Selected tags

Further tags

Τα φουσκωτά μουνιά που μοιάζουν με πρόσφορο λόγω ελαφριάς συγκεντρώσεως λίπους.

Ε και τι πήδημα κάνεις σε ένα τέτοιο...

Αν αρχίσω περιγραφή κάποιες θα πλυμμηροκοκκινήσουν και κάποιοι θα λερώσουν την οθόνη τους και αν είναι CRT έχει καλώς, καθαρίζεται. Έλα και αν είναι TFT LCD προσοχή στο καθάρισμα.

ΕΡΕ και πήγα να πιάσω το μουνί της
και βάζω το χέρι μέσα στην φουστοκυλότα της και ΓΕΜΙΣΕ η χούφτα μου υγρή μουνάρα
ΠΩ ΠΩ ΠΩ μου έφτασε στον αφαλό

(από ο αυτοκτονημενος, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την Βικούλα, οι αχινοί είναι μικρά θαλάσσια όντα με σφαιρικό κέλυφος και αγκάθια. Ανήκουν στην ίδια συνομοταξία με τους αστερίες. Τρέφονται κυρίως με φύκια αλλά και με μύδια.

Σλανγκιστί, ο αχινός αναλύθηκε ήδη από τον Γούτσανδρο. Δέον ωστόσο να προστεθούν μερικές εφαρμογές παραπάνω.

  • «Αχινός» αποκαλείται το παλαιάς-κοπής δασύτριχο και βερμουδιάρικο μουνί της συνομοταξίας Vagina Echinacea.
  • «Aχινομούνες» αποκαλούνται όσες, είτε εκ πεποιθήσεως είτε λόγω παρατεταμένης αγαμίας, φέρουν αχινό.
  • «Έγινε το μουνί μου αχινός» σημαίνει κρυώνουμε τα μάλα, κατά το τον έχω δαγκώσει.
  • «Αχινός» αποκαλείται και το μουνί, ένα εικοσιτετράωρο μετά την ξούρα.

    Αατα.

1.
μουνί: κιοκιό, έρημο, καημός, βάσανο, πράμα, αχαΐρευτο, ρημαδιακό, κλειδωνιά, σχιστό, αχινός, πουτί, πουλί, χύστος, νερόμυλος, μύλος.
(Φίλιππος Βλάχος, «Χωριάτικα Βρωμόλογα», 1986)

2.
Τους κυνηγούς δεν ζήλεψα που με κοντάρια ή βέλη
οχτάποδες καρφώνουνε σελάχια κι άγρια μύδια
ή τ ακανθώδη άγρια αιδοία που τα λένε
και αχινούς.

Ζηλεύω εγώ όσους με βέλος ρίχνουν
άγρια μήλα ή άγρια σταφύλια και κυδώνια,
τρυγούν αγριοκέρασα ή πίνουνε το νέκταρ
απ τα ποτήρια των ανθών μες στους αγριοτόπους.

Μα πάνω απ όλους ξέχωρα εκείνον μακαρίζω
τον άγριο τον ποιητή που το κορμί του κάνει
τόξο και βέλος έχοντας τον άγριο φαλλό του
καρφώνει τα δασύτριχα, χυμώδη αγριομούνια.
(Γιάννης Υφαντής)

3.
Κάθε πετρούλα κι αχινός.... ......Κάθε αχινός κι αγκάθι.....
(από εδώ)

4.
Παντως, πολυ μαλλιαρος Ο ΑΧΙΝΟΣ!! Αγριευτηκαμε!
Βαλε και εσυ κατι πιο απλο και λιγωτερο μαλιαρο!
Πας να διωξεις ολους τους πελατες;
(από εδώ)

5.
... αν φυσήξει το χειμωνιάτικο θα τους γίνει το μουνί αχινός απ’ το κρύο...
(από εδώ)

Αχινοί και αστερίες (από Vrastaman, 08/04/09)Αχινός γ-καυλωμένος (από Vrastaman, 08/04/09)Το λουλούδι Εχινάκια (Echinacea) για ρομαντικά αθεράπευτες βερμουδιάρες (από Vrastaman, 08/04/09)(από nick, 08/04/09)(από Vrastaman, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε χρυσαφικό, εκτυφλωτικής λάμψης και κυρίως μεγέθους (π.χ. χρυσή αλυσιδίτσα στον καρπό που τείνει να φτάσει σε όγκο και μάζα την αλυσίδα του Οχηματαγωγού Σούπερ ΝΑΪΑΣ ΙΙ). Συνήθως χαρακτηρίζουμε ως έπιπλο, κόσμημα που φέρει άνδρας και όχι γυναίκα. Τουτέστιν, καδένα στο λαιμό, μπρασελέ, δαχτυλίδι και ούτω καθεξής.

  1. Ρε μαλάκα, τι έπιπλο είναι αυτό που φοράς; Ποιός είσαι, ο 50cent ;

  2. ... πολύ πρώτο γκομενάκι, σου λέω. Και μάντεψε, νταραβερίζεται μ' έναν μπάρμπα, ξέρεις, απ'αυτούς που οδηγάνε μερτσέντα κι έχουν πάντα ανοιχτό πουκάμισο να φαίνεται το έπιπλο απο μέσα....

(από nick, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως τύπος ομοφυλόφιλου, με όψη αντροβαρβάτη, ή με φωνή νταλικέρη, ή look «σκληρού» άντρα (μούσια, μουστάκες, δερμάτινα, αλυσίδες, μπλα, μπλα, μπλα...).

Υπάρχουν πολλοί...

Ο τραγουδιστής των Judas Priest, ας πούμε, είναι ένα καλό παράδειγμα...

Ο συγχωρεμένος ο Σεργιανόπουλος θεωρούταν τέτοιος...

Για άλλους η φωνή του Ψινάκη θεωρείται αντιπροσωπευτική βαρβατοπουστάρικη...

Ή ο γκέι που φορά John Varvatos. (από Khan, 14/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.

Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!

Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!

  1. - 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
    - Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
    - Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
    - Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.

  2. - Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
    - Καλός είμαι;
    - Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!

  3. - Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
    - Και μετά;
    - Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...

(από patsis, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σι 'ζ γκατ δε λουκ», που λέγαν κι' οι Ροξέτ. Κλασική αγγλιά που σημαίνει την εμφάνιση κάποιου, πώς δείχνει, τι ύφος, στυλ έχει.

Ασίστ: vikar.

Γύρισε με νέο, ανανεωμένο λουκ από το Αμπιτζάν ο Πέρι! Μαυρισμένος και σφιγμένος, καλό του έκανε η Ακτή Ελεφαντοστού!

(από patsis, 01/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλου μεγέθους γυναικεία στήθη.

- Δεν πιστεύω να της είπες ναι;...
- Τι να κάνω, μου είχε πετάξει τα φουσκώνια της στη μούρη και με τούμπαρε...

(από Labros, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σχήμα οξύμωρο.

  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.

Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!

The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:

  • σιλικονδύλωμα: εμετικό σιλικονούχο εξόγκωμα
  • σιλικονίαμα: σιλικονούχο μπάζο
  • σιλικόνικλος: κουνελάκι σιλικονούχο
  • σιλικονκλάβιο: συνέδριο σιλικονούχων
  • σιλικόνξα: τσαλιμάκια σιλικονούχας
  • σιλικονομάω: χρησιμοποιώ τα σιλικονούχα θέλγητρα για πλουτισμό
  • σιλικονσεπτουαλισμός: σιλικονούχος εννοιοκρατία
  • σιλικονσερβατουάρ: από φωνή, βυζί!
  • σιλικονσέρτο: ρεσιτάλ σιλικόνης
  • σιλικονσομασιόν: τα ευκόλως εννοούμενα...
  • σιλικονσόρτσιουμ: σύμπραξη σιλικονούχων
  • σιλικονστρουκτιβισμός: γκόμενες με ογκώδη και γεωμετρικά βυζόμπαλα
  • σιλικοντανασαίνω: λαχανιάζω εν μέσω σιλικόνης
  • σιλικονταρομαχία: η Σιλικονίτα και η Σιλικονέλλα τα τέσσερα βυζιά μαλώναν!
  • σιλικοντέινερ: σουτιέν για σιλικονούχους γαργαντούες
  • σιλικοντέρ: silicon-o-meter!
  • σιλικοντεσίνα: σιλικονούχα αρχοντομούνα
  • σιλικοντολογίς: με δυο λόγια: ΤΕΡΑΣΤΙΑ!
  • σιλικοντοπίθαρη: σιλικονούχα πιπινέζα
  • σιλικοντή: βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοστέκω: σταματώ απότομα να μπανίσω φο-βυζού
  • σιλικοντοστούπα: Βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοφάρδουλη: σιλικονούχα πιπινέζα αχλαδομούνα
  • σιλικοντοχωριανή: Η Παγώνα από την Κωλοπετινίτσα επισκέφτηκε tom Pousti
  • σιλικοντραμπάντο: μεταφορά εμφυτευμάτων σιλικόνης στην Σουηδική Αραβία
  • σιλικοντραμπάσο: το βαρύτερο από την οικογένεια των σιλικονούχων βυζιών
  • σιλικοντραπλακέ:
  1. Σχήμα οξύμωρο
  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν

+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες

να βυζουλι μπρε (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)Σιλιcondoleezza (από Vrastaman, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά, ντε!

Είναι κεφάτη, γυρίζει απ' tom Pousti στο Σίλικον Βάλεϋ.

- Παναγία μου, Σιλικονίτα, τι έπαθαν οι ντουντούνες του Λίλιαν;

- Τις πλαστικοποίησα! Έβαλα φο-βυζού!

- Πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published