Selected tags

Further tags

Ο άνδρας με την όψη ημιάγριου, αυτός που μοιάζει με Νεάντερταλ.

Συνήθως φέρει γένια και έχει σκούρο χρώμα δέρματος και είναι βρώμικος ή απεριποίητος.

- Ρε συ έπαθα πλάκα σήμερα! Πέρασα μια βόλτα από το Πολυτεχνείο και από παντού ξεφύτρωναν ταρζάν!
- Ναι το ξέρω... Οι περισσότεροι είναι λες και βγήκαν από καμιά σπηλιά...

(από juve90, 04/10/11)(από juve90, 04/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρότατα μή ρατσιστική λέξη αναφερόμενη σε μαύρη γυναίκα. Κατά κανόνα εκφράζει συμπάθεια, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί και στο πιο ουδέτερο, όταν απλά θέλουμε να αποφύγουμε την ενδεχομένως άχαρη λέξη «μαύρη». Ακόμα και τότε, όμως, έχει μία θετική χροιά, η οποία, βεβαίως, δεν έχει να κάνει με το αν είναι ωραία γκόμενα ή όχι.

Αντίστοιχο για το αρσενικό είναι το πιο μπανάλ μαυρούλης, όπως και το μαυρούλα για γυναίκες, αλλά δεν χρήζουν λημματογράφησης.

Πάσα: η μαυρούκα στο εστιατόριο του πανεπιστημίου που βάζει τίμιες μερίδες, όχι σαν κάτι άλλους που κάνουν λες και τους τρώμε το φαΐ απ' το πιάτο, και με ένα απίστευτο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο.

- Έφεξε, θείο, θα φάμε σαν άνθρωποι σήμερα!
- Έλα ρε, δουλεύει η μαυρούκα; Ρεσπέκ.

Άννα μαυρούκα μου Άννα (από Khan, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, που δεν έχει ίχνος μυ πάνω του.

Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στα γυμναστήρια από τους πολύ γυμνασμένους (τούμπανα) για να χαρακτηρίσουν τους κακομοίρηδες αδύνατους, που σηκώνουν λίγα κιλά και οι οποίοι τους χαλάνε την αισθητική.

- Κοίτα τον ρε πώς είναι, τον καχεξία. Ούτε 20 κιλά δε βάζει στη μπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χτυπητά ξανθιά (φυσική και μη) γυναίκα με υπερβολικά φουντωτό μαλλί, που μοιάζει με τον ομώνυμο ήρωα της Ντίσνεϋ (The Lion King).

- Πώς σου φαίνεται το μαλλάκι που μου έφτιαξε ο Τρύφωνας; Πρώτο, ε;
- Καλέ εσύ είσαι σαν τον Λάιον Κίνγκ! Πώς έγινες έτσι;!

Bonnie Tyler (από Jonas, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοσχισμή που ξεπροβάλλει καθώς το παντελόνι μαζί με το σώβρακο υποχωρούν προς τα κάτω. Λέγεται έτσι λόγω ομοιότητας με τους κερματοδέκτες των αυτόματων πωλητών και των πάλαι ποτέ «ούφο» ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Ο κερματοδέκτης συναντάται πολύ σε υδραυλικούς και σε μάστορες βουλκανιζατέρ.

- Μαλάκα έχεις ψιλά;
- Γιατί, θα δώσεις πουρμπουάρ στον παραγιό του μάστορα;
- Όχι ρε μαλάκα ... δεν βλέπεις πώς σκύβει; Βγήκε ο κερματοδέκτης!

Βλ. και ξεκωλτέ. Αγγλικανιστί: butt crack, plumber's butt.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έαρ ή θέρος και η πλάση φοράει τα καλά της. Ιδιοκτήτης πιστιάρας μηχανής φοράει το μαϊμού δερμάτινό του παντελόνι και φορτώνει την πατσοκοιλιασμένη, συνήθως, γκόμενα στο μοτόρι και ξεχύνονται στας εξοχάς να πιάσουν το μάη ή στη χειρότερη κανα παιδί. Η συνοδηγός ευτυχής για την τσάρκα και για να εντυπωσιάσει - καρακαυλώσει τον Ρόσι της, φοράει τα καλά της ή, σε απλά ελληνικά, τα ξέκωλά της. Χαμηλοκάβαλο τζιν-μπλουζάκι αφαλοκόφτικο.

Η χαραδροκώλα, λοιπόν, γυνή, είναι αυτή που μόλις καθίσει στη σέλα προσφέρει άπλετο θέαμα στους οπισθοπορευόμενους. Το θέαμα είναι αμφιβόλου κάλλους, μια και η ανατομική λεπτομέρεια διαχωρισμού των κωλομερίων είναι ευμεγέθης και αρκετά μακριά, καταλήγουσα ενίοτε λίγο κάτω από τον σβέρκο της. Σε αμερικανοτραφέντα οδηγό κορβέτ -ας θα θυμίσει τον γκραν κάνυον στον ζωνιανίτη οδηγό δικάμπινου αγροτικού με χρωμιωμένη μάσκα και κρυφά ούζι στον προφυλακτήρα, θα θυμίσει το φαράγγι της Σαμαριάς, εξ ου και ο γενικευθείς ορισμός. Απαραίτητο αξεσουάρ της αμφίεσής της οι πουτανόγοβες, από 10ποντα και άνω, κάνοντας την θέα της χαράδρας ακόμη αβυσσαλεότερη, προσπαθώντας να πατήσει στα σταντ της μηχανής.

Όλοι μας σε μποτιλιάρισμα οδεύοντας προς λαοφιλή πλαζ έχουμε συναντήσει καλλίκωλες ή χαραδροκώλες συνεπιβάτισσες σε μηχανή χιλιάρα και άνω, οπότε επικαλούμαι το μνημονικό των αναγνωστών του λήμματος για παράδειγμα γλαφυρότερον ενός εικαζομένου προκατ εξάμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: φάση > φασέος.

Αυτός που είναι ''της φάσης'', αυτός που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο κίνημα (π.χ. ενδυματολογικό, μουσικό) και φροντίζει ώστε η εμφάνιση και η συμπεριφορά του να συσχετίζονται με αυτό σε βαθμό προκλητικό και γελοίο.

(*Η λέξη προφανώς είναι αρνητικά φορτισμένη)

- Κοίτα τον Γιαννάκη! Έκοψε το χαϊμαλί και τη μέταλ και τώρα όλο σακάκια και μπούζούκια είναι.
- Γάμησε τα. Φασέος σκυλάς έγινε έτσι ξαφνικά.

πότε φασέος, πότε Βαζαίος (από Jonas, 02/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη που κάνει κάποιος /-α για να μην γίνεται στόχος, να μην τον πάρουν πρέφα, να μην τον κάνουν κόζι.

- Τώρα που κουρεύτηκα και ξυρίστηκα κι έβγαλα τα χαϊμαλιά είμαι πολύ αντικόζι φιλαράκι, δεν με σταματάνε ποτέ οι λίτες.
-Ένεκα το φανταριλίκι Τάσο μου.

Κάποτε κάποιος κόζαρε κάποιον που έκανε κόζι ένα μαραγκό επί το έργον.Του \'βγαλε το παρατσούκλι. Αυτό έγινε επώνυμο και  μετά από τέρμενα εξήλθε η εγγονή αυτού που κόζαρε το μαραγκό... Λέμε τώρα (από GATZMAN, 29/04/11)αντικόζι:Κι όποιος κοζάρει την αντίκα (π.χ:το γέρο ή το θέμα του βίντεο)  (από GATZMAN, 29/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπλουζάκι Αλέφαντος: Το μπλουζάκι Αλέφαντος είναι συνήθως ριγέ, μπλε με κόκκινο, αν και απαντάται και σε άλλους συνδυασμούς και φέρει γιακαδάκι.

Ουσιαστικά πρόκειται για μπλουζάκι τύπου Polo μόνο που είναι αγορασμένο από τη λαϊκή Ταμπουρίων.

Έχει την τιμή να φέρει το όνομα του σπουδαίου κόουτς μια και ο ίδιος τα τιμά κατά κόρον.

Τα φορούν άνδρες που έχουν πατήσει τα -ήντα και που στριμώχνονται στα τρόλεϊ.

- Και μου δίνει μια ο γερομπισμπίκης με το μπλουζάκι Αλέφαντος και τα ψώνια από το «Γαλαξία», κόντεψα να πέσω χάμω.
- Του λέω «τι κάνεις ρε κωλόγερε»;, ήθελε να χτυπήσει το εισιτήριό του.

(από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για το ευμεγέθες έως enormous καυλόσπυρο ή και για την κρεατοελιά.

Ενίοτε απαντάται και ως πυκνωτής.

- Μαλάκα, δες μια κωλάρα που έχει αυτή!!!!
- Ποια ρε; Η Σούλα; Μόλις γυρίσει και δεις τη μάπα της θα σου πω εγώ ... έχει ένα ποτενσιόμετρο σαν του Lemmy στο κούτελο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified