Selected tags

Further tags

Αυτός που έχει τιγκάρει μέχρι αηδίας το δέρμα του με tattoo, σε φάση που μπορείς πλέον να τον ''διαβάσεις''. Κατέχει επαξίως τον τίτλο του κινητού επιγραφικού μνημείου.

Ως γνωστόν όμως, ο πανδαμάτωρ χρόνος που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, δεν χαρίζεται ούτε στα tattoo, τα οποία μετά από καμιά πενταετία (άντε οκταετία, βαριά δεκαετία) έχουν θολώσει και φαίνονται σαν απομεινάρια από κουράδια..

Έτσι, η αποκατάσταση του αρχικού σχεδίου καθίσταται έργο δυσχερές, που θα απασχολήσει την αρχαιολογική έρευνα...

Μάθετε κι αυτό: την περίοδο της παντοκρατορίας του χιτλερικού Γ' Ράιχ, όσοι είχαν μαρκάρει την πέτσα τους, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο να εξολοθρευτούν και το κεκοσμημένο δέρμα τους να χρησιμεύσει ως επένδυση πορτοφολακίου γερμανού αξιωματικού.

(διάλογος σε τατουατζίδικο)

Ο τατουατζής: Παίδες πως πάμε, διαλέξαμε σχεδιάκι ή ακόμα;
Οι παίδες: Ναι φίλε μου, εγώ αυτό το τραϊμπαλάκι θα κάνω, το παιδί θα ρίξει μια ματιά ακόμη...
Ο τατουατζής: Τέλεια! Δώστε μου μόνο και μια ταυτοτητούλα και προχωράμε.
Οι παίδες: ... δεν έχω μαζί μου...
Ο τατουατζής: Φίλε μου χωρίς ταυτότητα δεν μπορώ να ξέρω αν είσαι δεκαοχτώ... Για κάτω των δεκαοχτώ μόνο με έγκριση των γονέων... Αλλιώς μπορεί να έρθεις αύριο και να δεις το μαγαζί τυλιγμένο με κορδέλα, με πιάνεις έτσι;
Οι παίδες: Δεν παίζει πρόβλημα σου λέω...
Ο τατουατζής: Φίλε μου γίνε δεκαοκτώ και μια μέρα κι έλα δω να σε κάνω εφημερίδα, να μη σε γνωρίσει η μάνα σου. Ως τότε δεν μπορώ να κάνω κάτι. Οι παίδες: Γιατί;;
Ο τατουατζής: Γιατί έτσι λέει ο νόμος. Άδικος ο νόμος; Μαζί σου. Αν θες να πάμε να διαδηλώσουμε μαζί στο Σύνταγμα να αλλάξει, μέσα. Μη μου ζητάς τίποτα άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για όποιον έχει κορμί σαν τον Απόλλωνα, λ.χ. αυτόν στην Ολυμπία, αλλά πιο πολύ ειρωνικά για όποιον έχει κορμί Σάτυρου.

Με άλλα λόγια, για όποιον έχει σμιλεμένο αλαβάστρινο πραξιτελικό σώμα ή μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Όταν τον βλέπουμε, του λέμε: - Μα ποιος είσαι ρε μεγάλε; Ο Σίνης ο Πιτυοκάμπτης;

Στίχοι: Ημισκούμπρια
Μουσική: Ημισκούμπρια

Έφτασε ο Μάιος εμπρός βήμα ταχύ
κορμάρες να πετάξουμε γυμνές στην εξοχη
Να τώρα που κοιτάζομαι μπροστά εις τον καθράφτη
βλέπω κατι τραγικό, το ηθικό μου πέφτει
Κάπου τα χα δει θυμάμαι με σουσουάμι
ήτανε στο φούρνο τα πουλούσαν με το δράμι
Λαχταριστά ψωμάκια ζεστά και τραγανά
μα πάνω στην κορμάρα μου φαντάζαν τραγικά
Για να γλυτώσω φίλε απ' αυτόν τον πανικό
ξανά στο γυμναστήριο σε πρόγραμμα γοργό
Όταν μπήκα μέσα με ύφος Ηρακλή
και με το μαλλί του Βιντιάδη Μεγακλή
τα άτομα τα παίξαν, τ' άτομα ψαρώσαν
και αμέσως πιο πολλά βάρητα σηκώσαν
γιατι ήμουν ενας σφίχτης νιντζάτος τρομερός
Το γυμναστήριο είναι ένας χώρος ιερός
Η γυμνάστρια σαν ήρθε η σούπερ υπεργκόμενα
άκουσα απ' αυτήν τα εξής λεγόμενα
«Καλή σας μέρα κύριοι, ήρθατε να γραφτείτε
μα το κορμί σας για να δω θα πρέπει να γδυθείτε»
Και γδύθηκε ο παίδαρος να αναπτερωθεί
μα με το πρώτο λίκνισμα είχα ξελιγωθεί
Και εγώ με μια ένεση θα παίξω με τα χέρια
στήθος, πόδια, πλάτη, θα καταπιώ μαχαίρια
Γιατί είμαι ο Σβαρτζενέγκερ, γιατί είμαι ο Συλβέστρος
και τρώω τον τουιτισμό γιατί είμαι ένας μαέστρος
Σαν μπήκα μες την αίθουσα τα μπράτσα μου να σφίξω
μόλις κοίταξα καλά μου ήρθε ευθύς να βήξω
και πήρα καραμέλα, το φίλο του ψαρά
γιατί μπροστά μου είδα το φίλο Μιθριδά («Αν ει!»)
-«Τι κάνεις εδώ πέρα;» του είπα με τρομάρα
-«Ήρθα να γυμνάσω...»

Ρεφραιν:
Την Απολλώνια κορμάρα («Τι κορμάρα είναι αυτή»)
Την Απολλώνια κορμάρα («αχ θα πάω ν' αυτοκτονή»)
Την Απολλώνια κορμάρα («δεν έχει ουτε μπιμπίκια»)
Την Απολλώνια κορμάρα («διαθέτει και ποντίκια»)
Το ξέρω οτι είσαι σφίχτης, το ξέρω οτι είσαι strong
και τραβάς τα ζόρια άμα λάχει all night long

Κι εγώ είμαι ένας σφίχτης με τέλειο κορμί
τραβώ την τροχαλία με δύναμη και ορμή
Όλοι μες το gym τους μύες μου χαζεύουν
και από τη λύπη τους τσάρλεστον χορεύουν
γιατι είμαι ο καλύτερος και έχω και γραμμώσεις
Αγόρασα καμπριολέ πληρώνω και τις δόσεις
Κι έχω κάμποσες ξανθές που όλο για 'μένα κλαίνε
Χαϊδεύοντας το στήθος μου συνέχεια μου λένε
«Αγόρι μου, η κορμάρα σου με έκανε κουρέλι
Θα ανέβω στο τραπέζι να χορέψω τσιφτετέλι
Μανάρι μου, στολίδι, λεβέντη μου κι αλήτη,
άσε με να σου κόψω τις τρίχες απ'τη μύτη»
Τα κορίτσια με ποθούν και εγώ όλο τους τάζω
γιατί έχω προσόντα σαν το Σπύρο το Μπουρνάζο
Τραβωώ τα ζοριλίκια για πέντε-έξι ώρες
και όλοι οι τριγύρω κοιμούνται σε αιώρες
Ο τσλεκερε-Τσαν Τσουμ Τσίμπλερ μύγα είναι μπροστά μου
Σηκώνω και κιλά που δεν αντέχουν τα οστά μου
Κουτιά οι πρωτεϊνες που καταναλώνω
Το hell of a body το αναστηλώνω
Κι έτσι εδώ που βρίσκομαι και χτίζω το κορμί
μα όχι με μπετά, ωσάν το μπετατζή
θα γίνω υποψήφιος και φίλε μη γελάς
Εμένα θα εκλέξουνε για Μίστερ της Ελλάς
-«Αλήθεια Μιθριδάτη;»
-Ησύχασε, μωρό μου
Εσένα δε σ'αφήνω, μα έχω το σκοπό μου
γιατι είμαι ένα σώμα με μύωνες γεμάτο
Τις πόζες σαν αρχίσω θα πέσουν όλοι κάτω
Θα βγαίνω σε περιοδικά, θα σφίγγω ποντικάρες
να λιώνουν σα με βλέπουν όλες οι γυναικάρες
Θα γίνω Λου Φερίνιο με το μακρύ μαλλί
και ας μην έχω τίποτα μέσα στην κεφαλή
Τώρα που με άκουσες, τα ζοριλίκια βάρα
Θα κάνω σα γλυπτό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να είναι κάποιος λαϊκός, όχι με την καλή έννοια, όπως ο «λαϊκός» του Χαλικού, αλλά με την κακή, δηλαδή μπασκλασαρία, χυδαιότητα, χαμηλής υποστάθμης.

Σύγκρινε: γκλαμουριά, η, κλασσικούρα.

Άσμα:

Πού είναι ο Βάγκνερ που είναι ο Πουτσίνι
κανένας πια δεν έχει μείνει
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu

Κοίταξε του κόσμου
το τέλος πια χαράζει
και η νεολαία μόνο μαστουριάζει
κοίταξε αγάπη μου
ρίξε μια ματιά
όλα τα ισοπέδωσε η λαϊκουριά.

Που είναι ο Βάγκνερ
που είναι ο Πουτσίνι
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu

Κοίταξε τι γίνεται μες' την κοινωνία
όλοι στροβιλίζονται στην ανωμαλία
κοίταξε αγάπη μου ρίξε μια ματιά
όλοι οι διαπλεκόμενοι
μεσ' στη λαμογιά

Θέλω νά \'χω δίπλα μου γυναίκα λαϊκιά! Ημισκούμπρια. (από Hank, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κράζαμε παλιά στο σχολείο μου όσους είχαν την ατυχία να φορούν σιδεράκια. Ατυχείς, διότι προφανώς δεν το επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά οι ορθοδοντικώς ευαίσθητοι γονέοι τους. Χρησιμοποιείτο εναλλακτικώς με το εξίσου σκληρό ''ατσάλι στα δόντια''. Ας μη μιλήσω τώρα για το τι τράβαγαν όσοι ήταν τόσο φτυσμένοι απ' το θεό ώστε να φοράνε εξωστοματικό...

Συνήθως αυτοί που φόραγαν σιδεράκια ή/και γυαλιά μυωπίας, ήταν κατά τύχη (;) και οι καλύτεροι μαθητές, οπότε η ζηλοφθονία και η απέχθεια εναντίον τους μεγάλωνε. Και το δούλεμα έπεφτε σύννεφο...

- Ρε φίλε είσαι να την κάνουμε την τελευταία ώρα; Ο Τάκης χτύπησε κάτι καινούρια παιχνιδάκια στο Nintendo κι είπε αν είναι να πάμε σπίτι του.
- Ναι ρε, μέσα, δυό λεπτά μόνο να πω κάτι που θέλω στη Λίτσα.
- Παιδιά... γίνεται να έρθω κι εγώ;
- Ποιός σου μίλησε εσένα ρε ατσάλι στα δόντια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης για υπερμέγεθες πέος!!!

2 φίλες μεταξύ τους:
- Καλά... πες μου ότι εχτές πηδήχτηκες με το Νίκο!!!
- Ναιιιιιιιιι!!!... σου λέω έσπασε το κρεβάτι!!!
- Από εργαλείο τι λέει;
- Σου μιλάω για μεγάάάάάλη κουμούτσα!!!!!!!
- Πωωωωωωωωω.................

βλ. και γκουμούτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμη γυναίκα, ηλικίας 16-26, με εμφάνιση περισσότερο σεξουαλική παρά αισθητικά όμορφη. Ο ορισμός παίρνει και εξτένσιον για τις πιο ψηλές κατά τα εννοιολογικά γούστα του ομιλητή (αλλά και το μπόι του).

Αν και μικρόστηθα τα σκαστράκια αναπληρώνουν τη χαμένη σεξουαλικότητα του μπούστου με πισινό υψηλού κέρβατουρ και λυγερή μέση. Υπάρχουν ένα-δύο μαξ ανά γυναικεία παρέα και συνήθως ακολουθούν τις γενικότερες δυνάμεις συνοχής σε ζεύγη, ειδικά όταν κατευθύνονται προς το wc. Ανθίζουν το καλοκαίρι οπότε και βρίσκουν την ευκαιρία να τονίσουν τις λεπτομέρειες στις οποίες επικεντρώνεται ο αντρικός πληθυσμός.

Συνήθως αποτελούν κόρες των κατά τα '80s μανουλιών και είναι φυσικές κοινωνοί ενός μεγαλειώδους legacy.

Φαρμακερό σκαστράκι η μελαχρινή στο μπαρ.

Σκάστρα (από GATZMAN, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάκος που ζει τον απόηχο των '90s καβαλώντας την αδάμαστη πάπια του με το μπροστινό τσουλούφι να κυματίζει. Piercing, φωσφοριζέ gadget, αλανιάρικη συμπεριφορά και τουπέ του δρόμου συνηθίζεται. Ο μπρακατσελάκος είναι φορέας σεξισμού και μερικές φορές μισογυνισμού. Είναι κάτι σαν καγκουρορέηβερ πριν αποκτήσει την οικονομική άνεση για να αγοράσει «κούρσα» ή πριν πάει φαντάρος για να ταξιδέψει, οπότε και μετρατρέπεται σε κάγκουρα με παρελθόν.

Αθάνατη μπρακατσέλικη ατάκα: «Άκου ρε φίλε, άκου πρωτοσέλιδο. Βρέθηκε λέει το χάπι για την πρόωρη εκσπερμάτωση... Είδηση είναι αυτή. Τι με νοιάζει εμένα ρε, που δεν τελειώνει η βλαμμένη; Εγώ έχω το πρόβλημα ή αυτή που θέλει να κουνιέται μια ώρα πάνω κάτω. Να πάρει αυτή χάπι να τελειώνουμε!»

(Βλέποντας μια συμμορία που κάνει βόλτα με μηχανάκια τύπου πάπια, τσουλούφια και φουλάρια στα γκάζια)

- Όπα, κάνουν παπιοπεριπέτειες τα μπρακατσέλια.

(από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τίγκας, ο γυμνασμένος όσο δεν πάει. Πρέπει να υπάρχει κάποιο φροϋδικό σλιπάκι-τριπάκι ανάμεσα στο χέσιμο, στα λεφτά και στο μπόντι μπίλντιγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκφράσεις όπως χέζομαι, είμαι σφιχτός, σφίχτερμαν, σφιχτοκώλης, τα χρησιμοποιούμε και για τα τρία.

Πηγή: Ιησούς.

Ήταν χεσμένος στα Ευρώ, τώρα τα ξόδεψε όλα για να γίνει χεσμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μαύρη βαφή (FeSO4.7H2O), γνωστή και ως μελάνι μοναχών. Στην αρχαιότητα εκχειλιζόταν με εξάτμιση του νερού από σιδηρούχα εδάφη. Περισσότερα εδώ.

Η σλανγκική εφαρμογή της καραμπογιάς προέρχεται από την συνήθεια πολλών γερομπινέδων που (στην προσπάθεια τους να το παίξουν τζόβενοι) βάφουν το μαλλί με τρόπο που διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού από πέντε χιλιόμετρα μακριά. Η καραμπογιά θεωρείται λοιπόν αλληγορία κάθε χονδροειδούς απόπειρας συγκαλύψεως που βγάζει μάτι.

Εκ του Τουρκικού karaboya.

  1. «Αρκετοί ξέρουμε καλά από πού πηγάζει το μένος του κ. τάδε. [...] δεν θα σχολιάσω την ηθελημένη οξύτητά του [...] τις εσκεμμένες αλλεπάλληλες ψευτιές του (και τις ψυχώσεις του) [...] από τότε που άρχισε να βάφει τα μαλλιά του με καραμπογιά και εγκατέλειψε τις αίθουσες διδασκαλίας για τα υψηλότερα βήματα, τους θώκους και το τηλεοπτικό γυαλί· από τότε που πέρασε στη βιομηχανία των “παιδευτικών” μπεστ σέλλερ [...] από τότε που προόδευσε για τα καλά στο κυνήγι των δημόσιων σχέσεων και “αξιωμάτων” [...] που ξέρει εξ ιδίων πόσους κώλους διδασκόντων, διοικητικών υπαλλήλων και φοιτητικών παρατάξεων χρειάστηκε να γλείψει, και επί πόσο καιρό, για να “αναδειχθεί”, με το ισχύον σύστημα πανεπιστημιακών “εκλογών”».
    (Ξεκατίνιασμα υποψήφιου μέλος της Ακαδημίας από συνυποψήφιό του. Από εδώ)

  2. - Ο κίνδυνος όμως δεν προέρχεται μόνο από αυτά τα «παιδιά» αλλά και από μια πληθώρα ήδη γερασμένων και καλά βολεμένων σε πανεπιστήμια, εταιρείες, δικηγορικά γραφεία και ΜΜΕ παλαιών ακροαριστερών που νομίζουν ότι η πολιτική στήριξη κάθε παραβατικότητας, ακόμα και της τρομοκρατίας (το διαπιστώσαμε και με τη 17Ν) βάφει την καρδιά τους νέα, όπως η καραμπογιά βάφει μαύρα τα γκρίζα τους μαλλιά. Οι ενδείξεις είναι πολλές. Περιλαμβάνουν ακόμα και την προβολή των κατάδικων της 17Ν που καλούνται να φωτίσουν τα γεγονότα με τη σοφία τους. Πώς να μη σκεφτείς τις οικογένειες των θυμάτων;
    (από εδώ)

(από joe909, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός ή και χιουμοριστικός ακόμα χαρακτηρισμός, για κάποιον που 'χει τα μάτια τέσσερα, με την έννοια πως τα δυο είναι τα σταθερά τα δικά του (αυτά που συνόδευαν το βασικό πακέτο..., αυτά που ήταν στο σετ α λα μαμά ντε) και τα άλλα δυο από φακό (από γυαλί δηλαδής), τα οποία μπαίνουν ως γυάλινο τείχος, μπροστά από τα original και... θυμίζουν τζαμαρία... Λέμε τώρα...

Όταν λοιπόν λέμε κάποιον «τζαμαρία», μιλάμε για κάποιον που φοράει ένα ζευγάρι ειδικούς φακούς (από γυαλί), που έχουν προσαρμοστεί σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται είτε για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης, είτε για την προστασία των ματιών (των φυσικών ντε), από τον πύρινο μπαργαλάτσο του ήλιου.

Κοντολογίς... αναφερόμαστε σε κάποιον γυαλάκια, ο οποίος ενίοτε... μπορεί να 'ναι και πρέσβης.

Την προηγούμενη εβδομάδα και συγκεκριμένα την Τετάρτη που μας πέρασε (28/11) έζησα μια life changing experience, την οποία μόνο όποιος είναι γυαλάκιας, τζαμαρίας, 4eyes και δε συμμαζεύεται μπορεί να νιώσει.
Δες

Ο τζαμαρίας ζωγράφος Henri Matisse (από GATZMAN, 11/05/09)ετσ; (από BuBis, 11/05/09)ή γιουβέτς; (από BuBis, 11/05/09)Το παιδί με τα γυαλιά (από GATZMAN, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified