Selected tags

Further tags

Η φαλάκρα και συνεκδοχικώς ο ίδιος ο φαλακρός. Προφάνουσλυ, όπως μια πλαγιά που δεν έχει δέντρα και την χτυπάει ο ήλιος λέγεται ξέφωτο, έτσι μεταφορικώς, ξέφωτο είναι η επιφάνεια της κεφαλής που δεν έχει τρίχες. Χριστιανοσλανγκιστί λέγεται και Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν.

  1. Καλύτερα ξέφωτο παρά βαψομαλλιάς.
    (Από την ταινία «4 Μαύρα Κοστούμια»).

  2. Ξέφωτο και μοιραία λατινοαμερικάνικη χαίτη. Δες Ρότσα (Χουάν Ραμόν).

Martin Heidegger: Ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη εκστατική στο ξέφωτο του είναι. (από Khan, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθητικό άτομο με κρεμαστά μάγουλα και ύφος για λύπηση, ανεξάρτητα από την πραγματική διάθεση που έχει. Θυμίζει έντονα το καρτούν Droopie. Ο όρος ίσως είναι ιδιωματικός, σκοτεινού ετύμου.

- Έχει χαλαστεί με τίποτα ο Τέλης;
- Όχι ρε, απλώς είναι δεντροχόλαντρος το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται θετικά και αρνητικά για να υποδηλώσει κάποιον/κάποιαν που ελίσσεται τσαχπίνικα.

Βγαίνει μια γοργόνα από τη θάλασσα διακοσίων κιλών με ανύπαρκτο μαγιό στρινγκ και έχει τουπέ κάτσε καλά θεάς, και τότε της λες: Χέλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός, ο υπέρβαρος, o παχύσαρκος. Αυτός που θυμίζει παλαιστή του σούμο. Οι οποίοι παλαιστές (για να παρηγορηθούν όσοι χλαπακιάζουν αβέρτα αλλά έχουνε και τύψεις), θεωρούνται στην πατρίδα τους όχι μόνο γαμώ τους γκόμενους, αλλά σχεδόν μυθικά άτομα (αν και εδώ τα μωρά φαίνεται να μην έχουν την ίδια γνώμη...)

Η μόνη μου απορία είναι πώς μπορεί κανείς να παχύνει τόσο τρώγοντας ιαπωνέζικο φαγητό, όσο ρύζι και να βάλει μέσα.

  1. Ρε συ, τον είδες τον Τέλη πώς έχει γίνει; Το άτομο είναι σούμο, χωρίς πλάκα...

  2. Αυξάνονται τα μωρά-«σούμο»
    Την αύξηση κατά 20% από το 2003 μέχρι σήμερα του αριθμού των μωρών που έχουν βάρος κατά τη γέννηση πάνω από 4,5 κιλά, αλλά και την αύξηση των μεγάλων μωρών (των επονομαζόμενων μωρών-σούμο) καταγράφουν οι στατιστικές στη Μεγάλη Βρετανία...
    από εδώ

(από ironick, 02/04/10)(από ironick, 02/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροδιάλογος που γίνεται σε σχέση με γυναίκα κάποιας ηλικίας μεν (συνήθως από 40 μέχρι 55), αλλά η οποία φαίνεται καθαρά ότι κάποτε έκανε τους άντρες να σφάζονται για πάρτη της. Στο χαρακτηρισμό «πρώην όμορφη» απαντά κανείς «και νυν!», όταν συμφωνεί.

- Ξέρεις ποιος είναι ο Ριχάρδος; Εκείνος που τα 'χει με την Ελεονώρα.
- Αυτή την πρώην όμορφη;
- Και νυν! Και νυν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουνάρα επί τρία. Κατά το τρισάγιο.

Η γκόμενά του είναι τρίσμουνο, λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός και πιθηκομούρης άνδρας, συχνά προχωρημένης ηλικίας. Σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο: «-Τι τραγουδάει λαϊκά και πηδάει από δέντρο σε δέντρο; -Ο Πιθηκώτσης».

- Μου κολλάει τ' αφεντικό μου, αλλά είμαι τόσο άφραγκη που...
- Μη μου πεις ότι θα κάτσεις σ' αυτόν τον πιθηκώτση!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.

Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες και εννοεί αυτήν που το πρόσωπό της είναι γεμάτο σπυράκια, όπως ακριβώς η φράουλα έχει σπόρους στην επιφάνειά της.

- Πω ρε ξάδερφε τι φράουλα είναι αυτή;
- Γάμησέ τα ρε μαλάκα, αυτή δεν παίζει να είδε ποτέ κρέμα ακμής!

βλ. και ρυζόγαλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται και από το «καλώς τα ζαντολάστιχα».

Η έκφραση προέρχεται από τα αγροτικά αυτοκίνητα που συναντώνται σε διάφορα σημεία της χώρας μας, τα οποία είναι κατεβασμένα (ένα με την άσφαλτο) και φορτωμένα (ειδικά στο καντράν και εσωτερικό του παρμπρίζ) με ό,τι αξεσουάρ πωλείται, καθώς και με κάθε είδους χαϊμαλιά και μπιχλιμπίδια. Απευθύνεται σε άτομα που θέλουμε να ειρωνευτούμε για την εμφάνισή τους. Όχι την φυσική, αλλά για τα ρούχα ή τα αξεσουάρ που φέρουν, είτε επειδή αυτά είναι υπερβολικά πολλά, είτε επειδή είναι κακόγουστα.

Στο καφέ:
Κώστας: - Ρε, έρχεται ο Νίκος. Κοίτα το φοράει ο γύφτος.
Γιώργος: - Μην του πεις τίποτα ρε. Τσατίζεται.
Κώστας: - Καλά. Νίκος: - Γεια ρε. Τι κάνετε;
Κώστας: - Καλώς το Ντάτσουν, καλώς τα ζαντολάστιχα.
Γιώργος: - !!! ΑΑΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified