Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμός θαυμασμού ή σκώμματος περί ατόμου χαμογελαστού, πεντακάθαρου, προσηνούς και ευπροσήγορου, φέροντος άψογο ντύσιμο και μαλλί, συνήθως με επίσης άψογη χωρίστρα, το οποίον είναι τόσο στατικά τακτοποιημένο, που νομίζει κανείς ότι μπορεί να του αφαιρέσει τεμάχια (π.χ. μαλλιά, ρούχα κ.α.) και να τα αντικαταστήσει με άλλα της αρεσκείας του, όπως στα γνωστά γερμανικά κουτσούνια.

Δεν ιδρώνει, δεν σκονίζεται, δεν τσαλακώνεται και συνήθως τα καταφέρνει καλά και στα μαθήματα / εργασία και στα σπορ, δηλαδή είναι το παιδί που θέλει να' χει κάθε γονιός και που ζηλεύει κάθε άλλος γονιός, κατηγορώντας το δικό του, που δεν είναι «σαν το Λάκη».

Θυμίζει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας «το καλό παιδί» στην παλιά βαβούρα. Δίχως να είναι απαραίτητα φλώρος, εν τούτοις έχει μια εξωπραγματικά γυαλιστερή τελειότητα στην εμφάνιση και την συμπεριφορά.

Οι φαρμακόγλωσσες πιστεύουν ότι κάτι κακό κρύβει, όπως λέγανε και για τον Αβραμόπουλο…

- Πώς είσ' έτσι ρε πλέιμομπιλ ; Τι μου στολίστηκες σαν επιτάφιος ;
- Άσε, θα πάω σ' ένα γάμο μετά τη δουλειά κι είπα να μην ξανατρέχω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιομοδίτικων (50'ς-60'ς) γυαλιών ηλίου ή οράσεως, με βαρύ κοκάλινο σκελετό, σκούρου χρώματος, τα οποία μέχρι πρότινος φορούσαν οι μπαρμπάδες αλλά (φεύ!) ξανάρθανε στη μόδα.

Τα φορούσαν πλείστοι κομπάρσοι του παλιού ελληνικού σινεμά, κυρίως σε ρόλους δικαστικών, πρακτόρων ή γιατρών.

Κλασσικό παράδειγμα, τα γυαλιά του στρατηγού της χούντας Φαίδωνος Γκιζίκη, που όρκισε τον Καραμανλή, όταν επέστρεψε το '74.

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τσολιά μου!
- Ποιά, αυτή με το χουντικό γυαλί; Σε λίγο θα πεταχτεί από καμιά γωνιά κι ο Κούρκουλος να λύσει το μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σκωπτικό): Υπέρβαρος κοιλαράς τύπος, ο οποίος δίνει την εντύπωση πως θα σκάσει ώρα την ώρα. Οι πληθωρικές πρησμένες σάρκες του, που ξεχειλίζουν από παντού, δεν είναι προϊόν ασθενείας αλλά μάλλον έρωτος με το φαΐ. Λέγεται και μεταξύ παιδιών, που σχολιάζουν ανελέητα τυχόν σωματικά κουσούρια.

Κλασσικά κινηματογραφικά παραδείγματα είναι ο Μιχαλάκης (που τον έφαγε τελικά το αρνί στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»), ο φαγανός monsieur Creosote, (στο «The meaning of life» των Monty Python) κ.α. Στην «Ωραία των Αθηνών», εμφανίζεται ο χοντρούλης μαίτρ (sic) της ταβέρνας και, αφού παίρνει παραγγελία, ο Σταυρίδης κάνει με νόημα στους Φωτόπουλο, Βρανά και Γιούλη, το λογοπαίγνιο: «Μπα! Ο φούσκας!»

Συνώνυμα: πεπόνιας, χλαπάτσας, κοιλαράς, σεκιουριτόπαιδο (= χοντρό παιδί που μοιάζει με φουσκωτό σεκιουριτά), φουσκωτός, μινιόν (ειρωνικά), απόψε κάνεις μπάμ! κτλ

Αγγλιστί: fatso, blob κ.α.

Παρήγορον για το είδος των, η ιταλική ρήσις: Uomo di panza = uomo di sostanza (δηλ. άνδρας με κοιλιά = άνδρας με υπόσταση, βλ. αντίστοιχο στην ελληνική: τα πάχη μου τα κάλλη μου), που απηχεί παλαιά εποχή, όταν χοντροί ήταν μόνον οι πλούσιοι και ισχυροί. Άλλωστε ο Edmond About και πλείστοι ευρωπαίοι περιηγητές, είχαν εκπλαγεί από τον αδύνατο, κοντό και μυώδη σωματότυπο των προεπαναστατικών Ελλήνων. Οι λιμασμένες έφοδοι στις μπριτζόλες είναι νεότατο φαινόμενο.

- Σιγά ρε μπαφούσκα, που τρως με σαράντα μασέλες, θα σκάσεις ρε ! Πες και κάνα «γεια μας», σε τραπέζι είσαι!
- Γιατί, ενοχλώ κανένανε; (μπουκωμένος)

(από Hank, 04/07/09)Παν-κάλος (από baznr, 04/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μακρυμάλλης ή ο κοτσίδας ή γενικά ο άντρας με μη κοντοκουρεμένο μαλλί.

(στην πόρτα του ψωνιοκλάμπ Ροκενρόλ, αληθινή ιστορία του 1995:)
- Φίλε, δεν μπορείς να μπεις...
- Γιατί;
- Δεν σερβίρουμε μαλλιάδες.
- Α, καλά που μου τό' πες γιατί και γω δεν τους τρώω.
(ακολουθεί τσαμπουκάς)

(από patsis, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτολογώντας, το καυλάκι, δηλαδή αυτός /-ή που αξίζει να περιέλθει κανείς εις συνουσία μαζί του/της.

- Πολύ όμορφη και τσαχπινογαργαλιάρα η Μαρία...
- Ναι όντως, είναι ευγάμητη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιπίνιασμα θα το λέγαμε αλλιώς η αντιστροφή της ηλικίας. Είναι το πώς μια θείτσα ή μια κατίνα ξαφνικά παίρνει στροφές και εξελίσσεται σε πιπινόγρια και milf.

Η εξέλιξη αυτή μπορει να συγκριθεί με τις φωτογραφίες πριν / μετά στις διαφημίσεις κέντρων αδυνατίσματος και αισθητικής.

Το φαινόμενο είναι ίσως εξαιρετικά σπάνιο και απαντάται κυρίως σε επώνυμες που ανανεώνουν την εμφάνισή τους.

- Ρε μαλάκα αυτή η μιλφού δε φέρνει λίγο στη γειτόνισσά σου τη κυρα-Βασίλω;
- Όχι Βασίλω, Βάσια πλέον. Είδες πως πιπίνιασε μόλις της έφυγε ο άντρας της;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχέτυπη γυναικούλα, η άνεργη νοικοκυρά, η κατίνα, η μανίτσα που βγαίνει στο παράθυρο να φωνάξει τον Κωστάκη να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να ανέβει να πιει το αυγό του.

Η θείτσα έχει και συγκεκριμένη στολή, που αποτελεί συντηρητικό ντύσιμο, όπως ταγέρ, μακριά φούστα-παντελόνια, κοντό μαλλί με φράντζα κλπ.

Η θείτσα συνήθως είναι μεγάλης ηλικίας, αλλά οι αραχνομούνες ενδέχεται να εξελιχτούν σε θείτσες από νεαρή ηλικία.

Ρε πως ντύνεται σα θείτσα η φίλη σου για να βγει; Θέλει να βρει και γκόμενο;

βλ. και θειόκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκούλια αποκαλούνται οι φέροντες κουκούλες και κραδαίνοντες μολότοφ διαδηλωτές.

Τα γνωστά-άγνωστα κουκούλια είναι πράκτορες της ασφάλειας κατά μερικούς, κωλοτρίφτες του ΣΥΝ κατ’ άλλους, ο ανθός της Ελληνικής νεολαίας κατά τους ίδιους.

- Το μόνο παράδοξο που βρίσκω εγώ είναι ότι ούτε λίγο ούτε πολύ (ο «Ριζοσπάστης») λέει (παραδέχεται;) ότι τα «κουκούλια» είναι «προϊόν» της ασφάλειας. Κάτι που με κάνει να απορώ πως και άφησε ο Περισσός να περάσει τέτοια αναφορά στο «Ρίζο»! Αφού ως τώρα υποτίθετο ότι τα «κουκούλια» είναι «παρά» τον ΣΥΝ, ο οποίος και τους χάιδευε τα αυτάκια.
(από εδώ)

- ...λίγο πιο κάτω δεν έχει ένα ποστ που αναρωτιόταν «τι κάνει η αριστερά» ή κάτι τέτοιο; Μάλλον νομίζει πως αυτοί που διέλυσαν την Αθήνα απόψε είναι μερικά κουκούλια και συναφή κωλόπαιδα. Σε άλλη πόλη ζουν.
(από εδώ)

\'Ετσι αυτοπροσιορίζονται τα κουκούλια (από Vrastaman, 30/06/09)είναι κουλ το κουκουλ... (από BuBis, 30/06/09)Burka-chic είναι très koo-kewl! (από Vrastaman, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικώς): Ο αρρενωπός και σθεναρός άνδρας, που το λέει η καρδιά / περδικούλα του, έχει κότσια, δεν κωλώνει, είναι αρχιδάτος, είναι της φυλής των δε μασάει, δεν ορρωδεί προ ουδενός, δεν αμφιταλαντεύεται κτλ.

Φαίνεται ότι, κατά λαϊκήν τινά δοξασίαν, η θρίξ του απηυθυσμένου, λειτουργεί ως αλεξικλάνιον, ήτοι ότι ο έχων τρίχωμα άρκτου εις την έδραν, δεν τα κλάνει την δύσκολην στιγμήν και τραβάει μπροστά με δύναμη και ορμή, παρά την έλλειψιν φυσικής τινός ώσεως. Άλλωστε, ο διαθέτων μπαξέ με λουλούδια (βλ. λήμμα), τυγχάνει ιδιαιτέρως συμπαθής εις τα συμπαθείς τάξεις των κωλόμπων, ένεκα αυτού τούτου του κάλλους, που προμηνύει άμα και σωματικήν roaming (ρώμην)...

Συνώνυμα: Έχω τον κώλο πίσω, άμα έχεις κώλο έλα, κωλοπετσωμένος κτλ.

Ιταλιστί: Clle pelle sullo stomacho/culo = Είμαι ο αμάσητος.

- Τα 'μαθες; Ο Μητσάρας χτες πλακώθηκε μ' έναν σφίχτερμαν στη Νίκαια, επειδή, λέει του πείραξε τη γκόμενα.
- Σιγά μη σκίσει κάνα σώβρακο πες του, η κωλώστρα...
- Τί λε ρε; Τις προάλλες τα 'βαλε με πέντε σ' ένα κωλόμπαρο στο Κερατσίνι, σαν το ΛεΠα, στο «Θέλεις;» και τους έκανε αλόγατα. Μπροστά ήμουνα σου λέω! Ο τύπος είναι μαλλιαρόκωλος κι οι πούτσες μέσα!
- Άλα κουστουμιά ο σακάτηςςςςςς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτιλία, το χοντρό σχοινί, παλαμάρι(του γνωστού λεμβούχου), με το οποίο δένονται τα πλοία στις μπίντες του ντόκου. Στην Καλαμάτα καλείται «σουλάτσο», από το γλίστρημα στα όκια.

Μεταφορικώς, είναι το κορδονάκι, το οποίον βυθίζεται γλυκά ανάμεσα εις τους γλουτούς από το στρινγκ, κωλοκόρδι, τάνγκα, thong, κουραδοκόφτης κλπ, που φορεί μια ευτραφής γκόμενα στην παραλία ή διαφαίνεται μέσα από τρανσπαράν φούστα (αίσχος !), δεδομένου ότι το κορδονάκι αυτό, είναι αναγκαστικώς χονδρό κατ' αναλογία...

- Άλα της στρινγκάκι η φακλάνα!

- Τι στρινγκάκι ρε μαλάκα! Αυτό είναι κάβος! Μου φαίνεται θα κόψω το κρέας και θα το ρίξω στα όσπρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified