Further tags

Θηλυκό, παλιά σχετικά λαϊκίζουσα ονομασία για το Λονδίνο. Υπάρχει και στο πληθυντικό ως Λόντρες! Έγινε και τραγούδι από το Τραϊφόρο, το τραγούδησε η Βέμπο περί τα 1944 με τίτλο "Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ..."

-Που να τρέχουμε τώρα Λόντρες και Παρίσια.

Got a better definition? Add it!

Published

(Ακόμα πιο) αργκοτική ονομασία για το σκανκ. Μπορεί να υπονοεί και το καλλίτερης πχοιότητας σκανκ απ' ότι συνήθως (sic)!

-Ωραίο, ρε λοςτρε! τι είναι;

-Σκανούρι ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published

Ακόμα μία αργκοτική ονομασία για το σκανκ.

Ετυμολογικά προέρχεται από το αγγλικό skunk του οποίου αποτελεί σύντομο υποκοριστικό.
Βλέπε και το λήμμα σκανούρι.

-Είναι σκου;

-Μπα, αλβανός αγίνωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λακκάκια που βρίσκονται στο ύψος της μέσης και εκατέρωθεν της σπονδυλικής στήλης. Kατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης σε στάση doggy style ο δότης χειρίζεται τον δέκτη κρατώντας τον από την μέση και τοποθετώντας τους αντίχειρες στα λακκάκια, προσομοιώνοντας έτσι τη λειτουργία ενός χειριστηρίου playstation (πλέιστέισιο).

-Ποιά ρε η Φώφη ζόρικη; Αυτήν άμα την πιάσεις απ' τα dual analog γίνεται γατάκι.

dual analogdual analog

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της ΛΟΑΤ, γνωστή και ως LGBT, κοινότητας. Λεσβία, γκεί, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλη/ος ή τρανς.

Χρησιμοποιείται όταν δεν ξέρεις τι είναι το άτομο αλλά ξέρεις ότι είναι κουήρι, ή θες να αναφερθείς συλλογικά σε ΛΟΑΤΚ πρόσωπα αλλά θες να το κάνεις με μπρίο και χάρη.

Παράδειγμα: -Θα 'ρθεις το βράδυ; έχει πάρτι στο second skin!
-Τι πάρτι, για ελτζιμπιτήδες;
-Ε ναι, στραπ-ον γιούνικορνζ. Χαμός θα γίνει, έλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Το κουήρι ή κουίρι, είναι μεταγραφή στα ελληνικά της αγγλικής λέξης queer. Μπορεί να δηλώνει:

  1. Γενικά ένα μέλος της κιλότας, έναν ελτζιμπιτή ή μια ελτζιμπιτού
  2. Ειδικότερα, ένα άτομο πολύ ανώμαλο για οποιαδήποτε κανονικότητα: σεξουαλικότητας, φύλου ή άλλης, που ταυτίζεται δηλαδή με τον όρο queer. Ο όρος συχνά αναφέρεται και σε μια γενικότερη ιδεολογία, που έχει και αναρχικές συνδηλώσεις.

Χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ μελών της ΛΟΑΤΚΙ και queer κοινότητας (της Αθηναϊκής, τουλάχιστον) ως θετικός/ουδέτερος προσδιορισμός και δεν έχει αρνητική φόρτιση.

Κάνει παράγωγα όπως κουηρεύω, κουήρεμα (το), κουηρόκοσμος.

Βλέπε και λοξός-ή

Πάλι καλά που ήρθανε και πέντε-δέκα κουήρια στην πορεία, γιατί την δεν άντεχα τόση ματσίλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η τελική τιμή, καθαρή από φόρους ή γενικά αφαιρέσεις. Από το αγγλικό net. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει την τελική, ωφέλιμη τιμή χρηματικών ποσών ή φυσικών μεγεθών.

-Έχω κλατάρει απ' τη κωλοδουλειά Μπάμπη, δε πάει άλλο ρε.

-Εγώ σου 'χω πει να 'ρθεις να πουλάμε αυτά τα προϊόντα αλόης από Αμερική, να βγάζεις δυό χιλιαρικάκια νέτα, τακτοποιημένα το μήνα, δε θες.. Σου λέω είναι σαν πυραμίδα, αλλά δεν είναι, μη φοβάσαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει αρχίδια, ή μάλλον πιο συγκεκριμένα τον εκλεκτό μεζέ "αμελέτητα". Δόκιμη, πιστή μετάφραση του "mountain oysters" που χρησιμοποιείται σε βόρειες ΗΠΑ και Καναδά. Μια εξαιρετική περίπτωση αφού στα ελληνικά οι δύο λέξεις ριμάρουν δίνοντας έτσι δυνατότητα για πολλά παιχνιδίσματα.

Να σημειώσουμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι η ριμαδόρικη σλανγκ, ακριβώς αντίστοιχη των παραπάνω, είναι μέρος της λονδρέζικης διαλέκτου. Μερικά παραδείγματα (συγχωρέστε το αγγλικό) , bees and honey for money, adam and eve for believe, ace of spades for AIDS κτλπ. Οπότε κανείς χρησιμοποιεί το πρώτο στιχάκι αντί της κυριολεξίας.

Εναλλακτικά, στρείδια του βουνού, αν προτιμάτε τον πεζό λόγο.

-Πού σαι κυρ Βαγγέλη! Φέρε και μια βουνίσια στρείδια.
-Δε μ' λες.. Αθηναίος είναι τ' αξιούραγο ζαγάρ;...
-Αρχίδια θα πάρ'ς αν δε βήξ'ς κρούνα!


βουνίσια στρείδια

Got a better definition? Add it!

Published

Νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία, φρικάρω.

Τι λένε ότι έχει καλή φωνή, εγώ τον ακούω και κριντζάρω κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published

αυτός/ή που γαμιέται.

Από την αγγλική λέξη fuck και την κατάληξη -ee (=αυτός που είναι to αντικείμενο του αντίστοιχου ρήματος, π.χ. employee, payee)

Βολεύτηκε ο Νίκος, βρήκε φακή.

Got a better definition? Add it!

Published