Selected tags

Further tags

Η ξέψωλη γιαουρτομούνα λουλού της συνομοταξίας lugretia recumbens. Άκρως προσβλητικός σεξισμός.

Βλ. και στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Τζους μωρή λεχρόλα χυσολουλού!
- Νέκρα και κασίδα, σαβουρομπινέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Η σκατόφατσα.

Η μουτσούνα ετυμολογείται: < βενετικό musona < muso = μουσούδι, ρύγχος < λατινικό musum.

  1. Ρε παιδια τον θυμαστε καμποσα χρονια πριν;
    Δεν ηταν μονο οτι ειναι σκατομουτσουνος, ητανε οτι επειδη φυλαγε γελαδια δεν πλυνοτανε,και η μουρη του ητανε γεματη σπυρια..
    Και τωρα εγινε ...ΜΕΓΑΛΟΣ!
    Σταματαει! και καπου καπου!,ετσι διαβασε σε καποιο βιβλιο,οτι πρεπει να το παιζεις σπουδαιος,...
    Μα καλα ,ρωταω τωρα ειλικρινα ,αυτα τα διανοητικα καθυστερημενα σκυλοπασοκια που «εμβριθουν» εδω ,μα καλα ρε τομαρια ,αυτο το σπυριαρης γελαδοβοσκος...σας αντιπροσωπευει;; (Εδώ).

  2. ετσι ,το παιδι της φαπας , ο σκατομουτσουνος καταφερε να γινει πλουσιος και ετσι να τη πει στους κακους συμμαθητες που τον φωναζαν μαλακα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αλτέρνατιβ μορφή του ξέκωλου (συνομοταξίας xecoliaricus xepatomunus), τόσο με την καυλή όσο και με την κακή έννοια.

Κάθε ξεκωλάκι που σέβεται τον εαυτό του φοράει ξεκωλτέ, τόσο για να δέχεται κέρματα όσο και για να προβάλει το ξεκωλόσημό του.

- Πάρτε ένα μπουκαλάκι κρασί ... τεντωθείτε και απολαύστε τη Fergie από τους Black Eyed Peas στο ρόλο της πόρνης... Μιλάμε παιδιά για φοβερό ξεκώλι!!! Κάτι βυ$&^%)ρες , κάτι μπ#&^%ρες* , μια κω@(*%&ρα!!!

-Πανεπιστήμιο ...; ευνουχιστήρια κρίσης, φυτώριο κοματόσκυλων. Μια μάντρα προπτυχιακών προβάτων ...; αφίσες για το πάρτυ της ΠΑΣΠ με το ξεκώλι γκεστ-σταρ, εκπαιδευτική της ΔΑΠ στη Μύκονο για παρτούζες, οι άλλοι με τα κόκκινα κολημένοι στα υπόγεια με το Βασίλη να σκούζει «Πρώτη Μαϊου» κλπ κλπ

Μαυρομάτικο ξεκόλι (από σφυρίζων, 31/01/13)Πράσινα Χecol-mas (από σφυρίζων, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σκληρό μπινελίκι για εύχονδρα λαμόγια και πάσης φύσεως τσογλαναράδες. Εδώ το συνδετικό -πούτανος δεν παραπέμπει σε σεξουαλικά ελαττώματα, αλλά σε ηθικά τοιαῦτα.

Βλ. επίσης: χοντρομπαλάκας, χοντρομαλάκας, μπουχέσας, κλασομπανιέρα. Σχετικές γειώσεις: Χοντρός; τον τρως, πώς γράφεται; / σ' έχει γαμήσει ποτέ χοντρός;

1. Τι γκαριζει ο αλλος ο χοντροπουτανος να πουμε αφου

2. Ο χοντροπούτανος condom in ass, που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα σάπιζε στη φυλακή, μαζεύει όλους τους εκβιαστές δημοσιογράφους και θα κάνει τον alpha κωλοχανίο

3. ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΓΙΑ ΚΑΜΜΙΑ ΩΡΑ ΜΟΝΟ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΟΝΤΡΟΠΟΥΤΑΝΟ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥ ΠΩ ΕΓΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ SIMENS ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΦΗΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ……ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ…ΕΣΥ ΚΑΙ ΟΛΟ ΣΟΥ ΤΟ ΣΥΝΑΦΙ….

Got a better definition? Add it!

Published

Κωμική εκδοχή τση πιπατζούς.

Το μάκρος του λήμματος συνειρμικά παραπέμπει σε μεγαλοπρεπείς πέοντες ενώ το ανατολίτικο γαμοσλανγκοτέτοιο -ογλού ονοματοποιεί ήχους φιμωμένου γλωττισμού.

Η πατρότητα του λήμματος αποδίδεται στους Α.Μ.Α.Ν.

1.
- Tην είδα στο bar! Η τέλεια γυναίκα!
- Τσουτσουνοκαταπινογλου... - Φαντάσου τι χωράει η άλλη τρύπα!!!!!

2. Της Πατρινιάς;;; Αυτο ηταν΄! Ελα ρε μαλακα να αναμετρηθουμε...Τσουτσουνοκαταπινογλου!!

3. Μ'αρέσει που μια ζωή το παίζει σεμνή και ταπεινή... Αλλά πάω στοίχημα στο κρεβάτι θα είναι λυσσάρω και αβέρτα τσουτσουνοκαταπίνογλου. Κάτι τέτοιες είναι που ψωφάνε για λούτσο και πολλές ανωμαλιάρικες καταστάσεις

(από Khan, 16/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υπερβολικά γυμνασμένος άντρας (θηλ.: σκίστρω) ο οποίος αρέσκεται στο να προκαλεί επιδεικνύοντας τους μυς του με θυμωμένο βλέμμα σε δημόσιους χώρους (π.χ. γυμναστήρια). Συνήθως το βράδυ κοιμάται αγκαλιά με ένα ροζ αρκουδάκι, γιατί κανένας δεν τον κάνει παρέα.

Ανάλογα με το μέγεθος των μυών και του ροζ αρκουδιού υπάρχει ο ξε-σκίστης ή ο υπερ-ξε-σκίστης.

- Είμαι ο πιο δυνατός, ο πιο γυμνασμένος και ο πιο άγριος εδώ μέσα!!!
- Σιγά ρε σκίστη...

(από chrismegas, 06/02/13)(από chrismegas, 06/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες μουνοπορδής:

Κατά σειρά ορισμού:

1. Δεν ξέρω αν είναι μεταγλωτισμένο τελικά η όχι...απλά φαντάζομε μεταγλώτιση southpark στα ελληνικά και γελάω.. Δηλαδή τον έλληνα ηθοποιό να προσποιείτε μωρουδίστικη φωνή λέγοντας: «ρούφα τ' αρχίδια μου μουνοπορδή»

2. ΕΛΑ ΜΟΥΝΟΣΤΑΥΛΕ ΜΟΥΝΟΠΟΡΔΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΠΟΡΔΗΣ ΝΑ ΜΟΥ ΚΛΑΣΕΙΣ ΜΙΑ ΜΑΝΤΡΑ ΑΡΧΙΔΙΑ..

3. Είναι μία τιποτένια λεπτή μουνοπορδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Προσδιορίζει κάποιον του οποίου ο κώλος έχει πάρει το σχήμα του καναπέ του ή αντίστροφα.

Φοιτητής σε καθηγήτρια:
- Είστε πολύ όμορφη σήμερα!
- Είμαι παντρεμένη παιδί μου... (απομακρύνεται)
- Το μάθημα θέλω να περάσω μωρή χοντρέλα... φακλανιζέ... όχι να κεράσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκομψο και σκληρό μπινελίκι, συνώνυμο της ξεκωλιάρας, της ξεσκισμένης, του ξέψωλου.

Εξ των γαμοσλανγκοπροθήματος ξε- και της κωλήθρας (απόληξη του πρωκτού εκ της οποίας εκβάλλονται τα αφοδεύματα).

1. ΜΑΣ ΤΟ ΠΑΙΖΕΙ ΠΑΡΘΕΝΑ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΝΕ ΓΑΜΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΞΕΚΩΛΗΘΡΑ!!!!!!!!!

[2.](Μουνόπανααααααααααααααααααα, άι καριόληδες γαμώ τα σπίτια σας ξεκωλήθρες.) Μουνόπανααααααααααααααααααα, άι καριόληδες γαμώ τα σπίτια σας ξεκωλήθρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified