Further tags

Ο ΩτοΡΙνοΛΑρυγγολόγος. Ο μυστηριώδης τύπος που επέλεξε να ασχοληθεί με την περίπλοκη αυτή περιοχή του ανθρώπινου σώματος. Από την κατηγορία των ιατρών που ποτέ δεν σου δίνουν να καταλάβεις τί πραγματικά έχεις. Εάν, δε, πεις την λέξη ωτορινολαρυγγολόγος πολλές φορές και γρήγορα, παθαίνεις ζημιά στο σύστημα αυτό και καταλήγεις στο Ωριλά πάραυτα.

- Έχω κάτι ζαλάδες τελευταία...
- Να πας στον ωριλά, μήπως και έχεις λαβύρινθο.
- Μπα, πήγα, και μου είπε να κάνω ανάλυση ούρων μήπως είμαι έγκυος.

γΩριλά (από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η ψυχολόγος, η ψυχαναλύτρια, η ψυχίατρος, η σύμβουλος κλπ.

Τά 'μαθες; Η Αλίκη χώρισε και τρέχει τώρα σε μια ψυχού να το ξεπεράσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική αναφορά στις ψήφους που οι ψηφοθήρες μαυρογιαλούροι διεκδικούν με άκομψες μέθοδες κι αθέμιτα καραγκιοζιλίκια.

1.
Όχι στις συμμαχίες για τα ψηφαλάκια (...) η ηγεσία του ΚΚΕ σημειώνει ότι όποια μορφή κι αν παίρνει η πολιτική συμμαχιών «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει το Κόμμα να απεμπολεί το πρόγραμμά του και να υιοθετεί ως δικό του πρόγραμμα το πλαίσιο συμφωνίας των κοινωνικών ή στην περίπτωση που είναι εφικτή των πολιτικών δυνάμεων».

2.
Εκλιπαρεί για ψηφαλάκια η Milf ~ «Νεκρή γλώσσα τα Αρχαία Ελληνικά» «Νεκρή γλώσσα» χαρακτήρισε τα Αρχαία Ελληνικά η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ διψασμένη για προβολή, Μαρία Ρεπούση, επισημαίνοντας ότι θα έπρεπε να είναι προαιρετικό μάθημα στο σχολείο για όσα παιδιά δεν επιλέξουν κλασικές σπουδές.

3.
Καταλαβαίνω πως ως πολιτικός ένα από τα καθήκοντα σας είναι και οι συλλογή «ψηφαλακίων» που θα έλεγε και ο Καφετζόπουλος στην ταινία «Πρώτη φορά νονός», αλλά υπάρχουν και όρια κύριε Πρωθυπουργέ. Ως άνθρωπος της πολιτικής επικοινωνίας καταλαβαίνω πως μία φωτό με κιπά δεν θα καθόταν καλά με τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής που τόσο θέλετε να προσελκύστε τώρα που η οργάνωση αυτή καταρρέει. Αναρωτιέμαι όμως αν πράγματι η ΝΔ και εσείς προσωπικά θέλετε τέτοια άτομα στο κόμμα σας και αν πράγματι ο αριθμός αυτών των ψήφων αξίζει την δυσαρέσκεια των απανταχού Εβραίων, όταν μάλιστα όλοι οι άλλοι ηγέτες που επισκέφτηκαν αυτών τον ιερό χώρο κάλυψαν το κεφάλι τους.

(από σφυρίζων, 15/10/13)(από σφυρίζων, 15/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (πληθ.) Τα πολύ μικρά γράμματα μιας γραμματοσειράς ή ενός γραφικού χαρακτήρα.

  2. Ο υπερβολικά τακτικός και οργανωτικός άνθρωπος. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό γίνεται επίθετο: «ψείρας» (αρσ. και για τα δύο φύλα)

  3. Το πολύ μικρού μεγέθους μικρόφωνο που τοποθετείται μέσα από το ρούχο ενός συνεντευξιαζόμενου και πιάνεται στον γιακά, ώστε να μην φαίνεται αλλά αυτός να ακούγεται καλά.

  4. (πληθ.) Τα ψιλά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, πολλά μαζί (συνήθως καμιά 60αριά) ώστε να σχηματίζουν γιρλάντα.

  1. - Ποιον έχουν καλεσμένο στο πάνελ σήμερα;
    - Δεν τον ξέρω.
    - Δεν έγραφε;
    - Και πού θες να διαβάσω εγώ αυτές τις ψείρες χωρίς γυαλιά;

  2. Ωραίος γκόμενος ο Αποστόλης αλλά πολύ ψείρας βρε παιδάκι μου, όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια για να μπορέσει να λειτουργήσει. Και άμα του το λες, απαντά «α, όλα κι όλα, είμαι τελειομανής, το ξέρετε». Ένας υποχόνδριος μαλάκας και μισός είναι.

  3. Χθες στα γυρίσματα έγινε μια κόμπλα άλλο πράμα. Πέθανα στα γέλια. Η κυρία Τομπαίζογλου φορούσε φουστάνι και για να περάσει την ψείρα έπρεπε να την βάλει από κάτω. Της είπε ο Τάκης να το κάνει μόνη της καλύτερα κι αυτή απάντησε «Όχι μωρό μου, βάλτο μου εσύ».

  4. Πάλι αγόρασες ψείρες γαμώ την οικονομική μου κρίση μέσα; Κάθε Χριστούγεννα αυτό το βιολί θα έχουμε;

βλ. και τον ορισμό του χρήστη perkins για συμπλήρωμα στο 4 του παρόντος ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετοχή μιας εταιρείας, στην χρηματοοικονομική διάλεκτο των αλογομούρηδων της Σοφοκλέους.

Τα «βαριά χαρτιά» (πχ μεγάλες τράπεζες, ΟΤΕ κλπ) υποτίθεται προσδίδουν σταθερότητα σε ένα χαρτοφυλάκιο (γράφε: πίτσες μπλε!) ενώ τα χαρτιά-σαπάκια ενέχουν υψηλότερο ρίσκο αλλά υπόσχονται καλύτερες αποδόσεις (γράφε: σε στέλνουν στο φτωχοκομείο μια ώρα αρχύτερα).

«Ασήμωσε να σε πω τα καλά χαρτιά» (Ρετρό άρθρο του ΒΗΜΑτος, 23 Ιανουαρίου 2000)

« Η οικονομική ευδαιμονία που έφερνε η αύξηση των μετοχών, τους έκανε να ξεχνούν ότι στην πράξη τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους είχαν αξία μόνο αν μετατρέπονταν σε πραγματικό χρήμα. Αλλά για ποιο λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο όταν με αυτά τα χαρτιά κέρδιζαν τόσα – εικονικά – χρήματα σε λίγες ημέρες, που η πραγματική τους εργασία δεν μπορούσε να τους τα αποφέρει σε πολύ μεγαλύτερο διάστημα;» (Το ΠΟΝΤΙΚΙ)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογράφος, στην ιατρική σλανγκ (περασμένων δεκαετιών), αποκαλείται ο ακτινολόγος.

Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η δουλειά του ακτινολόγου, ήταν να τοποθετεί τις πλάκες στο μηχάνημα και να προσέχει να μην κουνηθεί ο ασθενής. Μετά, εμφάνιζε τις πλάκες, πληρωνόταν και τις έδινε στον πελάτη. Δλδ. έκανε ό,τι και ένας φωτογράφος του '60.

Με την πάροδο του χρόνου και την τεράστια εξέλιξη της ακτινολογίας (εδώ και πολλά χρόνια μιλάμε και για παρεμβατική / θεραπευτική ακτινολογία), ο όρος έχει εκλείψει. Αλλά ακόμα και τώρα, μπορεί από κάποιον συνταξιούχο γιατρό, να ακούσετε την εξής φράση «φωτογραφία έβγαλες;», ή τον χαρακτηρισμό «φωτογράφος» για συνάδελφο ακτινολόγο.

- Ρε Παναγιώτη, τι να γίνεται εκείνος ο συμφοιτητής σου ο φωτογράφος...
- Σπουδαίος και τρανός. Καθηγητής πανεπιστημίου έχει φτάσει. - Κανονικός φωτογράφος ήταν. Δεν θυμάμαι να είχε κάνει ποτέ διάγνωση!
- Ναι, αλλά έκανε καλό γάμο. Με την κόρη του πρύτανη. Από κει και πέρα, βάζει τους φοιτητές και τους βοηθούς να βγάζουν το φίδι από την τρύπα...

(από electron, 16/10/10)Ακτινογράφε τράβα μια ακτινογραφία (από GATZMAN, 17/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified