Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν διάφορα σημεία στο ανθρώπινο σώμα όπου η ροή του ιδρώτα κυλά με πιο γρήγορους ρυθμούς σε σύγκριση με άλλα μέρη. Αυτό ποικίλει ανάλογα με τον άνθρωπο. Σε άλλους αυτό το σημείο είναι το στήθος, σε άλλους οι μασχάλες και τα λοιπά.

Ο ιδρώτας στο στήθος πολλές φορές σκόπιμα δεν αντιμετωπίζεται, καθώς κάνει μερικές λυσσάρες να κοβουν φλέβα, ο ιδρώτας στις μασχάλες αντιμετωπίζεται με οποιοδήποτε απο τα προϊόντα κατά του ιδρώτα και της κακοσμίας κυκλοφορεί στο εμπόριο, άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι δύσκολα ο ιδρώτας μπορεί να βλάψει το image μας.

Έλα όμως που υπάρχει και ένα σημείο που αποτελεί βραχνά. Και αυτό είναι η Αυτού Εξοχότης ο Κώλος. Πόλλες φόρες, ειδικά αν είναι καλοκαίρι και ιδρώνουμε, ο κώλος μας γεμίζει ιδρώτα, έχει μια αίσθηση καψίματος και νιώθουμε τα κωλομάγουλα να γλυστράνε μεταξύ τους. Και αυτό είναι το λιγότερο. Αν φοράμε φόρμα και κάνουμε το λάθος να κάτσουμε κάπου αποκτάμε αμέσως μια στάμπα ιδρώτα στον κώλο κάτι που μας καταστρέφει το image σε χρόνο dt. Όσοι σε κοιτάνε έχουν την εντύπωση «ρε συ, αυτός χέστηκε;» -, ή ακόμα και να ξέρουν το πρόβλημά σου μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναφωνήσουν «ρε μαλάκα, χέστηκες;» και να σε κάνουν ρεζίλι στην ομήγυρη. Αυτές οι θλιβερές φιγούρες ονομάζονται υδρόκωλοι και συναντώνται σε μεγάλους αριθμούς ανά την επικράτεια.

Λύση; Η πας αμέσως και αλλάζεις αν έχεις καβάτζα, ή στήνεις κώλο στον πλησιέστερο ανεμιστήρα ή πας τοίχο-τοίχο μη σε πετύχω anyway.

- Ρε μπουχέσα, πάλι ξέχασες το μπέιμπι λίνο;
- Έλα ρε μαλάκα, ξέρεις ότι είμαι υδρόκωλος, μην με κάνεις ρεζίλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γλοιώδης, ο γλίτσας, ο γυμνοσάλιαγκας.

Άνθρωπος ο οποίος σέρνεται, αφήνοντας πίσω του υπόλευκη κολλώδη ουσία.

- Αυτός ο γλιμούτσης ο Πέτρος έκανε για λίγο καιρό την παρηγορήτρα και σύντομα την έπεσε στην πρώην γκόμενα του κολλητού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πιο χυδαία, μπρουτάλ και χαμουροειδής εκδοχή τση κουμπαρομπεμπέκας (q.v.), με ότι αυτό συνεπάγεται.

Εκ του γεροντομπεμπέκα και του σκληρού γαμοσλανγκοπροθήματος κουραδό-.

Συνειρμικό ασίστ: Dirty Khank.

1.
Εσύ τουλάχιστον άκουσες Καζάκη, εγώ θες στην ΚΟΕ που άκουγα μια κουραδομπεμπέκα της Ανταρσία και ένα γενικόλογο παπάρα, που δε θυμάμαι καν το όνομά του δεν το έκανα θέμα!

2.
Ρεπορτάζ
«E. Παπαρίζου: Δείτε το νέο της κopμί με... απoκαλuπτiκό μαγιό ...»
Κακεντρεχές σχόλιο πιο κάτω
- Η ΚΟΥΡΑΔΟΜΠΕΜΠΕΚΑ..ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΑΧΑΑΑ...

3.
Ρεπορτάζ
Ντόρα Μπακογιάννη: Ο μάρτυρας υπεράσπισης είναι εν δυνάμει «τρομοκράτης»
[img]http://www.slang.gr/media/img/201311/611c238c8db294bb0f10be00e7ba92aa.jpg[/img]
Κακεντρεχές σχόλιο πιο κάτω
- Συλεκτικη φωτο δεν μπορεις νσ πεις! Και τα τρια μπουμπουκια! Ενας αρχιμιζαδορος καταχραστης δημοσιου χρηματος μαζι με μια ανοργασμικια αγαμητη κουραδομπεμπεκα το γενος βαμπίρ και εναν σαπιοκοιλιά, κρυφόπουστα που δεν εχει δουλεψει ποτε και τρωει: 1)Απο τα ετοιμα που εχει βρει,2)Μια γουρουνοπουλα στην καθησια και 3)Πουτσες οπου βρεθει και οπου σταθει!

(από σφυρίζων, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για ανθρώπους είτε πολύ αντιπαθείς άρα όμοιους με τις κενώσεις μιας μύγας, είτε για πολύ μικροκαμωμένους που θυμίζουν πάλι τις κενώσεις μιας μύγας, ως προς το μέγεθος αυτή τη φορά.

(Για γνωστή καθηγήτρια αγγλικών στα Νότια Προάστια - 1,20 με χέρια σε ανάταση & αντιπαθέστατη-)
«Δεν μπορώ να σου πω τώρα, mygokourado is watching us...!»

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.

  2. Ο υπερβολικά κοντός.

  1. - Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!

  2. - Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστική έκφραση προς άτομο που θεωρείς εγκληματικά άσχημο.

- Τί κοιτά ρε μάπα;!... Τη γκόμενά μου ρε χαλβαδιάζεις;
- Ό'ι ρε φιλαράκ', 'ντάξ' να 'ούμε, δέν... άραξε....
- Τί άραξε ρε φρίκουλο, ζώον, άντε κοιτάξου στον καθρέφτη να πούμε, που 'σαι σα μουνί κλαμένο και μου θες και καμάκια, γελοίε... Που αν είχα τη φάτσα σου για κώλο μου θα ντρεπόμουν να χέσω ρε!... Κουασιμόδε!... Άιντε πίσω στο τσίρκο σου, ουστ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδυασμός χοντρού, χαζού και χέστη ψευτόμαγκα.

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified