Selected tags

Further tags

Η γενεσιουργός αιτία πολλών κιτς θεαμάτων στο δρόμο.

Η σύγκρουση με την ντουλάπα του εν λόγω αοιδού είναι η μόνη λογική εξήγηση για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις αρκετών συνανθρώπων μας. Τουτέστιν, όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιον με καπέλο με φτερά, κολλαριστό παντελόνι με τσάκιση, τύπου καμπάνα, φούξια πουκάμισο και σακάκι με γαλάζιες πούλιες, τότε καταλαβαίνουμε πως ήρθε σε σύγκρουση με την περί ης ο λόγος γκαρνταρόμπα.

- Καλέ! Φούξια γόβες με εμπριμέ εσάρπα φοράει! Αμ τις πούλιες που τις πας;
- Την καημένη... Μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη θα 'χε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροσκοπικά σπυθουράκια, πυκνά-πυκνά σαν αναφυλαξία, τα οποία εμφανίζονται στο δέρμα όταν ζεστάνει ο καιρός και αρχίσει η εφίδρωση. Επίσης εμφανίζονται στα μωρά, εκεί όπου φοράνε την πάνα. Μπορούν να βγουν και στο γυναικείο δέρμα γύρω από τα γεννητικά, αν πχ ερεθιστεί από καμιά σερβιέτα, ή στο δέρμα του στήθους (και στα δύο φύλα).

Δεν είναι σύγκαμα, είναι πολύ πιο ελαφρύ. Νομίζω ότι δεν είναι ούτε δερματικό νόσημα, ούτε αλλεργία, είναι απλώς σύμπτωμα της μη καλής αναπνοής του δέρματος. Οι πάνες ή οι κρέμες ή το λουράκι του ρολογιού μπουκώνουν το δέρμα όταν πιάσουν οι ζέστες και αυτό αντιδρά. Η λέξη όμως είναι απαίσια και σε κάνει να νιώθεις τελείως μωρό, ή λίγο σίχαμα, όταν ακούς να σου λένε ότι «δεν είναι τίποτα, ιδρωτσίλες είναι, θα περάσουν».

Όταν γεμίσεις ιδρωτσίλες το δέρμα γίνεται πολύ ανώμαλο, χωρίς να είναι όμως αυτό ορατό παρά μόνο από πολύ πολύ κοντά, ή υπό επιθετικό πλάγιο φωτισμό. Η αίσθηση στα χέρια, όταν χαϊδέψεις την περιοχή που έβγαλε ιδρωτσίλες, είναι σαν να έχεις άμμο στα δάχτυλα. Το δέρμα δηλαδή παύει να είναι λείο και γίνεται σαγρέ.

Λέγονται και «δρωτσίλες» και «ιδρωτήρια».Το επιστημονικό όνομα του φαινομένου μου διαφεύγει, όποιος το ξέρει ας μας το πει.

egw eixa xrhsimopoihsei to aloe vera gia ntemakigiaz alla etsouze sta matia! Kai sto swma epishs ginomoun ena xali kai miso. Gia to maurisma omws!!! Kserw mia kopela pou to ebaze panw apo anthliako me deikth megalo (20) kai epairne super xrwma xwris na kaigetai!

προσοχή γιατί εγώ το έβαλα πάνω από 12άρι αντηλιακό γύρω στις 4 το απόγευμα, ο ήλιος έκαιγε πολύ και ναι μεν δεν κάηκα αφού φορούσα δείκτη αλλά ένιωθα από το τζελ να μην αναπνέει το δέρμα και γέμισε ιδρωτσίλες που έφυγαν το βράδυ...
(από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως γνωστό από τη γνωστή λαϊκή ρήση: «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηριστεί κάποιο κωλαράκι κάποιας θηλυκής ύπαρξης, εννοώντας ότι αυτό το κωλαράκι είναι πολύ μικρό.

Μερικοί το χρησιμοποιούν αρνητικά με απώτερο σκοπό να χλευάσουν έναν κώλο, ενίοτε το χρησιμοποιούν για να υποδηλώσουν τα προτερήματα ενός κώλου... Αυτό βέβαια εξαρτάται από τα γούστα του καθενός και οι απόψεις διίστανται.

- Πωωωω, μαλάκα Κώστα, κόζαρε το κωλαράκι στα δεξιά σου! Πεταχτό και τσαχπίνικο!
- Ποιο ρε; Καλά ρε μαλάκα απ' όλους τους κώλους εδώ μέσα το κωλαράκι της νυχτερίδας βρήκες να σταμπάρεις; Μίας χούφτας κώλος είναι όλος κι όλος!
- Για σένα που είσαι 2 μέτρα και με χέρια σαν κουπιά μπορεί να είναι ρε φίλε, αλλά εμένα μ' αρέσει!

Στο 0:11 (από allivegp, 13/06/10)(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντυπωσιακά άσχημη γυναίκα, η γυναίκα-ανθρωποδιώχτης, η γυναίκα που πρέπει να μεταναστεύσεις για να αποφύγεις. Συνήθως, διακατέχεται από μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της και νομίζει ότι είναι η σούπερ γκόμενα, Μόνικα Μπελούτσι επί δύο, ενώ στην πραγματικότητα δεν σώζεται ούτε με γενικό ρεκτιφιέ.

- Την είδες την καινούρια γκόμενα του Μήτσου; Δεν βλέπεται!
- Άσε ρε μαλάκα! Μου 'πεσε το σαγόνι! Σκέτο σφαχτό!

Σούπερ γκόμενες στο βούρκο κυλιόμενες... (από patsis, 02/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεκδοχικά ονομάζεται έτσι η γκόμενα που φοράει νταγκαντούγκα, κουραδοκόφτη δηλαδή η πορδοκόφτη.

Σημείωση: νταγκαντούγκα λέγεται το τάγκα βρακάκι (ο θεός να το κάνει) διότι όταν φαίνεται η κωλοχαράδρα σε κόρη βαδίζουσα, οι παρατηρητές βλέπουν τα ημικώλια να κουνιούνται διαδοχικά και συστηματικά και εικάζουν με το άρρωστο μυαλό τους ότι παράγεται ήχος όμοιος με αυτόν της χαρμόσυνης ακολουθίας των εκκλησιών.

- Τι κάθεσαι ρε πεθαμένε στο πεζούλι με την περιπτερόμπυρα ανά χείρας;
Τηλεόραση βλέπεις;
- Ξεκόλλα εξυπνάκια μου, περνάνε συνέχεια κάτι νταγκαντούγκες... δεν πετάς τίποτα!

(από perkins, 19/06/10)(από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λευκό δέρμα, ωχρό πρόσωπο, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Ειρωνικό, για τον άνθρωπο που δεν τον βλέπει ο ήλιος επειδή τριγυρνάει σε μέρη σκοτεινά με σκοπό το πιοτί. Παλιομοδίτικος τρόπος ζωής, που έχει όμως ακόμα οπαδούς.

Ασίστ: Ν.Μ., φίλος πότης.

- Πάμε για κανα μπανάκι ρε συ να σε δει λιγάκι ο ήλιος να πάρεις χρώμα.
- Ρε δεν έχω ανάγκη εγώ, έχω το μαύρισμα του πότη.

(από alamo, 21/06/10)Ο Μπουκόφσκι στα 70 του (από Khan, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος χρησιμοποιούμενος στην καθομιλουμένη Ελληνική και κατά κόρον στον γυναικείο τύπο (αναζήτηση στα Ελληνικά με γούγλε γούγλε δίνει 4,100 επιστροφές - βλ. και παραδείγματα).

Φασιονίστα, πληθυντικός φασιονίστας: απευθείας μεταφορά του ξενικού χαρακτηρισμού fashionista, που προκύπτει από το αγγλικό fashion (μόδα, στιλ). Πρόκειται για άτομο το οποίο δίνει μέγιστη προτεραιότητα στην εμφάνισή του, ξέρει σχεδόν τα πάντα για τη μόδα, την ψάχνει και θέλει να ξεχωρίζει επιλέγοντας τα περισσότερο στιλάτα ρούχα ή αξεσουάρ (συνήθως ακριβά και επώνυμα). Η τυπική εκπρόσωπος διαβάζει Vogue σε κανονική βάση.

Οι όροι φάσιον βίκτιμ και τρέντυ δεν είναι συνώνυμοι. Αυτοί περιγράφουν άτομα που ακολουθούν κατά γράμμα τις τάσεις της μόδας με αποτέλεσμα ορδές πανομοιότυπων εμφανίσεων. Αντιθέτως, στόχος της φασιονίστα είναι να κάνει εμφάνιση ξεχωριστή με την καλή την έννοια (δηλαδή οι άλλοι να την θαυμάζουν, όχι να γελάνε με τα χαΐρια της), χωρίς όμως και να περιπέσει σε στιλιστικό λάθος βάσει των τρεχουσών επιταγών της μοδός. Μιλάμε για μεγάλες προκλήσεις τώρα.

Φασιονίστα έγινε και η Barbie που πέρασε σε άλλη σφαίρα, εξελισσόμενη όπως κάθε καλό προϊόν (βλ. και μήδι).

Τα καυτά της μόδας: Ο πασίγνωστος γαλλικός οίκος Chanel παρουσίασε στο Παρίσι τις προτάσεις του για το γυναικείο make up 2009/2010.To smoky αποκτά νέα οπτική γωνία και το eyeliner γίνεται ο βασικός σύμμαχος για την φασιονίστα του χειμώνα 2009/2010!

Κατσίκι:
...τα ενεργοβόρα Καγιέν, τα υποδήματα Μανόλο Μπλάνικ και οι λοιπές εξτραβαγκάντσες δεν είναι πλέον καθόλου σικ, τουναντίον στοχοποιούν τους ευλαβείς φασιονίστας που επιθυμούν πάντα να ξεχωρίζουν. [...] το φλασοφόρον ερίφιον, [...] θα αφήσει άναυδους τους θαμώνες στο Akrotiri και τα λοιπά πολιτιστικά κέντρα στα οποία θέλουν να κάνουν γκράντε εμφανίσεις οι ψαγμένοι φασιονίστας.

Πάθος για γούνα: Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας είναι μια από τις πιο κλασικές ταινίες της Disney. [...] απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και για το υπερρεαλιστικό σχέδιο που στιγμάτισε το στυλ της ταινίας και φυσικά για τη σούπερ φασιονίστα υπερκακιά Κρουέλα Ντε Βιλ.

Απαγόρευση της κουκούλας: Πολύ πονηρό άτομο ο Λάκης Γαβαλάς που προ καιρού διατυμπάνιζε πως απόλυτο fashion item της εποχής είναι το hood, η κουκούλα δηλαδή κατά τους φασιονίστας. Γιατί νομίζετε είναι ευέξαπτοι και εριστικοί οι ράπερ;

Κολωνάκι πάντα αγαπημένο, παραμένει η πιο γοητευτική γωνιά της πόλης [...] στο Carouzos Sketch η urban φασιονίστα (σ.ς. το urban αγγλικόν, το φασιονίστα κανονικά στα ελληνικά) υποκλίνεται στους John Varvatos, Marc Jacobs, Givenchy...

(από Galadriel, 21/06/10)(από Galadriel, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «ατελείωτο» έχει την έννοια του «αφάνταστα υπέροχο», που δεν χορταίνεις να το βλέπεις και να το θαυμάζεις.

Το λέμε κυρίως στην έκφραση «ατελείωτο μωρό», δηλ. η φοβερή γκόμενα, το αμαρτωλό τρελό μωρό, το «πολύ παιδί»!

Αντωνυμία: τελειωμένος (ειρωνικά).

- Αυτή η Ρίτσα... τι ατελείωτο μωρό...
- ...και να σκεφτείς ότι γεννήθηκε Μπάμπης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προορίζεται για τα μπάζα, για ανακύκλωση, για τα ΧΥΤΑ.

Εμφανισιακά, αλλά και ψυχολογικά, αυτός που δεν βλέπεται, δεν υποφέρεται, δεν δικαιολογείται.

Ο τελείως άχρηστος, ο ανυπόφορος, αλλά κυρίως ο προκαλών άσχημη αισθητική εντύπωση.

  1. Τον είδα και αλάφιασα, τον γιαταμπάζα, τον λέτσο.

  2. Από τότε που τον σχόλασε το Μαράκι, έχει γίνει γιαταμπάζας ο Θρασύβουλας.

(από ougk, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλήθωρος του οποίου τα μάτια φεύγουν προς τα έξω. Από Κρήτη, αλλά ίσως λέγεται και αλλού.

Επίσης ο χαζούλιακας, ο στόκος.

- Ποιος Γιώργος από τους δύο;
- Όχι ο πιο νέος, ο άλλος, το αλφάδι.

(από alamo, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published