Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της
- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!
Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της
- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
To ακορντεόν κατά τη βιβλιογραφία είναι φορητό μουσικό όργανο που αποτελείται από μία φυσούνα, η οποία καθώς ανοιγοκλείνει κινεί μεταλλικά γλωσσίδια.Αυτή στηρίζεται σε ένα μεταλλικό πλαίσιο, το οποίο από τη μία πλευρά έχει το πληκτρολόγιο και από την άλλη κουμπιά για τις έτοιμες συγχορδίες.
Από το παραπάνω μπλά μπλά κρατάμε ως ιδιότητα κλειδί, για το συγκεκριμένο ορισμό το ανοιγοκλείσιμο της φυσούνας. Τη μεταβολή δηλαδή του μήκους της φυσούνας συναρτήσει του χρόνου. Ο συγκεκριμένος ορισμός αντιστοιχίζεται με τις συχνές αυξομοιώσεις του βάρους ενός ανθρώπου. Μιλάμε για την περίπτωση, όπου κάποιος παχύσαρκος (κάποιος δηλαδή που αντί να χτίζει κοιλιακούς με την κλασσική έννοια, χτίζει κοιλιακούς με την εναλλακτική έννοια του όρου), αδυνατίζει αρκετά όσο διαρκεί μια δίαιτα η μια εκγύμναση, μετά αφήνεται στον παλιό τρόπο ζωής, όπου ξαναφουλάρει μέχρι να ξανά ξεκινήσει πάλι τη δίαιτα και μετά ……ξανά προς τη δόξα τραβά….Και το loop συνεχίζεται με πρωταγωνιστή πάντα τον άνθρωπο ακορντεόν που σαν υαλοκαθαριστήρας κινείται από τη μια κατάσταση στην άλλη και τούμπαλιν.
Το φαινόμενο γίνεται περισσότερο έντονο όσο η απόσταση μεταξύ min και max τιμής του βάρους είναι μεγαλύτερη, όσο μικρότερος είναι ο χρόνος μεταβολής του βάρους και όσο συχνότερες είναι οι μεταβολές αυτές. Ο άνθρωπος ακορντεόν προκαλεί τα γέλια σε όσους τον γνωρίζουν.
Πολλές φορές πρόκειται για κάποιον που όταν αδυνατίζει δεν το κάνει με κύριο γνώμονα τη βελτίωση της υγείας του, αλλά τη βελτίωση της εικόνας του σωματότυπου του για ευκαιριακές κατακτήσεις. Γιαυτό και όταν χάνει το ευκαιριακό κίνητρο ο Τιραμόλα βγάζει τον Πάγκαλο που κρύβεται μέσα του. Η κατάσταση μοιάζει δηλαδή με ασανσέρ, όπου στο ισόγειο μένει ο Πάγκαλος και στο ρετιρέ ο Τιραμόλα. Ετσι το άτομο περνάει από φάση ζιπαρίσματος (συμπίεσης) σε φάση ξεζιπαρίσματος (αποσυμπίεσης) και τούμπαλιν. Ο τύπος δηλαδή μοιάζει με το χοντρό και το λιγνό σε συσκευασία του ενός. Πότε έτσι πότε γιουβέτσι.
-Τον είδες το Βρασίδα, σκέτο ακορντεόν κατάντησε.
-Εννοείς πως είναι fun με το συγκεκριμένο μουσικό όργανο;
-Εννοώ, πως έχει καταντήσει ο ίδιος ακορντεόν. Δε σταθεροποιείται με τίποτα. Πότε φουσκώνει, πότε ξεφουσκώνει. Και φυσικά…..το βιολί συνεχίζεται.
-Τώρα σε τι φάση είναι;
-Μόλις πέρασε απ’ τη στάση Βενιζέλου και οδεύει προς τη στάση Πάγκαλου.
-Ωχ και έρχεται χειμώνας. Τον βλέπω να πάει και πιο πέρα απ’ τη στάση Πάγκαλου. Έχει και δυνατούς σαγωνιαίους ο άτιμος. Αλήθεια... τι μπορεί να βρίσκεται πιο πέρα απ’ τη στάση Πάγκαλου;
-Αυτός, σε λίγους μήνες.
Got a better definition? Add it!
Το αλβανικό βε είναι είδος ανομοιόμορφου μαυρίσματος που συνήθως δεν αποκτάται σε ινστιτούτα αισθητικής.
Υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες αλβανικού βε :
Το ηλιοκαμένο look (κυρίως στο λαιμό και τον σβέρκο) που αποκτάται με κόπο και ιδρώτα σε οικοδομές και χωράφια. Πρόκειται για σήμα κατατεθέν υπαιθρίων επαγγελματιών κάθε είδους -- και όχι απαραιτήτως οικονομικών μεταναστών. Αγγλιστί, redneck.
Το μαύρισμα που αποκτούν ορισμένοι κοτσονάτοι συνταξιούχοι και οι γιαγιούμπες τους καθώς απολαμβάνουν το λυκόφως της νιότης τους βολτάροντας ή αράζοντας σε ανοιχτούς χώρους.
Η χαρακτηριστική τριγωνική ασπρίλα που εμφανίζεται καλοκαιριάτικα στην βουβωνική περιοχή πολλών λουόμενων μόλις ξεβρακωθούν.
Μπαίνουν δύο φίλοι σε ένα μπουρδέλο στην Αλάσκα και ρωτάνε τον μπάρμαν: - Ρε φίλε, άσπρες γυναίκες έχετε εδώ; - Φυσικά και έχουμε. - Μαύρες γυναίκες έχετε; - Και με Αλβανικό βε έχετε; - Αλβανικό βε; Όχι, με Αλβανικό βε δεν έχουμε! Γυρνάει αυτός που ρώτησε και λέει στον φίλο του: - Στο είπα, ρε μαλάκα, πιγκουίνο γαμήσαμε χτες το βράδυ…
Got a better definition? Add it!
Διώρυγα του Σουέζ: Η μεγαλύτερη διώρυγα του κόσμου, που εγκαινιάσθηκε στις 17/11 του 1869. Το συνολικό μήκους της μαζί με τα αγκυροβόλια της και το μήκος της ενδιάμεσης λίμνης φθάνει τα 190 χλμ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η διώρυγα είναι πλεύσιμη κατά μία κατεύθυνση.
Η διάνοιξη της άλλαξε τον τρόπο των εμπορικών συναλλαγών και των μετακινήσεων καθώς η μετακίνηση από την Ευρώπη στην Ασία δεν απαιτούσε το γύρο της Αφρικής. Η διώρυγα αρχίζει από το Πορτ Σάιντ, (Μεσόγειος) και καταλήγει στο Σουέζ (Ερυθρά θάλασσα). Κάθε χρόνο διαπλέουν περίπου 15.000 πλοία από το κανάλι του Σουέζ
Τα γκαζάδικα, όπως αναφέρει κι ο Desperado, στην ορολογία που παραθέτει στο χώρο του παραδείγματος, είναι μεγάλα πλοία μεταφοράς υγραερίου. Λόγω του μεγάλου πλάτους τους σε αρκετά σημεία του Σουέζ δεν μπορούν δύο απ αυτά να πλεύσουν παράλληλα (μέγιστο πλάτος διώρυγας σε ορισμένα σημεία: 160-200μ). Εκεί λοιπόν το ένα περιμένει το άλλο.
Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο ο όρος: ένα–ένα τα γκαζάδικα στο Σουέζ παραπέμπει μεταφορικά στην περίπτωση όπου το πλάτος μιας οδού διέλευσης, είναι σχετικά μικρό για την παράλληλη διέλευση δύο και περισσότερων παχύσαρκων ατόμων ή μεγαλόσωμων ζώων από αυτήν. Η ατάκα βρίσκει συχνά εφαρμογή όταν άτομα που χτίζουν κοιλιακούς, προσπαθούν να περάσουν μαζί από μια πόρτα, από ένα στενό χολ σπιτιού, από ένα διάδρομο λεωφορείου, κλπ. Η ατάκα αυτή λέγεται όταν υπάρχει εξοικείωση με τα άτομα που επιχειρούν τη συγκεκριμένη διέλευση, χωρίς όμως αυτό να ‘ναι κι απαραίτητο (βλ. παράδειγμα).
Σε λεωφορείο δυο παχύσαρκοι φίλοι που κάθονται μακριά από πόρτες, δεν έχουν πάρει χαμπάρι ότι ΄έχει φθάσει η ώρα να κατέβουν από το λεωφορείο και είναι στην καρακοσμάρα τους. Την τελευταία στιγμή αντιλαμβάνονται πως πρέπει να κατέβουν και προχωρούν παράλληλα, με γρήγορο βάδην προς την έξοδο, με αποτέλεσμα να στριμώχνονται παρόλο που κινούνται σε άδειο διάδρομο.Κινούμενοι παρασέρνουν τα διάφορα τσαντάκια που είναι παρκαρισμένα δίπλα στα καθίσματα των επιβατών.
Οδηγός: Ε…ε… όπως πάτε έτσι θα διαλύσετε το σύμπαν.
Φίλος Α: Και πως να πάμε;
Οδηγός: Ε...ένα-ένα τα γκαζάδικα στο Σουέζ.
Got a better definition? Add it!
Η κλασσική έννοια της φράσης «χτίζει κοιλιακούς», παραπέμπει στη σύσφιξη, στην ενδυνάμωση, στην επαύξηση του όγκου των έξη πλάγιων και πρόσθιων κοιλιακών μυών, φράση που παραπέμπει στη δημιουργία γραμμώσεων και ευρύτερα σε body building (χτίσιμο σώματος), μέσω ανόργανης ή ενόργανης γυμναστικής. Πριν τη γυμναστική συνίσταται ζέσταμα.
Λέγεται ειρωνικά για άτομο που τρωγοπίνει λαίμαργα, ακατάπαυτα, για άτομο που σαβουρώνει πολλά διαφορετικά ή ίδια part numbers φαγώσιμων πρώτων υλών. Μπορεί να μιλάμε είτε για μεμονωμένη περίπτωση, είτε για κάτι που γίνεται συχνά πυκνά.
Ο συγκεκριμένος όρος παραπέμπει στην αύξηση του όγκου του λίπους της κοιλιακής χώρας και κατ’ ευρύτερη έννοια στην αύξηση του συνολικού λίπους.
Αν η κατάσταση δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας, τότε μιλάμε για άνθρωπο που ψηλώνει οριζοντίως (στον άξονα των Χ). Η συχνή προπόνηση βέβαια αντί να θυμίζει body building, θυμίζει body gremisting, βόδι λάϊνς, κλπ, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των διαστάσεων του αερόσακου του. Στην τελική ο τύπος μπορεί να μοιάζει σα να είναι έγκυος που περιμένει εφταμηνίτικο. Και χωρίς να το καταλάβει λειτουργεί ως σκουπιδοφάγοςκαι αυξάνοντας τα σετάκια και τις επαναλήψεις και έτσι το νεκροταφείο από κεφτέδεςμεγαλώνει.. μεγαλώνει.. μεγαλώνει κι αυτός περνά από τη φάση του αθλητισμού, στη φάση του πρωταθλητισμού και καταλήγει όρκαη τόφαλος.
Στην περίπτωση μας, όταν ο Οβελίξ (φαγοποτίξ) μιλάει για ζέσταμα, εννοεί το σάρωμα των διάφορων ορεκτικών που καταφθάνουν στο τραπέζι πριν το κύριο ντερλίκωμα. Κι είναι να αναρωτιέται κανείς, όταν ακούει κάποιον Μπίλιανα λέει, τι ορεκτικά θα πάρουμε. Λες και το άτομο δεν έχει όρεξη και προσπαθεί έτσι να την ανοίξει. Φυσικά το ζέσταμα συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού μέσω άφθονου υγρού πυρός που πέφτει στον κινητήρα.
Το ανακάτεμα του στομαχιού, από το food downloading, μοιάζει με χορό της κοιλιάς (belly dance). Εδώ όμως αντί να συσπάται η κοιλιά όπως συμβαίνει στο χορό της κοιλιάς, χορεύουν άγριο πεντοζάλη οι διάφορες τροφές και ξίδια που βρίσκονται μέσα της. Οι συνθήκες αυτές οδηγούν πολλές φορές, τους λιγότερο μυημένους σε αλάμπαρση. Αν τελικά κάποιοι μύες γυμνάζονται, δεν είναι φυσικά οι κοιλιακοί αλλά οι μύες του σαγονιού που δουλεύουν σε turbo mode.Ωστόσο ούτε αυτοί γυμνάζονται καθότι η γυμναστική προϋποθέτει πρόγραμμα και φυσικά δεν μπορείς να γυμνάζεσαι τρώγοντας παράλληλα.
Ο όρος θα μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιηθεί χιουμοριστικά για κάποιον που κατά τη διάρκεια της μέρας σπάει τη ρουτίνα πηγαίνοντας να τσιμπήσει κάτι πρόχειρο ή ακόμα και όταν πάει να φάει κανονικό γεύμα. Φυσικά δε μιλάμε ούτε για λαίμαργες καταστάσεις, αλλά ούτε και για κατάποση του αγλέορα.
(ειρωνική χρήση)
-Καλά ο Γιώργης, έχει ξεφύγει τελείως. Τρώει απ’ το πρωί ως το βράδυ τον άμπακο.
-Εμ, για να φτιάξεις ζηλευτό σώμα, έτσι πρέπει να γυμνάζεσαι. Συχνά πυκνά.
-Τι γυμνάζει ρε ο χυμένος λουκουμάς;
-Χτίζει κοιλιακούς.
Ακολουθούν γέλια.
(ειρωνική χρήση) -Καλά αν η ποσοστιαία αύξηση του ήταν ανάλογη με το ρυθμό που χτίζει κοιλιακούς και μεγαλώνει τη μπάνκα(κοιλιά) του, σε πέντε χρόνια θα ‘ταν ζάμπλουτος. - Καλά….. Με τέτοια προβλήματα υγείας που έχει ο ηλίθιος, λόγω παχυσαρκίας, σε πέντε χρόνια, θα βρίσκεται στην οδό της Σωτηρίας.
3.(χιουμοριστική χρήση)
Στη δουλειά
-Είδε κανείς το Γιώργο;
-Πάντα τέτοια ώρα ο Γιώργης, χτίζει κοιλιακούς. Προφανώς το ίδιο κάνει και τώρα.
-Δηλαδή;
-Τρώει ρε αστοιχείωτε.
Got a better definition? Add it!
Οι νεαροί άντρες που κυκλοφορούν στον δρόμο, πεζή ή με το αυτοκίνητο, μιλώντας στο κινητό με το blue tooth που κρέμεται από το αυτί τους και έχουν την εντύπωση ότι γι αυτόν τον λόγο είναι κάτι αντίστοιχο του Κιάνου Ρηβζ στο Μάτρηξ. Χαρακτηρίζονται από «τεχνολογική αυταρέσκεια».
Σόρυ που άργησα αλλά ένα ματριξόπουλο με είχε κλείσει. Πήγαινε με 20 χιλιόμετρα γιατί μιλούσε στο κινητό και θαύμαζε ταυτόχρονα τον εαυτό του στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για ευμεγέθη μύτη. Πολλοί κομπλεξικοί μυτόγκες καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Οι πιο άνετοι μυτόγκες αντιθέτως κραδαίνουν με καμάρι το τοτέμ τους, σαν γύφτικο σκεπάρνι, διαδίδοντας μάλιστα παραπλανητικά ότι συνοδεύεται από υπερτροφία και σε άλλα άκρα του σώματος.
Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!
Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;
Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!
Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω 'γώ;
Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...
(από φόρουμ)
Got a better definition? Add it!
Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από ευθυτενές (αλλά σχετικά άκαμπτο) κορμί-λαμπάδα, μελαχρινή κόμη, παγερή και αγέρωχη ματιά και —συνήθως— αυτοκρατορική μυτόγκα.
Οι λεβεντομούνες προσπαθούν σκληρά να συμπεριφέρονται μοιραία —συνήθως σε βάρος της θηλυκότητάς τους— και σπάνια εκδηλώνουν οποιαδήποτε μορφή χιούμορ ή αυτοσαρκασμού.
- Για το πούτσο του λεβέντη, είδες ποιο λεβεντόμουνο κάθεται στο Da Capo;
- Η Κουλιανού, λεβεντόνι μου! Αλί από μας τους λεβεντογαμόσαυρους που την βγάζουμε με λεβεντόμπαζα.
- Θα πάρω λεβεντοδάνειο, να λεβεντοσενιαριστώ μπας και ρίξω και εγώ καμιά λεβεντούμπα και το λεβεντοτσούτσουνό μου! Λεβεντααααϊγκλάν!!!
- Αρχίδια-λεβέντης θα γίνεις βρε λεβεντονταλάρα!
Βλέπε και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός από γιαγιά για δριμύτατους χασικλήδες, όπου τα μάτια τους σχεδόν στάζουν αίμα και τα ρούχα έχουν ποτίσει πλέον χορτίλα.
-Πέτυχα χθες Μαριγώ μ' το Κωστάκη της Τασούλας και σαν διάολος ήταν... Τα μάτια του κατακόκκινα και κλειστά και βρώμαγε λιβάνι από μακριά... Άπαπα αυτό το παιδί...
Got a better definition? Add it!
Μόδα που μεσουρανούσε στα 80's και επανήλθε στα μέσα των 00's, εμπνευσμένη από την αρχαία φυλή των Χετταίων. Πρόκειται για κόμμωση όπου τα πάνω και μπροστά είναι κουρεμένα και τα πίσω χαίτη αφημένη, είτε ανέμελη είτε ισιωμένη με πιστολάκι. Παλιά ήταν γνωστό ως mullet αλλά άλλαξε χαρακτήρα κάπως στα 00's όταν άρχισε να είναι τσουλούφια ισιωμένα και βαμμένα με ανταύγειες...
-
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!