Μειωτικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται:

  • Στον συμπαθή αλλοδαπό της γείτονος (και όχι μόνο) ώστε να τον μειώσουμε και να του υπενθυμίσουμε την ανωτερότητα του Ελληνάρα.
  • Σε αντιπαθή ημεδαπό, ο οποίος με την αισθητική και συμπεριφορά του είναι άξιος υποψήφιος για το κλειδί της πόλης των Τιράνων.

Κοίτα ρε τον αλβανιάρη ζάντα που έβαλε στο Range...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουπού αποκαλούνται τα εκ βορείων προαστίων ορμώμενα ψωναρέ και πλουσιέξ ανθρωποειδή.

Τα κλισέ θέλουν τα αρσενικά του είδους να είναι μαμούχαλα βουτυρόπαιδα και τις βουπούδες γκομενίξ να διέπονται από υλισμό, εγωκεντρισμό, ηδονισμό του κώλου, μπιμποϊσμό και τρεντισμό.

Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται παγκοσμίως: Βλ. τις Καλιφορνέζες valley girls, τις Νεοϋορκέζες JAP, τις Αγγλίδες essex girls, τις Γαλλίδες B.C.B.G., τις Ισραηλινές Frecha, και ταλιμπάν.

- Σε μας να σκάει ο τζίτζηκας (εντάξει, παραδέχομαι πως σε κάποιες φάσεις ο αέρας λυσσομανούσε) και οι βουπούδες να είναι με γαλότσα και ομπρέλα; Παίδες, απλά μετακομίστε!!! Ή, τελοσπάντων, αγοράστε εξοχικό στα Νότια!
(εδώ)

- O Θάνος ήταν ένα κλασικό ΒουΠου, με χαμόγελο Colgate, πλήρη εξάρτηση Timberland, μπαμπά μεγαλοδικηγόρο και φίλους αρκούντως φλώρους...
(εκεί)

- Ο ΒΟΥΠΟΥ ΜΑΚΗΣ ΒΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ
(παραπέρα)

-------------------

  1. Το μαλλί τους ΠΟΤΕ (σχεδόν) δεν είναι το τελείως ίσιο, το ινδιάνικο, το πράσο ένα πράμα... Η ισιούρα θεωρείται κατωτέρου. Οι βουπούδες κάνουν περίτεχνα χτενίσματα, επιμελώς ατημέλητα κι έτσι, μπουκλέ και ψιλοκρεπαριστά, ενίοτε μαμαδίστικα και κυρατσέ.

  2. Ακόμη και στις ελάστιχες περιφτώσεις που έχουν ίσιο μαλλί - το οποίο τότε εξυπακόύεται πως είναι το νατουράλ τους - ΠΟΤΕ ΤΩΝ ΠΟΤΩΝ δεν το βάφουν στο κλασικό καραξανθό, το πλατινέ, το κιτρινιάρικο, το καναρινί, το ξανθό που όλοι εμείς οι κάγκουρες λατρεύουμε. ΠΑΝΤΑ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ, ιτς δε ρουλ. Το τίγκα ξανθό θεωρείται γύφτικο, καγκούρικο, φτηνό, δευτεράντζα, λάικα, μπουρναζιώτικο κλπ

  3. Συνήθως δεν βάφουν τα νύχια των ποδιώνε τους με καυλωτικά μπουρδελιάρικα κόκκινα χρώματα. Άντε κανά γαλλικό μανικιούρι ή λίγο βερνικάκι για να γυαλίζει και να θρέφει και καλά το νύχι.

  4. Δεν μπογιατίζονται στο πρόσωπο, μόνο βάφονται ελάστιχα και «διακριτικά», για τους γνωστούς λόγους: το σοβάτισμα είναι για τις γυφτο / καγκουρογκόμενες κλπ.

  5. Στας βραδινάς εξόδους τους προτιμούν τα περίφημα «αέρινα» κοριτσίστικα φορεματάκια που ζέχνουν αθωότητα και παιδικότητα (κι ας έχουν οι ίδιες μάστερ στα τσιμπούκια). Τα κολλητά / εφαρμοστά / φορέματα κάλτσα, αποφεύγονται μετα βδελυγμίας για τους γνωστούς λόγους. Γενικά οι βουπούδες αντιπαθούν το ξέκωλο ντύσιμο.

  6. Υπόδηση. Μπαλαρίνες, γενικά φλατ παπουτσάκια - σανδάλια, άντε καμιά πλατφόρμα απ' αυτές με το τακούνι-φελό. Αποφεύγονται γόβες στιλέτο.

  7. Από άποψη φυσιολογίας: οι βουπούδες έχουν συνήθως στρουμπουλά και ροδαλά μαγουλάκια, ακόμη κι αν είναι γενικά αδύνατες, λόγω της καλοζωίας, της παντελούς έλλειψης εγνοιών και του καθαρού αέρα που αναπνέουν στας Εκάλας και τας Πολιτείας.

  8. Σχεδόν ουδέποτε οι βουπούδες έχουν εκ φύσεως γραμμωμένα και στεγνά / άλιπα / σφιχτά κορμιά. Συνήθως είναι πλαδαρουά, με ψιλομεγάλες περιφέρειες, χοντρές γάμπες κλπ. Τέτοια μυώδη - μεσομορφικά τα λέμε εμείς οι γνωρίζοντες - σώματα είναι πολύ πιο πιθανό να συναντήσεις σε ξένες (αλβανέζες κυρίως) αλλά και κοπέλες λαϊκών στρωμάτωνε. Αν αι β.π. κάνουν ποτέ γράμμωση, θα την κάνουν μετά τα 30-35, με εκατό γυμναστές / personal trainers από πάνω τους, διαιτολόγους κλπ (...)

(johnblack, εδώ)

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πανηγυρικού γκέι. Προκύπτει από την εμφάνιση του ιδίου, η οποία είναι ασορτί με τη σημαία του (βλ. μήδι 1 στο παραπάνω λίνκι). Παρατηρείται ιδίως όταν πρόκειται για συμμετέχοντες σε σχετικές οργανωμένες εκδηλώσεις - φεστιβάλ.

- Που λες χτες, είπαμε να πάμε για καφέ στη πλατεία, όταν ξαφνικά ακούσαμε μουσικές και καραμούζες να πλησιάζουν...
- Και τι έγινε;
- Μας την πέσανε κάτι μπιλντέρια ριγωτοί, είχανε κανα φεστιβάλ μάλλον... οπότε είπαμε άκυρο και την κάναμε με ελαφρά...

les bandes blanches.. ceci n\'est pas ριγωτοί (από Jonas, 19/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όποιος επιμένει σε μια εποχή νέων ετερόκλιτων και αντιφατικών συνθέσεων να βάζει σε τρίτους προκάτ ταμπέλες-ευκολάκια τ. αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, αντιδραστικός, ανθέλληνας, αντιλαϊκός, δημοκρατικός, φασιστόμουτρο, κομμούνι, γερμανοτσολιάς, βενιζελόμουτρο, γουατέβα.

Εκ του ταμπέλα και του θεμελιώδους γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

1.
Μεγαλύτεροι «ταμπελάκηδες» απ τους οικουμενιστές και εκκοσμικευμένους χριστιανούς δεν υπάρχουν. Τι «ταλιμπάν», «φονταμεναλιστές», «επαρχιώτες» κ.ά. χαρακτηρίζουν όσους υπεραμύνονται της πατρώας πίστεως την οποία αυτοί προδίδουν καθημερινά χωρίς ίχνος ντροπής!

2.
Συζητώντας το πρωί με τον Σταύρο Θεοδωράκη, καταλαβαίνεις πως το Ποτάμι βλάπτει σοβαρά τους ιδεολογικούς ταμπελάκηδες. Καιρός ήταν..

3.
ΕΑΝ ΜΕ ΕΒΑΖΕΣ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΥΣ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ Ή ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΕΠΕΛΕΓΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΒΓΕΣΤΕ ΕΞΩ ΚΑΙ ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΑΠΛΟ ΚΟΣΜΟ -ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΠΟΡΩΜΕΝΟΥΣ ΤΑΜΠΕΛΑΚΗΔΕΣ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΝΔ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΑΣΟΚ- ΤΟΝ ΑΠΛΟ ΚΟΣΜΟ

(από σφυρίζων, 10/03/15)(από σφυρίζων, 10/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα σε ιδιαίτερα σκληρή μορφή απαρτχάιντ που εφαρμόζεται στα σημερινά σχολεία και λύκεια - την κατηγοριοποίηση των μαθητών σε δυο μεγάλες κάστες:

  • Τους εξωστρεφείς, γκλαμουράτους και και κραδαίνοντες iPhone 6 φέϊμους, και
  • Τους εσωστρεφείς, αντιηρωικούς και με λαβωμένη αυτοπεποίθηση χλωμούς, χοντρούλικους και με γυαλιά άκυρους, τα παιδιά της συγγνώμης.

    Ο κοινωνικός ρατσισμός κατά των άκυρων από τους (αυτο)αποκαλούμενους φέϊμους είναι αδυσώπητος. Όποιος δε φέϊμους διαπράξει το ατόπημα να απευθύνει με οιονδήποτε τρόπο τον λόγο σε άκυρο «πουθενά» (ακόμα και με ένα απλό λάϊκ στο φατσομπούκι) κινδυνεύει άμεσο εξοστρακισμό από την Βαλχάλα.

Είναι αυτονόητο ότι στην άθλια αυτή καστοποίηση τα κυρίως θύματα είναι οι μπουλιζόμενοι άκυροι, οι οποίοι υφίστανται τραύματα που θα τους συνοδεύουν εσαεί. Υπάρχουν δε και οι τραγικές περιπτώσεις άκυρων που αυτοταπεινώνονται στην προσπάθεια «να προαχθούν» σε φέϊμους. Πέον ωστόσο να σημειωθεί ότι και στις τάξεις των φέϊμους τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα είναι: ο αντιζηλίες και τα κατινάζ ανάμεσα σε ανασφαλείς ντίβες και βικτιμάδες και ο συνεχής κίνδυνος υποβιβασμού στην Β' Εθνική δεν θα προσφέρει σε κανέναν χαρούμενες παιδικές αναμνήσεις.

Σ.ς.: θεωρώ τον υφιστάμενο ορισμό του άκυρου στο σάη ανεπαρκή και αρκούδως μπουλιστικό.

Ασίστ: μαμά συμμαθητή της κόρης μου, που μού εξέφρασε σήμερα τον πόνο της επειδή τα κορίτσια της τάξης αποφεύγουν το γιο της ως μη φέϊμους.

(όλοι οι παρακάτω διάλογοι από το Ask.fm, το πιο άκυρο σόσιαλ μήδεια, η χαρά του μπούλη)

The φέϊμους...

1.
- Τι να κάνω για να ρίξω μια μεγαλήτρη ενος χρόνου που ειναι πολύ φέιμους και εγω λιγο φέιμους και απλώς μιλάμε ;; πως να το προχορήσω ; - δείξτης ενδιαφέρον και μίλα της για τα αισθήματά σου.

2. - κκ τωρα που γινες φέημους ξεχασες εμας...:[
- ρε πατε καλα;

3..
- Εισαι καυλα κ φέιμους <3 :) - Μαλιστα:)

4.
- ποιος είσαι εσυ; πως έγινες φεϊμους έτσι ξαφνικά; - Ονομα εχω δες το:ρ Δεν εγινα φειμους χδ

...and the άκυροι...

1.
- μαλάκα από εχθές μου στέλνουν τσατ οι πιο άκυροι._. <3 μπήκα φβ μας Και διέγραψα όλες τις φωτογραφίες μας πριν από 2 χρόνια:'Δ και έβαλα μια φωτο Προφίλ πρόσφατη που έχουμε μαζί και κάποια στιγμή θα βαλω και τις άλλες μας:| <3 <3‎
- μην βαλεις αλλες:| και ετσι καλα ειμαστε:3❤

2.
- τι και :( ; εγω θα ειμαι ακυρη στην παρεα :( .__.‎ Nikol. - Δν είσαι **άκυρη**;ρ

3.
- Αφού το ξέρεις ότι λες μλκιες...δηλαδή κανέναν πιο άκυρο δεν μπορούσες να βρεις;
- .....

4.
- ti kollhma exeis me ton Pano; - πιο ακυρος πεθαίνεις:/

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που χαρακτηρίζεται από δύο εξαιρετικά αρνητικές ιδιότητες, όταν μία θα ήταν αρκετή για να μας γίνει αντιπαθές ή τρομακτικό.

Κάποιος που δεν θα θέλαμε να συναντήσουμε, ούτε φυσικά να σχετιστούμε μαζί του. Ενίοτε συνώνυμο του ορκ.

Από τις σειρές κόμικς, βίντεο γκέημς και ταινιών «Alien vs. Predator», όπου Predalien είναι το ανοσιούργημα που προκύπτει όταν το Alien παρασιτεί εντός κάποιου Predator. Τέρας εις το τετράγωνο.

- Και βρομά και πρεζόνι, σωστό πρεντάλιεν. Μπρρρ, Λουκία μου... μακρυά από μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος εγχώριας οπισθοβαρούς μουνίδας που (όπως και η στάμνα) πλαταίνει στην μέση.

Περιλαμβάνει ευρύτατο φάσμα μούνων, από την πα-μαλ κωλαρού της οικογένειας κοντούλα μέχρι και την ειδεχθή αχλαδομουνοπατσαβούρα.

Βλ. επίσης: αχλαδομούνα, αχλάδω, μπομπιστάμνα, μποχλάδω, μπουρέκλα,

1. - Τώρα αν πω ότι και στις γυναίκες αρέσουν οι καμπύλες, θα ακουστεί περίεργο; :roll:
- ειδικα κατι σταμνοκωλες τις αγαπανε πολυ τις καμπυλες τους

2. Πορωτικές λεξούλες: κατές, σταμνοκώλα, ταμτιριριρί, μπαζολία.

(από σφυρίζων, 12/03/13)nice ass (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ομορφοβία, ομορφοβικός

Ορισμός

Η ομορφοβία είναι ο φόβος (έως του σημείου της παθολογικής φοβίας), η αποστροφή ή οι διακρίσεις κατά των ναζωραίων, κομψών ή / και καλοντυμένων ανθρώπων. Τα άτομα που ενεργούν με τέτοιους τρόπους περιγράφονται ως ομορφοβικά.

Αίτια

Έρευνες έχουν δείξει ότι η ομορφοβία μπορεί να προέρχεται από φυλετική επιλογή (βλ. έχει ασχημindie), πολιτική αγκύλωση (βλ. ταγάρω), θρησκευτική προκατάληψη (βλ. χριστιανόφουστα), αισθήματα κοινωνικής ανασφάλειας, ή έλλειψη επαφής με ωραίους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν φαινόμενα ομοφροβίας προερχόμενα και από τους ίδιους τους ζαγωραίους.

Αναπαραγωγή

Οι ομορφοβικοί κατά κανόνα και εκ πεποιθήσεως ζευγαρώνουν μόνο με σαλούφες (βλ. σαβουρογαμόσαυρος, μπαζοφονιάς).

Ευθυμολογία

Πρόκειται φυσικά για λολοπαίγνιο στην ομοφοβία (το σόλοικο αντιδάνειο του homophobia). Ενίοτε όμως καταγράφεται κι ως λολαδερός ανορθογραφισμός (βλ. παράδειγμα 5).

1.
Και ο έρωτας είναι ομορφοβία: φοβία για την επίδραση της ομορφιάς των άλλων και μαζί η βία της μίας και μόνης ομορφιάς. Η πίστη στην ομορφιά, η ακατάβλητη έλξη για την ομορφιά είναι ό,τι προσπαθεί -άλλοτε μάταια, άλλοτε όχι- να αντισταθεί στον ερωτικό παραλογισμό.

2.
- Δεν μου τη πέφτει. Μάλλον θα είναι ομορφοβικός.

3.
- Δεν μου τη πέφτει. Μάλλον θα είναι ομορφοβική...

4.
- Ομορφοβικός: αυτός που εχθρεύεται τον Βαξεβάνη και τον φθονεί λόγω της αισθητικής του υπεροχής.

5.
- Η Ελλάδα είναι από τις πιο ομορφοβικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας και το 64% των Ελλήνων δηλώνει πως είναι αρκετά διαδεδομένη η δυσμενής μεταχείριση στο εργασιακό περιβάλλον, λόγω των σεξουαλικών προτιμήσεων.

(από σφυρίζων, 04/02/15)"Μεγαλώνοντας μπορεί να γίνεις καλός ή καλύτερος συγγραφέας, αλλά πιο όμορφος άνδρας σίγουρα όχι." (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καναδός Justin Drew Bieber γεννημένος την 01/03/1994 (τουτέστιν μόλις ενηλικιώθηκε) είναι από το 2009 διεθνώς υπερπετυχημένος ποπ (τι άλλο) τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός.

Το κοινό του είναι ορμονόπληκτα γουαναμπί πιπινάκια της ίδιας πάνω - κάτω (κυρίως κάτω) ΕΣΣΟ. Τα οποία βρίσκονται, βεβαίως – βεβαίως, στο πεοσκόπιο των εξίσου ορμονόπληκτων γουαναμπί γαμιάδων συμμαθητών, συναθλητών και γενικά των πέριξ γαμικών αρσενικών δυνάμεων.

Από τη μια λοιπόν, ο Justin με το μπέιμπυ – φέις και την αντίστοιχη φωνή, σαν ταλαντούχος, πάμπλουτος και διάσημος από τότε που μάλλιασε η δική του, επισείει ταυτοχρόνως φθόνο και θαυμασμό.

Απ’ την άλλη, η κατηγορία «είναι πούστης» αποτελεί πάγια τακτική αναντάμ παπαντάμ κάθε πούστη άντρα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, στον πόλεμο για την κατάκτηση του εξκάλιμπερ κάθε αξιαγάμητης.

Κάπως έτσι, προέκυψε στα εφηβικά σινάφια ο πολύ κοντά στο φλωρόπουστας όρος: σαν λογοπαίγνιο του Bieber (μπιμπερό) συν το «πούστης» (στο υποτιμητικότερό του) που, δυστυχώς, αφορά πλέον όχι μόνο το συγκεκριμένο σελεμπριτόνι, αλλά κάθε έφηβο που φατσικά τουλάχιστον, απηχεί το ίδιο φλώρικο στυλάκι, ως προς το λουκ, αν μη τι άλλο.

Επιπλέον, στα χείλη πιο ψαγμένων μουσικά, πάντα της ίδιας ηλικιακά συνομοταξίας, απηχεί και μια απέχθεια για όσους γουστάρουν μια ξενέρωτη πλην πιασάρικη ποπ, υπεύθυνη για τον μουσικό εκμαυλισμό πολλών εφήβων.


Με προτροπή του Nick Sinister απ’ το ΔΠ, αφιερωμένο στην τρόικα alexismpolis – ΜΧΣ - Vrastaman για το αποφασιστικό stimulus στα εδώ σχόλια.

- ♪♪♪♪♪♪Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε ΩΩΩ!! Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε, ΩΩΩ!! ♪♪♪
- Σκάσε πια και μας τα ‘πρηξες με τ’ άπαντα του μπιμπερόπουστα!!
- Θα το πω στη μαμά που λες έτσι τον Justin!! - Αϊ παράτα μας με τον γκέουλα.
- Δεν είναι!!
- Είναι!!
- Δεν είναι είπα!!!
- Γιες σι ιζ!!
- Μαμάάάά!!

ν\'αγιάσ΄του χεράκισ\' ντουλάπαμ\'! (από MXΣ, 23/03/12)(από Vrastaman, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified