Χρησιμοποιείται για να πούμε ότι κάτι πηγαίνει πολύ χάλια. Συνήθως ακολουθείται από χρονική έκφραση (π.χ. αυτή την εβδομάδα/αυτόν τον μήνα κλπ). Η απουσία του ς τονίζει τη δυσκολία της κατάστασης. Χρησιμοποιείται βέβαια και με το ς, αλλά για αναφορά σε πιο χαλαρές καταστάσεις. Για μεγάλης σημασίας προβλήματα χρησιμοποιείται ο τύπος χωρίς το ς.

- Τι κάνεις Μαρία;
- Αρχίδια! Με πήγε γαμιώντα σήμερα με τον μαλάκα τον Τάκη που θέλει να του τελειώσω την εργασία χθες!
- Ποιος τον γαμάει τον Τάκη μωρέ; Γράψτον στα @@ σου και άστον να περιμένει...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να αναφέρεται κυρίως σε δεσμό, αλλά καμιά φορά μπορεί να σημαίνει και «τα έχω βαλει» με κάποιον. Δηλαδή είμαι μαλωμένος.

-Ο Μήτσος μου είπε να σε ρωτήσω γιατί όποτε τον βλέπεις στο δρόμο γυρίζεις από την άλλη και κάνεις ότι δεν τον είδες.
-Ε τα έχω μαζί του ρε... θα πηγαίναμε γήπεδο και ξαφνικά το ακύρωσε και καλά γιατί ήταν άρρωστος, και τελικά πήγε με τον Μάκη... δε θέλω πολλά-πολλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα έχω φτιαγμένα με κάποιον, δηλαδή έχω δεσμό.

- Με ποιαν τα έχει ο Μήτσος τώρα, ξέρεις;
- Ναι, με τη Λίτσα.
- Τη Λίτσα; Τι της βρήκε;
- Ε τον τύλιξε μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τα ακούω, την ακούω

Δέχομαι παρατήρηση, σε κάπως αυστηρό τόνο.

Χτες την άκουσα κανονικά από τον καθηγητή, για την κοπάνα που έκανα χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, δυσκολεύομαι.

- Πως πήγε η βόλτα;
- Τα είδα όλα ρε, δεν έχει ιδέα από οδήγηση και έτρεχε σαν παλαβός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.

Το έριξε στο σορολόπ.

Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).

Ένα, δυο, τρία, ωπ! (από poniroskylo, 14/12/09)(από dryhammer, 26/05/14)

Δες και σορολόπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμετάβατο, δεν κάνω τίποτα.

- Βαριέμαι, όλη μέρα ξύνω!

- Τις τελευταίες μέρες όλο ξύνω!

- Έξυσα πολύ το Σαββατοκύριακο που δεν δούλευα!

Βλ. και το ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified