Further tags

Τα καλοσχηματισμένα και σχετικά ευμεγέθη γυναικεία οπίσθια.

- Πωωωω! Κοίτα μια κωλάθρα που ανέβηκε στο στεπ!
- Πςςςςς! Πάνε κι έρχονται τα κωλομάγουλα!
- Ωραίο πράμα το γυμναστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γυναικών που συγκεντρώνει μία χαρακτηριστικών φορ τύπου μπουκαδόρου και ασφαλώς δεν συμπεριλαμβανεται η φαλάκρα του Σαλπιγγίδη. Οι μπουκαδόροι είναι κοπελίτσες μέχρι 1.65 που κερδίζουν εύκολα την κερκίδα (καλές χρυσές γλυκές γουτσου γουτσου) που είναι γυμνασμένες σχετικά γιατί έκαναν από μικρές κάτι (μπαλέτο χορό τέννις)... Συνήθως το μπούστο τους με λίγο κλεραζίλ εξαφανίζεται εντελώς, αλλά μας αποζημιώνουν με τον κώλο τους που βρίσκεται πάντα σε άριστη κατάσταση. Σήμα κατατεθέν μια διακριτική στρογγυλάδα στη γάμπα που πρέπει να διαχωριστεί απ' την γυναικεία ποντιακή σχεδόν παλαιστή γάμπα.

-Τι ωραία κοπελίτσα ρε μαλάκα; Την άβυζη την τάπα;
-Μπορεί να μην έχει βυζιά, αλλά ο κώλος κατηγορία νανοσεκόντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο άσχημος.
  2. Αυτός που έχει άθλια εμφάνιση λόγω χρήσης (ή κατάχρησης) ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ.

- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

σαν το κώλο μου νυχτοφύλακα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γλουτός, το κωλομάγουλο, το καπούλι.

- Έδειξε σε μια φευγαλέα σκηνή τον Τζορτζ Κλούνι γυμνό από πίσω. Φοβερά κωλομέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νόστιμο, στητό, πεταχτό, σφιχτό, όμορφο, συμμαζεμένο, αλλά και θηλυκό (συνήθως) κωλαράκι. Ιδανικό για όλους. Λέγεται για άντρες και για γυναίκες. Και για παιδάκια, αλλά αυστηρά από τους γονείς τους μόνο.

Αυτή η Σούλα ρε παιδί μου... Δεν βλέπεται, αλλά έχει ένα κωλί... άλλο πράμα...

(από pavleas, 25/02/09)Ωραίο ΚΩΛΙ! (από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σέξι μετεωρολόγος νέας κοπής, που λιγότερο δείχνει τα μετέωρα φαινόμενα και περισσότερο μετεωρίζει τον κώλο της. Το σινάφι της Έλενας Πούτση και της Πετρούλας. Παίρνει την δουλειά με βυζογραφικό.

«Μόλις τελείωσε» η μετεωροκώλος, μόλις τελειώσαμε κι εμείς...

(από Dirty Talking, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κωλοκοτρώνα.
• Μεγάλος βράχος σε σχήμα κώλου, κάπου στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, απο τον οποίο λέγεται οτι πήρε το όνομά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
• Μεγάλος και σφιχτός κώλος. Σπάνιος και ιδιαίτερα δημοφιλής συνδυασμός.

Διάσημες κολοκοτρώνες: Jennifer Lopez, Kim Kardashian, Beyonce, Nicole Natalie Austin.

Πω-πω... κοίτα εκεί μια κολοκοτρώνα... Να φας κωλοσκάμπιλο να πάθεις διάσειση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε «μικρό μου πόνι» εννοούμε τον κοντόκωλο άνθρωπο που, επί πλέον, έχει γεροδεμένα μπούτια.

Άλλως, τσολιάς.

Ρε συ, ο καθρέφτης φταίει ή είμαι πράγματι μικρό μου πόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο κωλοειδής σχηματισμός που παρατηρείται στους βαριά εύχοντρους στη μπροστινή μεριά του παντελονιού. Το παντελόνι χωρίζει την τεράστια κοιλιά στη μέση σχηματίζοντας 2 κοιλιακούς: τον άνω κοιλιακό, που παίζει τον ρόλο της κοιλιάς, και τον κάτω, που σχηματίζει τον μπροστινό κώλο.

(από εδώ)
«- Το γιωτόμπαλο… [...]
Στις ατελείωτες ουρές τις κατάταξης, ξεχωρίζει από χιλιόμετρα. Είναι κοντός, μπουνταλάς με “μπροστινό κώλο” και φοράει χοντρά κοκάλινα γυαλιά. Στο χέρι κρατάει μια ακτινογραφία, δύο αξονικές, ένα αερολίν, τέσσερις ιατρικές γνωματεύσεις, τα σχετικά αποκόμματα από εφημερίδες και μονίμως αγχώνεται για το πότε θα γίνει η επόμενη ιατρική εξέταση.»

  1. (από εδώ)
    «8.ΤΑ ΤΣΟΥΤΣΕΚΙΑ ΞΕΘΑΡΕΞΑΝ ΩΡΕ!!! Ο κάθε ποκοπίκος, μπουνταλάς, ασβός, αρούγκαλος, με μπροστινό κώλο, ρανταπλάν, κλασοπόμολος που στο λύκειο τον δούλευαν όλοι...ο τύπος με τη μπανάνα στη μέση, το πλαστικό shaker του φραπέ στο χέρι και ένα τάπερ με κεφταδάκια απτο σπίτι στην τσάντα του, με τη βερμούδα πάνω απο τον αφαλό που φτάνει στα βυζιά κ μέχρι τον αστράγαλο και άσπρες κάλτσες με μαύρα ποδοσφαιρικά παπούτσια που τα φοράει από το 5Χ5 μεχρι το villa mercedes υπάρχει ακόμα...ΝΑΙ ΝΑΙ δεν εξαφανίστικε μετά το λύκειο, απλά στο παίζει ιστορία στο καρλόβασι.......»

ΜΠΡΑΦ: στο 6:38 ο μπροστινός κώλος. (από Cunning Linguist, 13/05/12)(από Cunning Linguist, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified