Αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει τρισάγιο κ.α. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες του.

«Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα παίξω με τον Μπάμπη», προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση πολλών πουλιών του παίκτη στο τάβλι (τουλάχιστον 4) σε μία θέση, χωρίς να υπάρχει ειδικός λόγος. Συνήθως ο όρος λέγεται στο πλακωτό. Γενικά το σουβλάκι δεν θεωρείται καλό, σε αντίθεση με την πόρτα που εμποδίζει τον αντίπαλο.

- Ρε μαλάκα κάνε καμιά πόρτα μπας και κερδίσεις, αντί να φτιάχνεις σουβλάκι!
- Ε ρε Μήτσο τι να κάνω; Με τέτοιες ζαριές που μου έρχονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνίδι του ταβλιού, όπου πλακώνεις τα πούλια, αντί να τα «τρως». Χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σεξ, ειδικά του καβαλητού.

- Πού είναι ο Γιώργος και η Μαρία;
- Παίζουνε πλακωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μερακλού γυναίκα που αγάπησε τους άντρες όσο λίγες και δεν τους χορταίνει. Μαστιγώνει τα δελφίνια κατά κοπάδια και πνίγει τα κουνέλια δυο δυο. Λατρεύει τους άντρες, το τάβλι και την καλή παρέα και, σε μια παρέα με φαντάρους, είναι η μόνη που κυριολεκτεί όταν μιλάει για πίπα κώλο εμπλοκή.

-Χτες ο συγκάτοικός μου και ένας φίλος του, βάλαν μια γκόμενα στο δωμάτιο και μετά από λίγο τον άκουσα να λέει : «Και τώρα, πλακωτό»!
-Ε, θα τους έδωσε πλάτη για τάβλι...

Δες και σούβλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ταβλαδόρικη ορολογία χύνομαι σημαίνει ότι έχω πολλά πούλια ανοιχτά για πλάκωμα στο πλακωτό ή για χτύπημα στις πόρτες. Το ίδιο και στο παίγνιο μετά τραπουλοχάρτων Ξερή, όταν καλείται ο παίχτης να ρίξει το πρώτο φύλο, λέμε ότι χύνεται.

Συνώνυμο: απλώνω τραχανά.

Πηγή: allivegp

Τι χύνεσαι έτσι ρέεϊ! Θα το φας το πλάκωμά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι) Συνήθως το ασσόδυο / μπίρ-ικι (Κρήτη εκ του τουρκ. μπιρ = ένα + ικί = δυο), δεν είναι και το καλύτερο ζάρι που μπορεί να φέρει κανείς, διότι δεν πας μακριά με ασσόδυο.

Συνώνυμα: Με ασσόδυο κανείς δεν είδε χαΐρι/προκοπή, κανείς δεν πρόκοψε, κανείς δεν έκανε έρωτα (sic).

- Λοιπόν τώρα, θα φέρω τις εξάρες μου. Φτου! Ασσόδυο...
- Με ασσόδυο κανείς δε γάμησε φίλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι): Μια εκ των πλείστων ειρωνικών εκφράσεων στο διά πεσσών, που στόχο έχει την καταβαράθρωση του ηθικού του αντιπάλου, επισημαίνουσα λάθος παίξιμό του.

Παρόμοιες σκωπτικές εκφράσεις στο τάβλι είναι: «Σα μάγκας τό 'παιξες», «κι εγώ έτσι θα τό 'παιζα», «καλά τού 'κανες», «ρε με ποιούς παίζουμε» κ.α.

Αν φαινομενικά η κίνηση είναι λανθασμένη, ενώ υφέρπει απώτερος και μελετημένος στόχος, προς παραπλάνηση του αντιπάλου, (βλ. αγγλ. «lull sbdy into a false sense of security»), υπάρχει το αντίδοτο: «Για πάρτη μου»!

- Ασσέοι πολλοί!
- Έτσι τους παίζεις τους ασσέους; Σα δάσκαλος το' παιξες!
- Για πάρτη μου! Σου κλείνω τα εξάρια, με τί θα βγείς, με ισπανικές εφτάρες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε τα ντόρτια (τεσσάρες) στο τάβλι, οι παλιοί Κυπραίοι μάστορες του αρχαιότερου ίσως παιχνιδιού στον κόσμο.

Ούτως ή άλλως τα ντόρτια είναι τούρκικη λέξη, από το dört (= τέσσερα). Ντόρτια και τούρκοι ομοιάζουν ωστόσο και ηχητικά, ιδίως στην κυπριακή διάλεκτο με το βαρύ αξάν, όπου το τούρκοι προφέρεται τούρchοι.

Τέλος, με την προσωποποίηση της ζαριάς στον μεγαλύτερο μπαμπούλα του κυπριακού ελληνισμού, υποδηλώνεται η αξία της και ο καθοριστικός της ρόλος στη μετέπειτα εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο φέρων τούρκους -όπως ο φέρων οιαδήποτε «μεγάλη» διπλή (πεντάρες, εξάρες)- απολαμβάνει την κωλοφαρδία του, προτιθέμενος να γαμήσει μανούλες και να στείλει τον αντίπαλο ταβλαδόρο για τσαγάκι. Ένα ευφυέστατο λογοπαίγνιο από ανθρώπες που έμαθαν χρόνια να ζουν με ένα τεράστιο οθωμανικό κωλοδάχτυλο απέναντί τους, έχοντας εν πολλοίς αναπτύξει μια θυμοσοφική και αυτοσαρκαστική στάση. Και στην Ελλάδα βέβαια οι σλανγκικές χρήσεις του Τούρκου κάνουν θραύση, βοηθούμενες και από την απόσταση ασφαλείας, που μας κάνει εν πολλοίς να ταυτίζουμε τους γείτονες μονάχα με κάποιες παραβιάσεις εναερίου χώρου στα δελτία των οχτώμιση... Εκεί κάτω όμως, στην Πράσινη Γραμμή, ο τούρκος είναι μια καθημερινή αμείλικτη πραγματικότητα. Ο αντίπαλος πρέπει να γελοιοποιηθεί και να αντιμετωπιστεί πρωτίστως στον τομέα της ψυχολογίας. Κάποιοι αυτό το λένε ρατσισμό, άλλοι το λένε ένστικτο επιβίωσης.

Και επί τη ευκαιρία να προσθέσουμε πως οι επιδόσεις στο τάβλι αποτελούν πηγή υπερηφάνειας και ανάτασης, όχι μόνο για μεμονωμένα άτομα (μάστορες), αλλά και για ολόκληρες περιοχές, οι οποίες διεκδικούν για λογαριασμό τους τον τίτλο της ταβλομητέρας, που βγάζει τους καλύτερους ταβλαδόρους. Αγαπημένος ελληνικός τοπικισμός. Προσωπικά έχω ακούσει από Έλληνες της Αιγύπτου (αιγυπτιώτες) να παινεύονται πως είναι οι καλύτεροι, όντας προφάνουσλυ εγγύτεροι εις την εξ ανατολών αρχαία ταβλική παράδοση. Για την ταβλοσύνη τους κομπάζουν επίσης συχνά οι διάφοροι πρίγκιπες της Δυτικής Όχθης (δυτικά προάστια της Αθήνας), που είναι μόρτες και λαϊκά και ντόμπρα και ξηγημένα παλικάρια κι αδικημένα απ' την πουτάνα την κενωνία. Εδώ κάπου το κόβουμε, μιας και υπεισέρχονται ευρύτερα ταξικά-κοινωνικά θέματα που δεν είναι της παρούσης.

- Τούρchοι!
- Μα πάλε;! Εν η τρίτη διπλή πω ην ώραν που αρκέψαμε! Ή περιπαίζεις μας ή εchοιμούσουν με τον Αράπη ψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απώλεια του ενδιαφέροντός σου για ένα παιχνίδι ταβλιού όταν σου καθίσταται πλέον πρόδηλο ότι χάνεις.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

Επέμενε ο σπασαρχίδης να συνεχίσουμε το παιχνίδι, παρόλο που μου είχε πιάσει την παραμάνα. Ταβλαρέθηκα την ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, όπως μας θύμισε ο Electron, τσολιάς είναι το «προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό (τάβλι), το οποίο πάει ή ταν ή επί τας (ή πλακώνει και ηγείται της επιθέσεως, ή πλακώνεται και δίνει πάτημα στον αντίπαλο, οπότε πάει χαμένο). Η αυταπάρνηση του συγκεκριμένου πουλιού, θυμίζει τους «ηρωικούς τσολιάδες, του 40». Θα προσέθετα: και η λεβέντικη περπατησιά του και το καμάρι του. Πολλάκις ο τσολιάς είναι και σώγαμπρος, αλλά όχι απαραίτητα.

Τελικά, είχε δεν είχε ο τσολιάς, μου την έφαγε την παραμάνα.

Κάπως έτσι (από Khan, 14/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified