Further tags

Αδύνατος άνδρας, σε τέτοιο βαθμό που ο θώρακας του παραπέμπει σε πιατοθήκη (à la Στάθη Ψάλτη).

Πιθανότατα πρωτοειπώθηκε σε καβγά όπου ο αδύνατος, πλην τζώρας, προτάσσει τα στήθη διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του. Aκολούθως, βέβαια, ακούει την μάγκικη απάντηση (βλ. παράδειγμα).

- Πού πας μωρή πιατοθήκη, που μού βγάζεις και το πουκάμισο; Κάτσε ήσυχα μη φας κάνα μπουκέτο και πας πίσω στο χρόνο!

(από Abas, 05/11/09)Σκαφοειδής θώρακας (Pectum excavatum): Εισολκή στο κατώτερο ήμισυ του στέρνου (από allivegp, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα-σκυλί των μπουζουκιών, της πίστας κ της νύστας. Ο όρος από το συμπαθές τρίποδο.

- Καλά μιλάμε χτες στον Καρρά ήταν τίγκα στο λαμπραντόρ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμούνια αποκαλούνται και οι γκόμενες / αιθέριες υπάρξεις / -μούνες, θαμώνες σε νυχτερινά μαγαζιά / ναούς διασκέδασης / σκυλάδικα, ντυμένες αυστηρά με ενδύματα αποκλειστικά μαύρης απόχρωσης.

Η εν λόγω ενδυμασία, κάτι σαν εθνική φορεσιά των μαμουνιών, που εκτός από το μαύρο κατραμί του χρώματος χαρακτηρίζεται εισέτι και από μινιμαλισμό / αποκαλυπτικότητα, αποκαλείται αμερικλανιστί ως lbd, δηλαδή little black dress, αφήνοντας σαφή υπαινιγμό για τη λίμπιντο, την οποία εκτοξεύουν στα ουράνια.

Οι παίκτες του Αστέρα Νέας Ραιδεστού γιόρτασαν την άνοδο της ομάδας τους στην Α' κατηγ. ΕΠΣ Θεσ/νίκης με ένα ξεφάντωμα μετά των συμβίων τους και πλήθους άλλων μαμουνιών στo «Μαμούνια LIVE!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Ο πούτσος, ο πέοντας. Λόγω σχήματος. Μεγεθυντικά: λαμπάδα, κολώνα.

  2. Ο σωλήνας γύρω από τον οποίο εκτελούν το χορευτικό τους οι στριπτιζέζ. Βλ. παιδί του σωλήνα. Εννοείται ότι αυτή η δεύτερη σημασία λειτουργεί μεταφορικά ως προς την πρώτη.

  1. Τελικά, μήπως είμαστε όλοι παιδιά του σωλήνα;

  2. Τον χορεύει πολύ καλά τον σωλήνα η Σάντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αρχή η λέξη δεν πρέπει να μπερδεύεται με το «λέτσος» [<ιταλ. lezzo (=δυσωδία)], το οποίο σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Ντύθηκα λέντζος σημαίνει πως έχω ντυθεί στην τρίχα ή στην πένα, δηλαδή πάρα πολύ καλά και επίσημα.

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την επωνυμία λέντζος (παλιό κατάστημα ανδρικού ρουχισμού στον Πειραιά με ρούχα υποτίθεται πρώτης διαλογής - το κατάστημα αυτό μάλλον υπάρχει ακόμα).

Παραδόξως κάποιοι παλιοί λούμπεν θρύλοι αναγνωρίζουν ευκολότερα τη λέξη λέντζος (την οποία χρησιμοποιούν και συχνότερα) από την αντίθετή της «λέτσος».

...και που λες Κωτσαρή, ρίξαμε «κορώνα-γράμματα» έξω από την «Πάρνηθα», και έπεσε το γαμημένο το κέρμα κάτω απ' τ' αμάξι. Τι να κάνω, συρθήκαμε όλοι από κάτω να δούμε τι ήρθε... και φόραγα ρε το άσπρο κουστούμι με τα άσπρα τα σκαρπίνια, γιατί όποτε ανέβαινα στο «βουνό» ντυνόμουν λέντζος από πάνω μέχρι κάτω...
(Σημ. πραγματική εξιστόρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοελληνικός χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε γυναίκες που δεν είναι ούτε πολύ χοντρές ούτε κανονικές. Σε γκόμενες δηλαδή που είναι λίγο χοντρές, αλλά ντρεπόμαστε να πούμε ότι πήγαμε με χοντρή.

Βασίζεται στην σχηματική, λεκτική ουσιαστικά, μετεξέλιξη της λέξης Χοντρή. Χοντρή- Χοντρούλιτς- Ντρούλιτς (ουδεμία σχέση με τον παλιό σέντερ-φορ της Καβάλας και του ΟΦΗ).

- Πω! τι παιδί είναι αυτό το ξανθό;
- Ποια ρε μαλάκα η χοντρή; Τα βυζιά της φτάνουν μέχρι τους χιαστούς...
- Έλα ρε μαλάκα, δεν είναι χοντρή... Ντρούλιτς είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προσδιορίζει την για τον πούτσο γκόμενα, αναφέρεται για άσχημες γυναίκες, τόσο σε θέμα χαρακτήρα, αλλά κυρίως εμφανισιακά.
Συνώνυμο με τις λέξεις: πουτσομούρα, μπάζο, πατσαβούρα.

Ου μωρή πέτσα πάρε πούλο μη σε σαπακιάσω στο ξύλο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων είναι τα υπερβολικά ψηλά ψηλοτάκουνα μιας στρηπτιτζούς/ λικνιτζούς. Ο όρος υπονοεί ότι το θέαμα είναι σαν τσίρκο. Παρ' όλα αυτά, είναι ένα απαραίτητο εξάρτημα, για να προσδίδει ύψος στην λικνιτζού. Αν τύχει να τα βγάλει, τότε φαίνεται το πραγματικό ύψος κι ο στρηπτιτζόφιλος τρώει ήττα. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο σωλήνας στην πίστα των στριπ-κλαμπ αυτόν ακριβώς τον ρόλο εξυπηρετεί, ήτοι να μην παραπατάνε οι λικνιτζούδες όταν χορεύουν, άμα δεν έχουν μάθει ακόμη να οδηγούν σωστά τα ξυλοπόδαρα.

- Άσε, είχε έρθει χτες στο κλαμπ η Τζέσικα με τα πολιτικά, χωρίς ξυλοπόδαρα και μαλακίες, κι έφαγα μεγάλη ήττα! Ποιος θα φανταζόταν ότι αυτή η τριφασική νταρντάνα θα αποδεικνυόταν τελικά ένα πινεζοπούτανο! Μεγάλη απάτη τα ξυλοπόδαρα τελικά!
- Δεν πειράζει και το όρθιο τσιμπούκι έχει την χάρη του!

(από Khan, 15/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified