Selected tags

Further tags

Γυναίκα κοντή, χοντρή, κακοσούλουπη, δυσκίνητη, μεγάλο βυζί και φαρδειά πλάτη, μαλλί κομμωτηρί, χρυσαφικό, όχι ωραία, ψευτο-επιβλητική και ψευτο-συναισθηματική, της γειτονιάς, τσαντάκι λαϊκής με χρυσό αλυσιδάκι, περί τα πενήντα - εξήντα, που όλα τα ξέρει και όλα τα κανονίζει. Μη σου τύχει. Το είδος εντοπίζεται σε βαφτίσια, γάμους, κηδείες, εκδηλώσεις, κλπ.

- Τι ήθελα και πήγα στα βαφτίσια, πλακώσανε όλες οι θειόκες και με αρχίσανε στα «Σειρά σου τώρα να κάνεις κάνα παιδάκι, άντε μπράβο!»

βλ. και θείτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεδομένου του ύψους και λεβέντικης κορμοστασιάς των μελών της προεδρικής φρουράς, η προσφώνηση «τσολιάς» ή για να ακριβολογούμε «τσολιά μου εσύ!» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ιδιαίτερα καλλίγραμμο δείγμα θηλυκού που ατενίζει τον κόσμο από το διόλου ευκαταφρόνητο ύψος του 1.80 (τουλάχιστον), αν και καταχρηστικώς χρησιμοποιείται και σε χαμηλότερα ύψη.

  1. - Πω πω πω! Τσολιά μου εσύ! Τι μωρό είσαι εσύ παιδάκι μου!
    - Α να χαθείς. Κρύε.

  2. - Άμα δεις την Αγγελικούλα θα σου φύγει ο τάκος. Τσολιάς λέμε. Και τι τσολιάς. Να κάτι βυζάρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρτό σπαθί που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Τούρκους (βλ. εικόνα 1).

Για κάποιο λόγο που διαφεύγει της προσοχής μου, η εταιρεία καλλυντικών Caron θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει έτσι μία κολόνια της την δεκαετία του '80 (βλ. εικόνα 2).

Το σχετικό διαφημιστικό σποτ έδειχνε την κατασκευή ενός γιαταγανιού και μία παθιάρικη και καλά φωνή έλεγε «Yatagan. Eau de Cologne irresistible. De Caron.» Ήταν θέμα χρόνου να γίνει η οπτικοακουστική σύνδεση και ο όρος «yatagan» να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις μυτόγκες τύπου γιαταγάνι, [μπουγατσομάχαιρο] και Μορφονιός (βλ. εικόνα 3).

- Ωραίο παιδί ο Φώντας, δε λέω, αλλά το γιαταγκάν, πού το βάζεις;
- Ναι, σιγά ρε Μόνικα Μπελούτσι που σου πέφτει και λίγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απροσδιορίστου αποχρώσεως. Χρησιμοποιείται κυρίως για βαμμένο μαλλί γκόμενας.

Μια χαρά γκομενάκι αυτό το αλτέρνι, αλλά αυτό το κομοδινί είναι ασυγχώρητο!

Μην ξεχνάμε τον Πρόκτορ της Μ. των Μπατσων Σχολής (από notheitis, 18/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική γκόμενα, ντύνεται και συμπεριφέρεται ψιλοχύμα, μέχρι να τα βαρεθεί όλα αυτά και να γίνει κυριλέ. Κατά πάσα βεβαιότητα ψηφίζει Συνασπισμό και διαχωρίζει τη στάση της από το πιο μπιχλοχύμα, τύπου ΕΑΑΚ.

Σωστό αλτέρνι η Φαίδρα, αλλά ώρες-ώρες το παρακάνει με τα χαϊμαλιά.

(από Παπαρίων, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεσβία. Προφανώς προέρχεται από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό για την φυσική θέση του ανδρικού μορίου στο παντελόνι. Ωσεκτουτού, παραπέμπει κυρίως στις αντρογυναίκες λεσβίες και όχι σε αυτές που παίζουν στις τσόντες. Απαντά επίσης και ως δεξιοκάβαλη, χωρίς να υπάρχει διάκριση/διαστρωμάτωση ανάμεσα στους δύο όρους.

- Πάρε μια αριστεροκάβαλη, ρε!
- Πού πα ρε Σουγκλάκο;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.

Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)

- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!

ο κρεμανταλάς του τζακιού (β παράγραφος) (από GATZMAN, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενίοτε και ως «η Άρτα και τα Γιάννενα», η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μέγα πλήθος ετερόκλητων πραγμάτων, από τα 2537 αντικείμενα που κατά μέσο όρο έχει η γυναικεία τσάντα μέχρι τα 46 κρεματζόλια και χαϊμαλιά που φοράει το μέσο πιριπιτσόλι.

1
- Το Σούλι και τα Γιάννενα έχει εδώ μέσα... Πού να το βρω το ρημάδι το κινητό; Σκάσε κι εσύ ρε αναθεματισμένο, ντριν και ντριν.

2
- Ωραίο γκομενάκι η Σπίνη ρε συ!
- Έλα ρε το πιρπιτσόλι τώρα, που βγαίνει πρωί πρωί με το Σούλι και τα Γιάννενα πάνω της λες και πάει κι εγώ δεν ξέρω πού. Ασήμια, χρυσάφια, μπακίρια, τζίγκιρι μίγκιρι όλα να βαράνε. Παρ' την εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη disqualified. Εμφανίζεται συχνά και ως DQ. Υποδηλώνει την απόρριψη προς έναν γκόμενο/γκόμενα όταν αυτός/-ή είτε δεν βλέπεται, είτε μας ξενερώνει.

- Πώς σου φαίνεται αυτή ρε Θανάση; Κορμί θανατηφόρο...
- Άπαπα, δεν βλέπεις τη μύτη πως είναι σαν πιγκουίνος;! D.Q. σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε να είναι ένα μυθικό μουσικό όργανο της μαύρης Αφρικής, το οποίο παράγει μία μόνο νότα και συγκεκριμένα ένα μπάσο ντο, αλλά στην πραγματικότητα περιγράφει ένα μεγάλο καυλί. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός τοποθετήθηκε τιμής ένεκεν για τη μαύρη ήπειρο και την θρυλούμενη ανωτερότητα των αυτόχθονων ιθαγενών σ' ό,τι αφορά το μέγεθος του πέους. Το μονόχορδο εκτιμώ ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση.

- Και για λέγε, για λέγε...
- Τι να σου πω βρε Πόπη μου. Αφρικανικό μονόχορδο ήταν αυτό, δεν ήταν ψωλή. Δυό χέρια και να μη μπορώ να το κάνω ζάφτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified