Further tags

Γρήγορο πλύσιμο, που εστιάζεται στα σημεία του σώματος που πιάνουν μπίχλα και πιθανόν να ενοχλούν τους τριγύρω. Λύση ανάγκης, όταν ο ενδιαφερόμενος βιάζεται και δεν προλαβαίνει να προχωρήσει σε ολικό καθαρισμό.

Για τους άνδρες : ψωλή, αρκίδια, κώλος, μασχάλες, άντε και μούρη, ίσως και πίσω από τα αυτιά...

Για τις γυναίκες : μουνί, κώλος, μασχάλες.

Η προέλευση αυτονόητη. Απλά για την ιστορία, οι πουτάνες (πιο παλιά, και οι πιο σχολαστικές και ευσυνείδητες), μετά από κάθε πελάτη, έπλεναν τα γεννητικά τους όργανα, καθώς και τις μασχάλες, και πίσω στο καθήκον. Αυτή η διαδικασία, επαναλαμβανόταν πολλές φορές την ημέρα, αναλόγως βέβαια και με το σουξέ της κάθε πουτάνας. Έτσι, καθιερώθηκε η έκφραση αυτή (πληθ. της πουτάνας τα πλυσίματα) να χαρακτηρίζει το τοπικό και βιαστικό πλύσιμο.

- Μάνα έχει ζεστό νερό;
- Όχι, πρέπει να το ανάψεις.
- Δεν προλαβαίνω ρε μάνα. Θα πλύνω μασχάλες, θα ρίξω και κανα δυο λίτρα κολώνια, και νταξ...
- Εμείς γιόκα μου αυτά τα λέμε της πουτάνας τα πλυσίματα!!! Αλί σ' αυτούς που θα σε πλησιάσουν. Τώρα γύρισες από το μπάσκετ.
- Μην ανησυχείς, για ένα ποτάκι πάω εδώ γύρω.
- Ό,τι ξέρεις κάνε. Βαρέθηκα...

(από electron, 02/06/11)

βλ. και γαλλικό ντους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερωμένη (τύποις) άγαμου κληρικού (που ζει εκτός μοναστικού κοινοβίου), άκα αγαμιδίου. Ο όρος έχει παρόμοια εξέλιξη με το συνείσακτη και το λατινικό subintroducta. Δηλαδή επρόκειτο κατ' αρχήν για συγγενείς εξ αίματος του αγαμιδίου που ζούσαν μαζί του για να τον φροντίζουν, ωστόσο ο όρος εφθάρη καθότι εβέντουαλjυ την φροντίδα αυτή την ανέλαβαν και συγγενείς εκ σπέρματος. Η διαφορά είναι ότι ενώ το συνείσακτη είναι λόγιος και μάλλον επίσημος όρος που υπάρχει και στους κανόνες, λ.χ. στον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, και σημαίνει κυριολεκτικά την γυναίκα που συνεισάγεται στην οικία αγάμου κληρικού οποιαδήποτε σχέση και αν έχει μαζί του, το ανηψιά είναι πιο ανεπίσημο και λαϊκό και χρησιμοποιείται πιο κουτσομπολίστικα για να καυτηριαστεί ότι μια συνείσακτη δεν είναι πραγματική ανηψιά.

Πάσα: allivegp.

Γιατί μάτια μου να μην γίνω δεσπότης εγώ που την στεφανώθηκα κι έκανα κι έξι παιδιά, και να γίνει αυτός που την έχει ανηψιά;

(Εγγαμίδιον αφήνει την αιχμή του κατά αγαμιδίου).

Tristane Banon, παραλίγο ανηψιά του DSK (από Vrastaman, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μαγειρική αργκό για το αποτέλεσμα της κατάστασης όπου το φαγητό αρχίζει να καίγεται με συνέπεια να κολλάει, κατά κάποιο τρόπο, στο επίπεδο του πάτου της κατσαρόλας, λόγω έλλειψης υγρών, απουσίας ανακατέματος και υψηλής θερμοκρασίας στην εστία. Χρησιμοποιείται με προσωπική αντωνυμία σε γενική πτώση και κατά κόρον στο τρίτο ενικό του παρατατικού (παρ.1), αλλά και κάποιες φορές του υπερσυντέλικου (παρ.2).

Τα φαγητά αυτά συνήθως είναι φαγητά κατσαρόλας (π.χ. μπριάμι, γιαχνί, στιφάδο κ.ά.), σούπες που πρέπει να χυλώσουν (π.χ. φακές, ψαρόσουπα, γιουβαρλάκια κ.ά.) και διάφορα ριζότο (συμπεριλαμβανομένων σπανακόρυζου, λαχανόρυζου και πρασόρυζου).

Η κατάσταση αυτή είναι εύκολα αντιληπτή λόγω της χαρακτηριστικής μυρωδιάς. Κάποιες φορές το πρόβλημα μπορεί να λυθεί εν μέρει, αν σερβίρουμε φαγητό από την κορυφή της κατσαρόλας, χωρίς να αγγίξουμε καθόλου τον πυθμένα της, ενώ συμβαίνει πολύ συχνά όταν αποσπάται η προσοχή του εκάστοτε μάγειρα, από διάφορους εξωγενείς παράγοντες, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που το φαγητό έχει σχεδόν ετοιμαστεί.

Έτσι, σε οικιακό επίπεδο, συμβαίνει όταν η νοικοκυρά αναλύει με υπέρμετρο ζήλο τα της γειτονιάς στο τηλέφωνο ή όταν παρακολουθεί τον Χορχέ Αρμάνδο να πιάνει στα πράσα την Σοζίτα Ντολόρες με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, ενώ σε επαγγελματικό επίπεδο συμβαίνει όταν ο μάγειρας έχει να βγάλει κανα πεντέξι παραγγελίες ακόμα (και χρειάζεται τέσσερα ζευγάρια χέρια επιπλέον), ενώ παράλληλα, ανεξέλεγκτα πιτσιρίκια από την δεξίωση μπαινοβγαίνουν στην κουζίνα.

2. Σχετικά με το φαγητό επίσης, λέγεται όταν έχει επιτευχθεί η σωστή και ιδανική ποσότητα κυρίως αλατιού, αλλά και άλλων μπαχαρικών ή μυρωδικών όπως το πιπέρι, η ρίγανη κ.ά. Συνήθως έχει ύφος απόδοσης τιμών (σπεκ και τέτοια), ενώ δε περιοριζόμαστε στον παρατατικό ή τον υπερσυντέλικο αλλά μπορούμε να επεκταθούμε γενικώς (παρ. 3).

(Διατηρώ τις αμφιβολίες μου αν οι παρακάτω περιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν σλανγκ γι ' αυτό τις αναφέρω επιγραμματικά.)

3. α. Εννοώντας την πραγματοποίηση ή μη μιας ευχής. Π.χ.: «Αχ! Ένα αστέρι έπεσε! Μακάρι να πιάσει η ευχή μου...»

β. Αναφερόμενο σε επίτευξη βιδώματος σε σπείρωμα. Π.χ.: «Ε, δεν παίζει, έχει φαγωθεί το σπείρωμα! Μαλάκα δεν πιάνει με τίποτα!»

γ. Λέγεται επίσης για λήψη σήματος από τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δέκτη. Π.χ.: «Γιόκα μου, άντε κούνα λίγο την κεραία γιατί δε πιάνει καλά το Μέγα.»

(Έχει κι άλλα εδώ.)

  1. - Αγάπη μου! σου αρέσει το Κινέζικο; γιατί μου έπιασε το φαγητό.
    - Το οθωμανικό μου αρέσει, χέσε το Κινέζικο...

  2. - Και γιατί χωρίσανε βρε Κούλα;
    - Της είχε πιάσει το φαΐ και δεν το κατάλαβε, άκου τώρα!
    - Α πα πα! καλέ τι στρίτζος είν' αυτός!

  3. Μαλλλάκα! Και γαμώ τα παστίτσα, ε! Το έχει πιάσει και το αλάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβλαδόρικη έκφραση, που λέγεται ταυτόχρονα με το κλείσιμο του δικάπακου εξάπορτου, όταν εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτό ένα ή περισσότερα πούλια του αντιπάλου και ο αντίπαλος μένει μαγκωμένος κι ανήμπορος στη γωνίτσα του, ενώ ο εξαπορτούχος του σφίγγει σιγά-σιγά τον κλοιό, ώσπου να τον «φάη» εν τέλει.

Εξηγείται ότι πρόκειται μόνο για δικάπακο (δηλ. πόρτες-πλακωτό όπου χρειάζονται κατ’ ελάχιστον two to tango για να κάνεις «πόρτα», είτε με δικά σου πούλια είτε με ένα τουλάχιστον δικό σου κι ένα του αντιπάλου πιασμένο), διότι στο μονόκουκκο ή μονόπορτο παιγνίδι της «φεύγας», μπορείς να κάνεις εξάπορτο μεν, αλλά δεν μπορείς να «φας» τα πούλια του αντιπάλου.

Προφανώς αποτελεί παρομοίωση προς το στρίμωγμα του συμπαθούς –πλην πονηρού– ζωακίου στην φωλίτσα του, από κανά πιο ζόρικο ζώο. Άλλωστε κι άλλα ζώα π.χ. ο αστακός και το χταπόδι, όταν απειλούνται, χώνονται ολοένα και βαθύτερα στο θαλάμι τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να την πατάνε και να γίνεται ο τάφος τους. Ίσως όμως και να προέρχεται από την παροιμία «ο θάνατος της αλεπούς είναι της κότας ζήση».Ποιος μύτη;

Λέγεται και «θάνατος της αρκούδας», αλλά μάλλον πρόκειται για σύμφυρση με την αργκοτική έκφραση – ομπρέλα της αρκούδας = πάρα πολύ (π.χ. ξύλο, χώσιμο, γαμήσι, κρύο, ύπνος κλπ / βλ. και ιταλ. di brutto).

Έτσι και κάτσει όμως καμιά γκέλα στον εξάπορτο και αναγκαστεί να «τσακίσει» (δηλ. να χαλάσει το φρούριό του – έκφραση δανεική απ’ το βορειολλαδίτικο χαρτοπαίγνιο «μπουρλότ») και ν’ αφήσει δίοδο στον αντίπαλο, τότε ο τελευταίος την πουλεύει ψέλνοντας με χαρά το «Αναστάς ο Ιησούς» κλπ (μέρες που είναι)...

- Τώρα θα φέρω τις εξαιρετικές (Σ.Σ. εξάρες) μου, να την κάνω από δωμέσα!
- Ασσόδυο σου κάνει;
- Ωωωωχχχ! Δε με βλέπω καλάααα!
- Ώπα της, διόδια (Σ.Σ. διπλές)! Δυο στο πεντάρι και δυο στο εξαράκι σου. Ετοιμάσου τώρα για τον θάνατο της αλεπούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε καθαρά επαγγελματικό κόντεξτ, ως δημοσιοσχεσίτης καλείται ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μίας επιχείρησης, δηλ. αυτός που είναι υπεύθυνος για τη δημόσια εικόνα που αυτή επιθυμεί ή επιχειρεί να προβάλλει προς τα έξω.

Σε πιο αργκοτικό κόντεξτ, ο χαρακτηρισμός δημοσιοσχεσίτης χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που με το πρόσχημα της κοινωνικότητας προσπαθεί να τα έχει καλά με όλους, με απώτερο σκοπό την αυτοπροβολή του, είτε για λόγους καθαρά εγωισμού, εγωπάθειας κλπ συναφή, είτε για λόγους ευρύτερης δικτύωσης και τυχοδιωκτισμού, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους.

Ως εκ τούτου, ο δημοσιοσχεσίτης μπορεί να είναι φαινομενικά γενναιόδωρος, ευγενικός, κοινωνικός, χαβαλές αλλά την ίδια στιγμή να είναι και ρουφιάνος, δουλοπρεπής, καλοθελητής, κολαούζος, αυλοκόλακας και ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί να τον εξυπηρετήσουν σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.

Παραδείγματα τέτοιων ατόμων υπάρχουν σε όλες τις εκφάνσεις και τα επίπεδα του κοινωνικού βίου.

Συνώνυμο: Καλοχαιρέτας, Βουλευτής Καλοχαιρέτας.

1.Οι πολιτικοί έχουν μεγαλώσει μαθαίνοντας πώς να κερδίζουν την αγάπη του κόσμου και πώς να βγάζουν φράγκα. Είναι δημοσιοσχεσίτες. Πιστεύετε ότι ένας δημοσιοσχεσίτης θα είναι ποτέ ειλικρινής ή θα αποφασίζει για το καλό του συνόλου; (Εδώ)

  1. Η άνοιξη σας βρίσκει σκεπτικούς αλλά σε λίγο θα είστε και πάλι οι γνωστοί πολυλογάδες δημοσιοσχεσίτες που όλοι ξέρουμε και (σχεδόν όλοι) αγαπάμε. (Εκεί)

  2. Προφανώς για να αντισταθούμε. Απέναντι σε τι και σε ποιούς ίσως και να μην μας ενδιαφέρει. Τα κεκτημένα του καθενός πρέπει να μένουν απαραβίαστα. Από τη μία δούλοι, υποταγμένοι, αρριβίστες, ρεβεράντζες κ.ο.κ., από την άλλη εμφανίσιμοι, δημοσιοσχεσίτες εξεγερμένοι, γνωστοί και περιζήτητοι σε μπαρ, γκόμενους/ες, χώρους δουλειάς και συνελεύσεων. Αγωγοί της καθυπόταξης και πρώτοι στα μνημόσυνα όσων αληθινά αγωνίστηκαν «χωρίς καβάντζα ή ματαιοδοξία» καμιά. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Τα κάτσε στην F-Laplace, και χλάαατς στην F-Laplace (προφέρεται: εφ λαπλάς) με ταυτόχρονη την επίδειξη του κωλοδάχτυλου υπονοούν πως κάποιος, πάνω στην (ή παρά την) προσπάθεια να κάνει κάτι, τα γάμησε τη μάνα, τα ‘χεσε μ’ αποτέλεσμα να[/I] την πιεί, να του ‘ρθει το τσιβί στον κώλο να καρφωθεί σαν πούστης, να πάθει μεγάλη νίλα, να υποστεί μέγιστη ταπείνωση, να [I]του τη φέρουν από πίσω και όλα τα αντίστοιχα.

Απευθύνεται προς τον παθόντα με χαιρεκακία, στυλάκι: εγώ σου τα ‘λεγα, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;, τα ‘θελε ο πάτος σου και τα σχετικά.[/list]

Κλασική λυκειακή σλαγκιά εμπνευσμένη από τον «κανόνα των τριών δακτύλων του δεξιού χεριού» που εφαρμόζουμε όταν θέλουμε να βρούμε τη φορά της δύναμης Laplace η οποία εμφανίζεται όταν ένας αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα βρίσκεται μέσα σε μαγνητικό πεδίο.

Κρατήστε τον αντίχειρα, το δείκτη και τον μέσο (κοινώς κωλοδάχτυλο) του δεξιού σας χεριού όπως κάνουν τα παιδιά όταν θέλουν να παραστήσουν πως κρατάνε ένα όπλο (κάθετα το κάθε δάχτυλο στα άλλα δυο: βλ. μήδι).

Αν ο αντίχειρας δείχνει τη (συμβατική) φορά που έχει το ρεύμα που διαρρέει τον αγωγό και ο δείκτης δείχνει τη φορά των δυναμικών γραμμών του μαγνητικού πεδίου τότε τη φορά της δύναμης Laplace (F) τη δείχνει το... κωλοδάχτυλο οπότε και εξού!!

Από τους μνημονικούς κανόνες που έφεραν σε αμηχανία πολλούς καθηγητές Φυσικής στην προσπάθεια τους να εξηγήσουν τις αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού σε ορμονικά διαταραγμένους εφήβους κι έδωσε σε άλλους πιο προχώ την ευκαιρία να τις εντυπώσουν, έστω επιφανειακά, σε ανεπίδεκτους ως προς τέτοιου είδους... φυσικά φαινόμενα μαθητές τους.

2. Όμως ο μεγαλοφυής Pierre-Simon, marquis de Laplace (1749 – 1827) είναι ο εμπνευστής και των περίφημων, στα σινάφια μαθηματικών και φυσικών, «μετασχηματισμών Laplace» που οι γνώστες τους διατείνονται πως διευκολύνουν τα μάλα στην επίλυση γραμμικών διαφορικών εξισώσεων. Οι υπόλοιποι νοιώθουν την ομώνυμη δύναμη να τους χτυπά την πίσω πόρτα.

Εξού λοιπόν τα: τράβα / κάτσε / εφάρμοσε / φερμάρησε (της) έναν Laplace (να ξεμπερδεύεις / ξενοιάσεις) και τα παρόμοια που κυριολεκτικά υπονοούν την πουτάνα... εξίσωση και μεταφορικά... τα πάντα όλα αφού οι συνδυασμοί είναι ατελείωτοι:

  1. –Πω ρε πούστη μου τσαλάκα!! -Γάμησέ τα. Ό,τι μαλακία και να του πω θα με γαμήσει ανάποδα. -Ξύδια και φιγούρες γούσταρε ο γκαζοφονιάς. Κάτσε τώρα στην F-Laplace και μόκο!!

  2. –Μμμ, ναι…καλά – καλά. Θα σε πάρω ‘γω.
    -Χαχαχα.
    -Τι γελάς ρε μαλάκα;
    -Πάρτην ντε!! μόνο λόγια!! Χαχα!!
    -Δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις; λέω ‘γω!
    -Εκείνη η γαρίδα η ..Πάτη πάλι;
    -Θέλει να διαβάσουμε ΜΜΦ-2 μαζί. Έχει απορίες λέει.
    -Βρε φερμάρησ’ την έναν Laplace να την ξεμπερδέψεις την κοπέλα!-Λες ε;

  3. Συγκαλυμμένη χρήση και εδώ

Ο μνημονικός κανόνας των 3 δακτύλων του δεξιού χεριού (από sstteffannoss, 06/03/11)Ο μνημονικός κανόνας των 3 δακτύλων του δεξιού χεριού (από sstteffannoss, 06/03/11)Εκπαιδευτικό βινεομήδι - πείραμα για αγγλομαθείς. Προσφορά στη δια βίου μάθηση. (από sstteffannoss, 06/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συμπαθές, μικροκαμωμένο πλην νοστιμότατο τρωκτικό, που αποτελεί ανέκαθεν στόχο κυνηγών, ήρωα πλήθους παραμυθιών, ανεκδότων, γνωμικών κι εκφράσεων, καθώς και κινέζικο ζώδιο που, παρεμπιπτόντως, θα κυβερνά για ένα χρόνο απ’ τον επόμενο Φλεβάρη.

Ετυμολογικά ίσως από το «λαγωός»: με χαλαρά αυτιά (λαγαρός + οὖς).

Γνωστότατα τα:

  • βγάζω/βρίσκω/πιάνω/χτυπώ λαγό: φέρνω καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, έχω απρόσμενη σε μέγεθος επιτυχία, μου τυχαίνει σημαντική ευκαιρία, κάνω σημαντική ανακάλυψη.
  • βγάζω/τραβώ λαγό απ’ το καπέλο: παρόμοιο με το «βγάζω/πετάω άσσο απ’ το μανίκι» ή και κατά το «έκανε πάλι τα μαγικά του». Σημαίνει «ανατρέπω προς όφελός μου/σώζω μια κατάσταση» που φαινόταν χαμένη/τελειωμένη χρησιμοποιώντας κάποιο τέχνασμα ή κάποιο κρυφό ατού, εν είδει ταχυδακτυλουργού, τη στιγμή που κανείς δεν το περίμενε.

    Επίσης, τα σχετικά με τη περίφημη δειλία του λαγού:

  • γίνομαι λαγός: από το φόβο μου την κάνω / εξαφανίζομαι τρέχοντας (και έμμεση αναφορά στην ταχύτητα του λαγού),

  • λαγουδόκαρδος: για τον φοβητσιάρη,
  • κι ο έτερος ορισμός – μομφή για τους οπαδούς του τριφυλλιού από τους αιώνιους αντιπάλους τους.

    Επίσης τα σχετικά με το μέγεθος του λαγού:

  • το εξαίρετο λαγογαμίστρα: για μικρά οικήματα, γαμιστρώνες,

  • και το προφανέστατο πούτσα από λαγό.

    Ήδη στο σάη οι εκφράσεις:

  • τάζει λαγούς με πετραχείλια: για κάποιον που υπόσχεται πράγματα αδύνατο να πραγματοποιηθούν,

  • άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες: για κάτι που ακούσαμε αλλά θεωρούμε αδύνατο να γίνει,
  • λαγός την φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του: για κάποιον που κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες της απερισκεψίας του/που προκαλεί την τύχη του.

    Η δική μου συνεισφορά:

Από τ’ αθλητικά σινάφια και ειδικότερα αυτά των αγωνισμάτων δρόμου:

  • Έστω δυο δρομείς. Ο Α κι ο Β. Ο Α έχει τα κότσια να σπάσει το ρεκόρ, ο Β όχι. Ο Β δεν είναι πάντα ξεφτίλας· μπορεί να τερματίσει και σε μια αξιοπρεπή θέση, αλλά σίγουρα όχι πρώτος. Μπορεί όμως να πουσάρει τον Α να αγγίξει ή και να ξεπεράσει το όριο των δυνατοτήτων του, βοηθώντας τον (ηθελημένα ή και άθελα) να σπάσει το ρεκόρ ως εξής: κατά το πρώτο μέρος του αγωνίσματος μπαίνει επικεφαλής ο Β και τα δίνει όλα. Τρέχει στο μέγιστο, «τραβώντας» και τον Α, ώστε να τρέξει κι αυτός στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Ο Α κυνηγά/βρήκε (το) λαγό που χρειαζόταν. Όταν στο τελευταίο κομμάτι του αγωνίσματος ο Β τα φτύσει (γιατί δεν έχει τα κότσια να κρατήσει τον ρυθμό του), ο Α (που τα έχει) θα τον προσπεράσει (πολλές φορές με εμφανή άνεση) και θα τερματίσει πρώτος, σπάζοντας (ενίοτε) και το ρεκόρ (ατομικό ή όποιο άλλο). Στην ουσία ο λαγός «άνοιξε δρόμο» σ’ αυτόν που ερχόταν πίσω του και φαινόταν να τον κυνηγά.
  • Τα κάνει το λαγό σε κάποιον/κάτι, είναι λαγός για κάτι χρησιμοποιούνται και εκτός σταδίων, με την έννοια «ανοίγει δρόμο σε κάποιον ή κάτι»/«προαναγγέλλει κάτι»/«βγάζει είδηση». Τέτοιο ρόλο παίζουν κλασικά δημοσιογράφοι με άρθρα ή εκπομπές τους (σχεδόν καθημερινά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη) ή και πολιτικοί (ακόμα και μεγάλου βεληνεκούς) με δηλώσεις τους, ώστε να ανοίξουν δρόμο σε πολιτικές, αποφάσεις ή και νομοσχέδια που σίγουρα δεν θα πολυαρέσουν σε μερίδα των πολιτών.

    Στα σινάφια των στριπτιτζάδικων:

  • Ο πελάτης-θύμα που καψουρεύτηκε κάποιο απ’ τα κορίτσια και ξηλώνεται για χάρη της (κερνώντας αβέρτα, ανοίγοντας μπουκάλια σαμπάνιες για το εφέ κι ό,τι άλλο) χωρίς ανταπόκριση και φυσικά ...κοκό.Ενίοτε ακούγεται είτε σαν σφόλι, είτε σαν παράπονο το: «φέρε και κανένα καροτάκι» ή και το: «για λαγό με πέρασες μωρή;»

Οι επενδυτές συνεχίζουν να δίνουν στο ευρώ το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Ωστόσο, και καθώς η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγεται στις Βρυξέλλες, πολλοί επενδυτές αρχίζουν να χάνουν την ψυχραιμία τους. Εκτός κι αν οι ηγέτες της Ε.Ε. βγάλουν έναν πολύ πειστικό... λαγό από το καπέλο τους, το μέλλον του νομίσματος θα θεωρηθεί για μία ακόμη φορά αμφίβολο.
(απ’ το δίχτυ)

Α.i. Ενσωματωμένο στον ορισμό (αναζητώ βιντεομήδι αλλά γιοκ)

Α.ii.α. «Η «Κάρτα Αγορών» αποτελεί τον λαγό για την «Κάρτα του Πολίτη»;»
(απ’ το δίχτυ)

Α.ii.β. Η κ. Παπαρήγα αναφέρθηκε και στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, τον οποίο χαρακτήρισε «λαγό», είτε αφορά το Αιγαίο, είτε το χρέος. «Δεν είναι προσωπική του επιλογή. Την ώρα που εσείς ισχυρίζεστε ότι οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις είναι σε καλό δρόμο, επίσημα βγήκε και είπε πως η υφαλοκρυπίδα φτάνει μέχρι τα 200 μέτρα βάθος, που αποτελούν το 15% μόνον των διεθνών υδάτων του Αιγαίου άρα το υπόλοιπο το αφήνει στο χώρο των λεγόμενων γκρίζων ζωνών», απηύθυνε προς τον πρωθυπουργό.
(χθεσινό, απ’ το σύνολο των ΜΜΕ)

Β. – Κι άλλο μπουκάλι ρε καρντάση; Για τη Σούλα;
- Σούζι είπαμε!!
- Ρε μαλάκα σ’ έχει για φάγωμα!! - Λέγε ό,τι μαλακία θες. Υπάρχει χημεία κάργα.
- Ναι ανόργανη!
- Δε μας γαμάς; Για τσολιά στ’ αρχίδια μας!
- Μωρό! Φέρε και κανένα καροτάκι μπίο για τον κύριο.
- Με λες λαγό ρε;
- Εγώ; Αυτή κι οι φίλες της σε φωνάζουν Μπαξ. Τυχαίο; Δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από το γαλλικό vampire αλλά η ετυμολογία του δεν είναι ξεκάθαρη (κάποιοι το φτάνουν στο Τατάρικο ubyr: «μαγεύω» κι άλλοι στο Σλάβικο pij: «πίνω» που μπορεί να έχει κι ελληνική προέλευση ή και από πρωτο-ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει «πετώ».)

Ενώ η ίδια η λέξη χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο των βρικόλακας και αιμ(ατ)ορουφήχτρα σαν πιο εύπλαστη αποτελεί τη μήτρα των: βαμπ, βαμπίρι, βάμπιρος, βάμπιρας, βαμπιρέλ(λ)α, βαμπιρέλος, βαμπιρίζω, βαμπιράκι, βαμπιρίνα, βαμπιρικός, βαμπιρισμός, βαμπιροφονιάς, βαμπιρολογία κι ενός σωρού άλλων σύνθετων.

Κυριολεκτικά σημαίνει:

  • Ένα Νοτιο-αμερικάνικο είδος αιμοβόρου νυχτερίδας,
  • το μυθολογικό εκείνο νυχτόβιο ον (νεκροζώντανος ή απέθαντος άνθρωπος ή υπερφυσική οντότητα) που απομυζεί την élan vital των θυμάτων του (κυρίως απομυζώντας το αίμα τους αλλά όχι μόνο). Κάτωχρο, με ανεπτυγμένους πλην αποκρυπτόμενους κυνόδοντες, με υπερφυσικές ικανότητες, αισθήσεις και δυνάμεις, αλλά και ιδιάζουσες υπερευαισθησίες, στη σημερινή του μορφή (εντόνως σεξουαλικό), αποτελεί απόγονο της λαϊκής κουλτούρας των Βαλκανικών λαών αν και συναντάται στις λαϊκές δοξασίες παγκοσμίως αποτελώντας έμπνευση για κάθε είδους έργο τέχνης.

Όσο για τα χαρακτηριστικότερα παράγωγα:

Η βαμπ είναι όρος που προέρχεται από τους κριτικούς κινηματογράφου και τα κινηματογραφόφιλα σινάφια (σύντμηση του αγγλοαμερικανικού vampiress: θηλυκό βαμπίρ).

Περιγράφει μια έκδοση της femme fatale σαν μια αισθησιακή πλην σκληρή, πλανεύτρα γόησσα που καταστρέφει χωρίς ενδοιασμούς (κυρίως οικονομικά και ηθικά) με την ακαταμάχητη σεξουαλική σαγήνη της τους άντρες που πέφτουν στα νύχια της.

Στη σημερινή εποχή της απομυθοποίησης και της αποθέωσης του ξέκωλου, χρησιμοποιείται και σαν ενδυματολογικός όρος που αφορά στην εμφάνιση κάποιων που πολύ θα ήθελαν να είναι, αλλά απέχουν κάτι έτη φωτός ακόμη κι απ’ τα δαχτυλιδάκια καπνού της Gilda.

Για όσες «τους τρώνε όλα τα δαχτυλίδια και τους έχουν να κοιμούνται στα σανίδια» υπάρχει το «βαμπίρ» σκέτο χωρίς την άλω της βαμπ.

Το βαμπιρέλα προέρχεται το ομότιτλο κόμικ όπου ηρωίδα ήταν μια σέξι βρικολακίνα. Σήμερα μαζί με το βαμπιρέλος χρησιμοποιούνται σαν δηλωτικά του φύλλου ενός βαμπίρ συνήθως με μια σατυρική, υποτιμητική κι απαξιωτική χροιά για τους ήρωες σχετικών ταινιών.

Παρεμπιπτόντως: αν και η σεξουαλικότητα των βαμπίρ ξεχειλίζει, δε σημαίνει πως είναι και σαφώς καθορισμένου είδους στυλάκι «αίμα να ‘ναι κι απ’ όπου να ‘ναι» κατά το «τρύπα να ‘ναι κι όπου να ‘ναι».

Το βαμπιρίζω σημαίνει (i) ξαγρυπνώ / βρικολακιάζω αλλά χρησιμοποιείται πολύ λιγότερο, (ii) συμπεριφέρομαι / ντύνομαι / βάφομαι σαν βαμπίρ και αφορά συνήθως τους νεαρούς λάτρεις της σχετικής παραφιλολογίας που απολαμβάνουν και μέσω κινηματογράφου και τηλεόρασης, (iii) (σαν μεταβατικό) σημαίνει την δράση του βαμπίρ σε κάποιο... θύμα τόσο κυριολεκτικά(!) όσο και μεταφορικά σαν εκμεταλλεύομαι / απομυζώ / ρουφάω.

Μεταφορικά όπως και το «βρικόλακας» σημαίνει αυτόν:

  • που ξαγρυπνά (μπορεί και συστηματικά αλλά όχι απαραίτητα υποφέροντας από αϋπνία),
  • που νυχτοπερπατά περιφερόμενος άσκοπα,
  • που δουλεύει βράδυ ή νυχτερινή βάρδια, που χτυπά σερί γερμανικά,
  • που εκβιάζει ή εκμεταλλεύεται κάποιον άλλον.

Πιο σλαγκικά:

  • (σε σινάφια «μετα / παρα -φυσικά» / εσωτεριστικά) «βαμπίρ» / «βαμπίρια» (αυτοαπο)καλούνται οι οπαδοί διαφόρων δοξασιών που έχουν να κάνουν με έναν τρόπο ζωής (από αντίληψη των πραγμάτων μέχρι εμφάνισης και κουλτούρας) σχετικό με τη βαμπιρολογία και το βαμπιρισμό,
  • (από τους αιμοδότες) οι αιμολήπτες νοσοκόμοι (βλ τον ορισμό του GATZMAN εδώ),
  • τους δημοσιογράφους και τα τηλεοπτικά κανάλια που τρέχουν όπου αίμα για να πουλήσουν θέαμα και πόνο χειραγωγώντας με τρομοκρατία ή μελόδραμα το κοινό.
  • αυτόν που παραμένει σε μια θέση / πόστο (συνήθως εξουσίας οποιουδήποτε είδους) παρά το περασμένο της ηλικίας του και για πάρα πολλά χρόνια, εμποδίζοντας τους νεώτερους και τους νεωτεριστές προς όφελος (συνήθως οικονομικό και νομής εξουσίας) ενός οπισθοδρομικού κατεστημένου – προσωπικής αυλής. Πολύ κοντά στο δεινόσαυρος. Ειδικότερα: «βαμπίρ / βρικόλακας της πολιτικής» αποκαλείται ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (βλ μήδι εδώ κι εδώ). [Πρωτοδημοσιεύτηκε σε άρθρο του Δελαστίκ στο «Πολιτικό Καφενείο» στις 06/11/2008] Κι επειδή αμαρτίες γονέων παιδεύουσει τέκνα, η Ντόρα αποκαλείται «βαμπιρέλα»,
  • οι τοκογλύφοι (ανέκαθεν και σε πολλές γλώσσες), οπότε σαν εξέλιξη σήμερα: οι παντός είδους εκπρόσωποι του οικονομικού κατεστημένου δηλαδή αφεντικά και πλουτοκράτες, οι τράπεζες και λοιποί κερδοσκόποι, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΚΤ, κ.ά.), οι πολυεθνικές εταιρίες (π.χ. πετρελαϊκές), οι εκπρόσωποί τους (τροϊκανοί, κυβερνήσεις και καθεστώτα όχι απαραίτητα εμφανώς δικτατορικά), οι αντιπρόσωποι και τα εκτελεστικά τους όργανα (εφορείες, κλπ) κι όσοι εμμέσως στηρίζουν το όλο οικοδόμημα (ΜΜΕ, μπλογξ κ.ά).

(Μια σημείωση: Ο Ανδρουλάκης στο βιβλίο του «Gap: Βαμπίρ και κανίβαλοι» (2004) χαρακτηρίζει έτσι τη γενιά των baby boomers. Καθ’ ημάς πρόκειται για τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ότι χρησιμοποιείται είναι γεγονός, αλλά διατηρώ επιφυλάξεις ως προς το ευρύ της χρήσης και κατανόησής του όπως και της μελλοντικής πορείας του σαν σλαγκ καθ’ αυτού. Για να μην παρεξηγηθώ ως προς το σλαγκικό: Για μένα είναι φανερό πως υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του «βαμπίρ»: τοκογλύφος (σχεδόν δόκιμο) και του «βαμπίρ»: διαπλεκόμενος (αν μη τι άλλο) μπλογκίστας. Εξάλλου πρώτος ο François Quesnay (1694 –1774) παραλλήλισε την κυκλοφορία του χρήματος με αυτήν του αίματος, ενώ σήμερα αναλύεται οικονομολογικά ο βαμπιριστικός / παρασιτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού και η Goldman Sachs αποκαλείται «βαμπίρ των αγορών» σχεδόν απ’ όλους. Προφανώς, η αργκό έχασε έναν όρο της που τον κέρδισε η υπόλοιπη γλώσσα ενώ παράλληλα απλώνεται σε άλλα παρεμφερή πεδία - εξού κι ο πλούτος του λήμματος).

  • κράτη που αιματοκυλούν λαούς ολόκληρους (π.χ. Ισραήλ)
  • (σε σινάφια ασθενοφόρων, τροχαίας, αστυνομίας) τα άτομα εκείνα που ελκύονται από το μακάβριο και υπνωτισμένα παρατηρούν (ή και σχολιάζουν) με αρρωστημένη λαγνεία τραυματίες ή και πτώματα σε τόπους ατυχημάτων (π.χ. κάποιοι απ’ όσους μαζεύονται γύρω από τρακαρισμένα αυτοκίνητα ντεμέκ μήπως μπορέσουν να βοηθήσουν ή κάποιοι απ’ τους επισκέπτες της εξαιρετικής μεν απρόσμενα υπερπετυχημένης δε έκθεσης ανατομίας «Bodies»).

Να τονίσω πως σε πλείστες περιπτώσεις θα μπορούσε να χρησιμοποιείται χαλαρά το βρικόλακας ή και τα δράκος και λάμια αλλά νομίζω πως είναι προφανές πως υπάρχει αγγλοαμερικανική επιρροή στο όλο φαινόμενο.

  1. «…Πραγματικά πιστεύεις ότι μπορείς να καταργήσεις το θάνατο, με την συμμετοχή σου σε κάποιο δαιμονικό σχεδιασμό; Ίσως να σε ‘καναν να πιστεύεις ότι μπορείς να το αποφύγεις. Απ' ότι ξέρω στα βαμπίρια έτσι λένε. Αλλά πες μου γνώρισες κάποιον να ξέφυγε; Ακόμη κι εμείς που ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε και προσδοκούμε ανάσταση νεκρών…»

  2. «..Εάν ασχολείται με τον εσωτερισμό, τη μεταφυσική κ.α. είναι σε θέση να ξεχωρίσει τους αόρατους συντρόφους - οδηγούς από τα ενεργειακά βαμπίρ, παντός τύπου. Ο άνθρωπος που δεν έχει αντιστάσεις, δεν είσαι σε θέση να το κάνει αυτό, με αποτέλεσμα να αφήνει να εισχωρούν στη ζωή του οντότητες οι οποίες λειτουργούν αρνητικά απέναντί του, τον καθοδηγούν και τον βαμπιρίζουν. Είναι η κλασική περίπτωση των ψυχασθενών, που τους ακούμε να ομιλούν μόνοι και να δρουν μη φυσιολογικά...»

  3. «Λίγο, τους λέω, γιατί σας ξέρω καλά εσάς του αιματολογικού, στην πραγματικότητα είστε βαμπίρια, και μετά τις εξετάσεις κάθεστε και τα πίνετε! Γέλασαν πολύ τα βαμπίρια. Αλλά δεν με λυπήθηκαν. Μου το πήραν το αιματάκι μου (…) Ευχαριστώ και (…). τα παιδιά στο βαμπιρολογικό, τους ακτινολόγους και όλους τους εργαζόμενους που παρά τον πολύ κόσμο και τις καθυστερήσεις, (…) μας έκαναν να αισθανθούμε άνετα….» (αιμοληψία στο ΑΧΕΠΑ)

  4. «…τα κανάλια που χρόνια παρακαλάμε να δείξουν κανένα αγώνα τώρα θυμήθηκαν τους αγώνες μόνο και μόνο για να αποδείξουν πάλι τι βαμπίρ είναι...»
    (αναφέρεται σε ατύχημα με νεκρό ανήλικο, σε πίστα αγώνων)

  5. «…Εάν γινόταν μία εθελουσία έξοδος τώρα, ας πούμε με καλούς όρους, όσοι θα φεύγανε θα ήταν οι απογοητευμένοι (εμού συμπεριλαμβανομένου) και οι καλοί. Τα βαμπίρια θα μένανε εκεί ακίνητα ή αν φεύγανε θα δημιουργούσανε συνθήκες απολύτου ελέγχου...» (αναφέρεται στην ηλικία συνταξιοδότησης μελών ΔΕΠ)

  6. «…Επίσης, επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πεθάνει, αυτό το βαμπίρ προσπαθεί να αλλάξει και την ιστορία της Αποστασίας του 1965...»

  7. -«Ν. μην το παρακάνεις με τους χαρακτηρισμούς· στο φινάλε η Ντόρα ήταν αξιοπρεπέστατη χτες στην ήττα της. Μακάρι να ήταν όλοι έτσι και να μην έψαχναν δικαιολογίες στις ορδές των νεφελίμ.
    -Φίλε Ν., με φειδώ τα κοπλιμάν στη βαμπιρέλα. Η ανωτερότητα και το σπόρτινγκ σπίριτ ενέκυψαν αίφνης ψες…» (Σχολιάζουν της στάση της Μπακογιάννη μετά τα λυπηρά γι’ αυτήν αποτελέσματα των εσωκομματικών εκλογών)

  8. «Α!, τώρα τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας θα σκούξουν ότι κι ο Ασάνζ είναι… δεξιός. Κακή χρονιά γεμάτη θανατικό, καρκίνο κι άπειρες μεταστάσεις εύχομαι στους banksters, στον ΓΑΠ, στη συμμορία του, στο ΔΝΤ και σ’ όλα ανεξαιρέτως τα λαμόγια….» (Αναφέρεται στην εκδικητικά βιτριολική τρίλια του Julian Assange για την Bank of America, ξεσκεπάζοντας ειρωνευόμενος όσους θεωρεί πως εξυπηρετούνται απ’ τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας).

  9. «Ο Αρχιεπίσκοπος Οργανισμού Λαμπράκη και Τέως Ελλάδος εξακολουθεί ανερυθρίαστα να προκαλεί. Την μια συγχρωτίζεται με τα βαμπίρ του τόπου σε ανθρωπιστικά galla σε ναούς και νοσοκομεία (oh, how sweeet...) ή εμφανίζεται εκτάκτως σε δηλώσεις συμπαράστασης σε έναν εφοπλιστή που απήχθη, και ….»

  10. «Είναι προφανές ότι αυτή τη γενιά τη προορίζουν για σουβλατζίδικα και McJobs. Έχουν πέσει τα βαμπίρια στα λεφτά και δε μένει τίποτα για υποδομές προς τη νέα γενιά….»

  11. «Η βουλή προσκυνά τα «βαμπίρ» της τρόικας... Στρος-Καν και Όλι Ρεν θα μιλήσουν με όλες τις τιμές για να πείσουν ότι η «κατοχή» που μας επέβαλαν θα μας σώσει.»
    (Τίτλος κι υπότιτλος πρώτης σελίδας εφημερίδας)

  12. «Ο Νεοφιλελευθερισμός και η Σχολή του Σικάγο ηθικοί αυτουργοί αυτής της τρέλας, πέθαναν στις 15-09-2008 με την κατάρρευση στην Αμερική της Lehman Brothers. Στην Ευρώπη και στην Αμερική όμως, τριγυρνάνε ακόμα βαμπίρ και απειλούν να βάλουν ταφόπλακα στα Εθνικά μας Κράτη…»

  13. «…Στην ίδια γραμμή ο καραγκιόζης του ΙΟΒΕ με τις μελέτες του κώλου περί “ανοίγματος επαγγελμάτων και αύξησης του ΑΕΠ”, αλλά και η βαμπιρίνα Ξαφά [πρώην στέλεχος του ΔΝΤ] (την οποία σημειωτέον ξεφτίλισε κανονικότατα και με το γάντι χθες ο Βαρουφάκης στο Σκάι)»

  14. «…Μας νοιάζουν όλοι αυτοί που δεν αντέχουν άλλο να τους πίνει το αίμα η γενιά των γονιών μας, η γενιά των σημερινών εξηντάρηδων πάνω κάτω, που βαμπιρίζουν γαντζωμένοι στην καρέκλα ενώ ξέρουν πως ο χρόνος τους τελείωσε. Baby boomers ή θρυλική Γενιά του Πολυτεχνείου, δεν υπολόγισαν συλλογικά τις επόμενες γενιές. Έκαναν την Παιδεία μας κενό γράμμα. Άδειασαν τους κουμπαράδες των Ταμείων. Σπατάλησαν, μόλυναν, και τώρα έχουν και το θράσος να μιλούν για απείθαρχους, ατίθασους νέους ή κουκουλοφόρους…»

  15. «…Τα βαμπίρ [εννοεί τους Ισραηλινούς] ετοιμάζονται να ανοίξουν το φρέαρ της αβύσσου. Το θέμα είναι να μην εμπλέξει το Έθνος μας ο λούστρος των ραβίνων σ’ αυτή την τελετή…» (αναφέρεται στον δήθεν επαπειλούμενο πόλεμο στη Μ. Ανατολή)

(Όλα από το δίχτυ)

  1. Ακούς; Δώσε σήμα στους πυροσβέστες και το ΕΚΑΒ. Να ξέρουν: Δυο στο τιρ τρεις στο πεζώ. Ο ένας οδηγός τη βγάζει δε τη βγάζει. Στείλε κάνα δυο ακόμη για την κυκλοφορία. Ναι, άρχισαν μαζεύονται και τα βαμπίρια. Γαμώ το φελέκι μου, άρχισαν τις φωτογραφίες!! Όβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified