Selected tags

Further tags

Η γυναίκα με πολύ μικρό στήθος.

- Ωραία αυτή η Μαρία που βγήκατε χτες; - Από πρόσωπο πολύ καλή, και σώμα αρκετά καλό αλλά κόντρα πλακέ ρε παιδάκι μου. Εγώ μεγαλύτερο στήθος έχω.

Βλ. και πλάκα, απλώστρα, κόντρα πλακέ, παντόφλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τύπος χτενίσματος που έχουν συνήθως οι Κηφισιώτισσες αλλά και άλλες κοπέλες που το παίζουν trendy. Το χαρακτηριστικό αυτού του χτενίσματος είναι το φουντωτό μαλλί στο κέντρο του κεφαλιού (μαζεμένα τα μαλλιά σε μπόγο) και η φράντζα στα μπροστινά μαλλιά στο μέτωπο. Μοιάζει με κουνουπίδι.

– Ρε φίλε, γιατί δεν κάνεις κάτι με αυτή την κοπέλα; Είναι πολύ όμορφη και είναι και καλό κορίτσι.
– Σου έχω ξαναπεί. Αν η άλλη δεν έχει μαλλί κουνουπίδι, δε λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαοτικός (πάνκης) ή απλά χαοτικός, έχει το ίδιο νόημα με τον κατσαπάνκη: άτομο που ζει για μπύρες, βία και σεξ (αν τύχει).

Έχει την στερεότυπη εικόνα του πάνκη (μοϊκάνα, καρφιά, κ.λπ.) για να εδραιώνει καλύτερα την συμπεριφορά του. Τον συναντάς σε πανκ συναυλίες ή σε πλατείες. Κοινωνικός προβληματισμός του είναι η αστυνομία. Γενικά είναι άτομο αδιάφορο για τα πάντα, εκτός και αν κάποιος κάνει το λάθος και κριτικάρει τα αγαπημένα του πανκ συγκροτήματα.

Πλάκωσαν χαοτικοί κι άρχισαν να σπρώχνουν τον κόσμο, να σπάνε μπουκάλια και να βρίζουν.

μετά από σένα το χάος, μετ\' από σένα το τίποτα.  από σαη indymedia trolls (από xalikoutis, 17/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.

Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της γνωστής φίρμας με φορτηγά, εδρεύουσας στην Αθήνα, αποτελεί και μειωτικό χαρακτηρισμό για παχουλή γυναίκα που έρχεται με φόρα.

Μιχάλη στη μπάντα, θα σε περάσει κοντοσούβλι ο γιαμαρέλλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.

- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!

(από Khan, 27/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλογομούρης. Αυτός με μακρόστενη φάτσα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο, μακρύ πηγούνι: το μήκος από το κάτω χείλος μέχρι την άκρη του πηγουνιού ισούται ή είναι μεγαλύτερο του μήκους από το κάτω χείλος μέχρι την κορυφή της κεφαλής. Βγαίνει από το γνωστό προπονητή με αντίστοιχο προσωπότυπο.

- Κοίτα το γκομενάκι με τι αλογομούρη είναι....!
- Γκμοχ σκέτος ο δικός σου, χαχα!

(από Cunning Linguist, 07/06/08)Και η περιφερειάρχης Ρένα Δούρου αποκαλείται μειωτικά ως γκμοχογκόμενα. (από Khan, 26/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.

- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο κατά το οποίο το καλοκαίρι μαυρίζει το χέρι από το μανίκι του κοντομάνικου και κάτω. Λέγεται έτσι επειδή συναντάται συχνά στους ταρίφες, που βγάζουν το χέρι έξω από το παράθυρο τους ζεστούς μήνες και τους το λιώνει ο ήλιος 8 ώρες τη μέρα.

- Πςςςς, πώς μαύρισες έτσι ρε;!
- Μπα, αρχίδια, μόνο ταριφόχερο έχω φτιάξει...

ιδιάζουσα περίπτωσις (από xalikoutis, 23/10/08)Ταριφόχερα μέιντ ιν Ίνγκλαντ. (από Cunning Linguist, 07/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified