιχαμερή πλευρά του μάταιου τούτου κόσμου.

  1. - Να πάρουμε τον Τζιβιτζή στο συγκρότημα;
    - Τι λες ρε μαλάκα, αυτός είναι κολλημένος ντεθάς, σιγά μην παίξει Μάικλ Τζάκσον!
    - Έεεελα μωρέ, θα τα βρούμε...

  2. - Άσε ρε, πήγα χθες Obituary και σε μια φάση μπλέχτηκα στο moshing με κάτι γομάρια ντεθάδες... Έφαγα το ξύλο της αρκούδας!
    - Έεετσι, καφρίλα!!

Got a better definition? Add it!

Published

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκούρα συνήθως περιοχή γύρω από την ρώγα και στα δύο φύλα. Ονομάστηκε έτσι επειδή περιβάλλει το κέντρο του βυζιού. Σε ξανθές γυναίκες είναι ροζουλί.

Έφαγα μια ήττα χτές με την Λωλότα... Της βγάζω το σουτιέν και πριν αρχίσω το γλυφοβύζι σταματάω. Είχε τρίχες στο γυροβύζιον της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλάδες αποκαλούνται οι:

Βλ. και κρυφοσκυλάς.

  1. Ποιος είναι ο καλύτερος λαϊκός και σκυλάς τραγουδιστής; Tolis Tsimoggianis; Alekos Zazopoulos; Giannis Kollias; Kostas Safetis; Vasilis Mitropoulos; Stathis Ksenos; Xara Vera; Xaris Kostopoulos; Spiros Zaxarias; Anneta Marmarinou; Giannis Floriniotis; Giorgos Salampasis; Antzela Dimitriou; Vasilis Karas; Vasilis Terlegas; Gonidis; Konstantinopoulos; Notis Sfakianakis... (Βλ. εδώ)

  2. Αγαπητοί συνφορουμίται, με περίσσια χαρά σας παρουσιάζω το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ εξώφυλλο της υπερ-καλτ μοναδικής ταινίας «Ο ΣΚΥΛΑΣ» με τον Κώστα Στεφανάκη. Δώστε προσοχή στις διάφορες ατάκες όπως «μια ταινία για όλη την οικογένεια» και «γυρισμένη στη όμορφη Χαλκίδα». Επίσης παρατηρήστε την έντονη ανορθογραφία : Η Μανουσέλη έγινε Μανουσέλι, το «guest star» έγινε «gest star», στην πλοκή, αντί «κυνηγιέται» γράφει «κυνηγιέτε». Η μόνη αληθινή ατάκα, είναι ότι «δε θα ξεχάσετε ποτέ αυτή την ταινία». (Βλ. εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην ξεπερασμένη πλέον βιολογική ταξινομία του ανθρωπίνου είδους, αλλά στις διάφορες «αστικές φυλές» που φέρουν κοινές εμμονές / λάιφσταϊλ / λουκ, για να έχουν δουλειά σλάνγκοι και δημοσιοκάφροι.

Κάποτε είχαμε καρεκλάδες, ροκάδες και φρικιά. Πλέον το μαγαζί διαθέτει κατσικορέιβερ με κωλοφτιαγμένα αγροτικά, αρκούδους με καρώ μπλουζάκια που ορέγονται καφρομεταλλάδες με πεντάλφες, βλαχορόκ ασπροκάλτσες αγκαλιά με καθαρόαιμα εξώμουνα να πετάν λουλούδια σε σκυλάδες με θεσσαλονικί μπουρναζογκόμενες σε γαβγάδικα, τρεντογλωσσούζ οικολόγριες να επιδεικνύουν τα ξεκωλόσημά τους σε τελειωμενάδικα, βερμουδιάρηδες, γκικ και μιλφέιγ σε συνάντες του σλανγκρρρ, λαϊφστάλιν ταγάρια να ηδονίζονται ακούγοντας «ο Πέτρος ο Γιόχαν και ο Φρανς σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανξ», διαδρομιστές να καιροφυλακτούν στην Ευελπίδων για πρόχειρα ζάκια, μούλτι-κούλτι κερατάδες και δαρμένοι με ξεπλένικες εντεχνindie πασοκομούνες σε ναμαγαπάδικα, τρέντι βιπίνια σταρμπακάκια να αναφωνούν «χελόου!» χωρίς προφανή λόγο, έμο και γκοθάδες να κλαίνε την μοίρα τους σε πεθαμενάδικα, νίντζα να σταυροκοπιούνται καθώς ξεκωλόγριες τζιλφ φραπομούνες σταυρώνουν τεκνά, βλαχοτρέντι κάγκουρες με πειραγμένα τουτούνια στη διαπασών, θεούσες χριστιανόφατσες σε χριστιανοταλιμπάν διαλέξεις του Γιανναρά, παγάνες με χλαμύδες στο ναό του Ποσειδώνα, ναζοί και σκίνια να σκοτώνονται με κουκούλια καθώς οι κουκουλοφλώροι κρατούν αποστάσεις ασφαλείας, σφίχτες μπονταίοι να στακάρουν μπρουταλίνη στα σιδεράδικα, χασίστες και φουντικοί να μασουλάνε φοφίκο σε μπαφόσπιτα, ραστοφόροι σκεϊτάδες και low bap χιπχοπάκια να ακούνε Active Member, βέλτσοι να αυτοερεθίζονται πρωκτικά στην τουαλέτα καθώς διαβάζουν Μπωντριγιάρ, και πάει λέγοντας…

Εκ του φύεσθαι. Aγγλιστί, tribe.

- Η κατηγοριοποίηση των σημερινών εφήβων σε «φυλές» γίνεται ανάλογα με την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις μουσικές καταβολές ή τις «Φιρμάτα γυαλιά, επώνυμα ρούχα και αψεγάδιαστη εμφάνιση είναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν τους «τρέντι» από τις υπόλοιπες «φυλές» της νεολαίας.
(εδώ)

- Εχει επανειλημμένα διαπιστωθεί ότι οι δημοσιογράφοι, ιδιαίτερα στα λάιφσταϊλ έντυπα, λατρεύουν να ανακαλύπτουν τάσεις, ρεύματα και «φυλές» χωρίς απαραίτητα να υπάρχουν. (εδώ)

- Σήμερα θα ασχοληθούμε με δύο από τις κύριες ομάδες (ή φυλές, αν προτιμάτε) βλόγερ (ή bloggers κατά το διεθνές): τη φυλή των καλημεροκαληνύχτηδων και τη φυλή των χαχαχάκηδων, αι οποίαι φωλιάζουν και βόσκουν σε εντελώς διαφορετικά, μεταξύ τους, e-κοσυστήματα. Οι καλημεροκαληνύχτηδες συναντώνται κυρίως στην εύκρατη ζώνη των επονομαζόμενων »σοβαρών« blogs που ασχολούνται με Τέχνες, Διανόηση και Εικαστικά. Οι χαχαχάκηδες απαντούνται στην τροπική ζώνη των λεγόμενων »εύθυμων« ή »σατιρικών« blogs που ασχολούνται με την εύθυμη πλευρά όλων των παραπάνω.
(εδώ)

Φυλές Ελλήνων & Ξένων: Γ. Μπάτης "Ο Φασουλάς" (1936) (από HODJAS, 11/05/10)Σπύρος Ζαγοραίος: "Ποιός είσαι κι απο πού κρατάς", παραθέτει τις φυλές που χόρευαν ωραίο ζεϊμπέκικο (από HODJAS, 05/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων πλεξίδες ράστα.

Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:

  • Οι θρησκευόμενοι ρασταφαριανοί, όσοι δηλαδή πιστεύουν ότι ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, αποτελεί θεία ενσάρκωση και πίνουν γκάντζα για του λόγου το αληθές,
  • Οι μουσικοί ή φίλοι της ρέγκε,
  • Όσοι αυθεντικά αγαπούν το συγκεκριμένο λουκ,
  • Βικτιμάδες της μόδας και της πολιτικής.

Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.

- Ο ραστοφόρος με το τσιμπούκι είναι ένας ξεχασμένος raver φίλος της χαράς… (εδώ)

- Να φύγει κλοτσηδόν (από το τηλεπαιχνίδι) και το νιάνιαρο και ο Χαβανέζος Ραστοφόρος
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified