Further tags

Στην κιθαριστική ζαργκόν, πρόκειται για την ελλειπτική συγχορδία που αποτελείται από ένα διάστημα καθαρής πέμπτης και πιθανόν και οκτάβας (συνεπώς, καθαρής πέμπτης και καθαρής τετάρτης), για παράδειγμα, μι-σι ή μι-σι-μι, και παίζεται κατά κανόνα στις μπάσες χορδές. Η συγχορδία λέγεται και πάουερ κορντ (power chord), απευθείας από τα αγγλικά.

Οι πέμπτες, όπως και η σους, έχουν ουδέτερο ήχο, με την έννοια ότι δεν είναι ούτε μείζονα ούτε ελάσσονα συγχορδία εφόσον λείπει το διάστημα τρίτης. Σε αντίθεση όμως με τις σους, προτιμούνται σε ροκ και μέταλ ιδιώματα σε συνδυασμό με παραμόρφωση και συχνά με μπουκωτές, χάρη στον βαρύ και σοβαρό τους ήχο, χαρακτηριστικό των καθαρών διαστημάτων σε μπάσες συχνότητες. Eναλλακτικά μάλιστα, οι πέμπτες παίζονται συχνότατα και ανεστραμμένες, ως διαστήματα καθαρής τετάρτης δηλαδή, ή απλά τετάρτες, με παρόμοιο ηχητικό αποτέλεσμα.

Μουσικοκοινωνικό σχόλιο

Καθώς η συγχορδία έχει απλούστατη δακτυλοθεσία –δύο δάχτυλα αρκούν, μάλιστα σε εδραιωμένα εναλλακτικά κουρδίσματα, όπως στο λεγόμενο ντροπ ντι όπου η έκτη χορδή κουρδίζεται ένα τόνο χαμηλότερα στη ρε, ένα δάχτυλο αρκεί–, είναι συνήθως από τα πρώτα πράματα που μαθαίνει να παίζει ένας πιτσιρικάς στην κιθάρα, γεγονός που συνάδει με την τάση των αρχάριων κιθαριστών αυτής της ηλικίας να στρέφονται σε πανκ, ροκ και μέταλ ύφη όπου οι πέμπτες στην κιθάρα δεσπόζουν. Είναι συνηθισμένο να αλλάζει στιλ ο κιθαρίστας άρδην με το που μαθαίνει το μπαρέ, το οποίο σταδιακά οδηγεί σε χίλια δυο δαχτυλοστραμπουλήγματα και το πράμα αρχίζει να θυμίζει σκάκι.

Αυτά, για τους άπενους. Γιατί ένας μικρός Μάλμστιν δεν θα νιώσει απαραίτητα την ανάγκη να την ψάξει με περίεργα πιασίματα όταν έχει ν' ασχοληθεί με το πώς ν' ανεβοκατέβει την ταστιέρα με αρπέτζια στους χίλιους χτύπους το λεπτό (η ζήλια να 'ταν ψώρα...).

  1. — ΟΙ ΠΕΜΠΤΕΣ Η ΑΚΟΡΝΤΑ ΠΕΜΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΑ ΑΚΟΡΝΤΑ.ΔΗΛ.ΠΑΙΖΟΥΝ 2 ΧΟΡΔΕΣ. Η Ε ΚΑΙ Η Α.ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΚΟΡΝΤΟΥ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΤΗΝ ΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΗ Ε ΧΟΡΔΗ ΚΑΙ ΒΑΖΕΙΣ ΤΟ 3ο ΔΑΧΤΥΛΟ 2 ΤΑΣΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΤΗ Α. [...]
    Ρε, για τα ακόρντα πέμπτης δεν παίζεις απαραίτητα 2 χορδές... ακόρντα πέμπτης ή power chords ή δυναμικές συγχορδίες (ή no3rd καλύτερα) λέγονται τα ακόρντα που τους έχεις αφαιρέσει την τρίτη που τα αποτελεί. Αυτήν που καθορίζει αν 8α είναι ματζορε ή μινορε η συγχορδία...Έτσι δεν είναι ούτε ματζόρε,ούτε μινόρε αυτο που παίζεις. χρησιμοποιούνται συνεχώς στη rock...για να βγει καλύτερος ο ήχος με την παραμόρφωση. [...]
    (από το Κιθάρα βού)

  2. Πολλές φορές όταν χτυπάω κάποια ρυθμικά (πέμπτες δλδ , στη 5η-4η-3η χορδή ) και υπάρχει κίνδυνος να χτυπήσω και την 6η , χωρίς να το θέλω ακουμπάω με τον αντίχειρα τν 6η και την μπουκώνω .Ετσι έχω πλήρη έλεγχο . (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξύσιμο είναι μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του. Το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα αυτού του παιξίματος είναι ένας οξύς, χαοτικός και ενίοτε ψυχρός ήχος, ο οποίος μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενοχλητικός για το ανθρώπινο αυτί (για το ζωικό δεν το συζητάμε...), ιδιαίτερα σε συναυλιακό περιβάλλον ηχητικού εξοπλισμού και κάλυψης αμφιβόλου ποιότητας, ή σε παλιότερες παραγωγές μέταλ δίσκων. Το ξύσιμο αποτελεί στάνταρ χαρακτηριστικό του παιξίματος συγκροτημάτων που ανήκουν στον ακραίο χώρος τη μέταλ μουσικής, αλλά συναντάται επίσης και σε πανκ / χάρντκορ χώρους.

Το ακουστικό αποτέλεσμα του ξυσίματος περιγράφεται πολλές φορές ως τζιτζίκια.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να γίνει μία διευκρίνηση: το ξύσιμο είναι ουσιαστικά απλά μία ακόμη εκτελεστική τεχνοτροπία, ένας άλλος τρόπος να παίξεις κάποια ριφάκια. Λόγω όμως του μεγάλου κύματος των βλακμεταλλάδικων συγκροτημάτων (και κάποιων ντεθάδικων) που χαρακτηρίζονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο από την έλλειψη συνθετικής πρωτοτυπίας και ταυτότητας, όσο και από τις (συχνά τραγικές) τεχνικές τους ελλείψεις ως προς το παίξιμο τους, το ξύσιμο κατέληξε να είναι συνώνυμο της κιθαριστικής / μπασιστικής κουλαμάρας. Αναληθές και άδικον, καθότι ως τεχνική χρησιμοποιείται συχνά από κιθαρίστες και μπασίστες τόσο του μεγάλου, όσο και πιο μικρού βεληνεκούς (ασχέτως αναντιστοιχίας με το πραγματικό τους ταλέντο).

  1. Οχι, δεν τους συγκρινω με τους Immortal, απλα θελω να δωσω εμφαση στο old schoolαδικο της υποθεσης, που μοιαζει λιιιιιγο κιτς τωρα που το σκεφτομαι, αλλα με την καλη εννοια. Αν δεν το χαν δλδ, δε νομιζω να γουστερνα και τοσο. Βαλτε ολιγη απο ξυσιμο, λιγο κρυο, καμποσα (πετυχημενα) αργα doomy περασματα κι εχετε ενα απλαυστικοτατο δισκακι. Χωρια που ναι κιε ψιλοπιασαρικο. (Από εδώ)

  2. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου “Endless Echoes” κάνει φοβερή εντύπωση με το ξύσιμο της κιθάρας και τις γρήγορες αρμονικές που πλαισιώνονται από κοφτά ντραμς και το ελαφρά emo ρεφρέν. (Από εκεί)

  3. Ο κομπρέσορας χρειάζεται, γιατί θα του δώσει πιο σφιχτό «κρουστό» palm-muting στις ρυθμικές του, με λιγότερο πλαδαρά μπάσα, και επίσης (επειδή τα γνωστά πεταλάκια είναι compressor sustainer) όταν ανεβάζεις το sustain έχω παρατηρήσει οτι στο palm-muting εκτός απο τα σχετικά σφιχτά σου μπάσα ακούγεται ωραία και το απαραίτητο μη-τζιτζικέ «ξύσιμο». Τελικά τον αμέσως επόμενο σχετικό καλύτερο ήχο, μετά απο high gain λάμπα, τον έχω ακούσει με ds-1, λαμπάτο πετάλι παραμόρφωσης που δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιο είναι, κομπρέσορα και εκουαλαιζερ. (Παρακάτω)

Δεν είναι χαρακτηριστικό, αλλά έχει γέλιο! (από Mr. Cadmus, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από την τελευταία σειρά των πολύ πετυχημένων μουσικοσλάνγκ που μας ανήρτησε ο Αβάς, ερεθίστηκα και γω (εκτός από για να του φιλήσω το χέρι) για να σας παρουσιάσω το αιώνιο κουσούρι του Έλληνος τυμπανιστή, που αν δεν είναι τζαζίστας ή ντεθάς, δεν πρόκειται ποτέ να το αποβάλει!

Φλαμάρω, εκ του flam, αγγλιστί, είναι ηχομιμητικός όρος, προερχόμενος από τον άτσαλο ενδιάμεσο ήχο μπαγκετόκρουσης τόσο σε γύρισμα όσο και σε κράτημα ρυθμού με τα τομ (flam). Ουσιαστικά δηλοί την αδυναμία συγχρονισμού μεταξύ των κρούσεων τόσο του νεαρού φιλόδοξου μαθητευόμενου ντράμερ όσο και του σχεδόν συνταξιούχου ντράμερ που δεν κατόρθωσε ποτέ να ανεβεί παραπάνω σκαλιά από την πίστα στο σκυλάδικο, θες διότι άκουγε μόνο άιρον μέηντεν και κάποτε αναγκάστηκε να δουλέψει για να ζήσει, θες διότι ήταν «αμπάγκετος», θες για μια γυναίκα... Και αποτελεί μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα, όταν νέοι, φιλόδοξοι μουσικοί συνευρίσκονται για να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους και δεν παίζουν τζαζ ή προγκρέσιβ πάουερ ή ντεθ μέταλ, όπου ο τυμπανιστής δεν έχει μόνο βοηθητικό ρόλο.

Κοινώς, αν δεν είσαι τζαζίστας ή ντεθμεταλάς ντράμερ και παραμένεις ντράμερ στη μπάντα σου, τότε κάτι δεν θα πάει καλά αγόρι μου... Βαραίνεις με τον καιρό, ρουτινιάζεις, σε ντύνουν ποπ σαν κάτι κατοικίδια του σαλονιού, σε τραβάνε δεξιά κι αριστερά για φωτογραφίσεις, συνεχίζεις να κοπανάς για να ζήσεις, μένεις στην αφάνεια πίσω από τους τραγουδιάρηδες, σιγοκουνάς τον κώλο σου στο σκαμπό βλέποντας την Άννα Γούλα μπροστά να λικνίζεται γκαρίζοντας στο όφωνο, έπηξες;... Πες το όπως θες.

Στα έμπειρα αυτιά (ατσσσσς), όμως, αυτό φαίνεται, αφού... φλαμάρεις...

— Τι κοιλιά κάνουν αυτοί ρε συ; Τι απαίσια φωνή;
— Το άλλο το παλληκάρι, το ντράμερ ρε... το είδες; Στο φινάλε του κάθε κομματιού κατεβάζει ταχύτητα και φλαμάρει! Αφού βαριέται ρε, με την ηλίθια μπροστά! Και την ψωνάρα τον κιθαρίστα! Λογικό είναι, τόσα χρόνια μπάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης μουσικού στούντιο (οποιουδήποτε προσανατολισμού). Ενίοτε, ως στουντιάς μπορεί να αποκαλείται (καταχρηστικά) ο υπάλληλος / ηχολήπτης / λίγο απ' όλα πίσω απ' την κονσόλα τυπάς που βρίσκεται στον χώρο, όταν ο κατεξοχήν στουντιάς την έχει κάνει (προσωρινά ή μη) για διάφορους λόγους από το στούντιο.

  1. Γενικά από την behringer μόνο ορισμένα πεταλάκια της συμπαθώ!!! Και να απαντήσω στον φίλο X-minor τα αλλουμινένια ηχεία εγώ προσωπικά τα λατρεύω... Είχα και εγώ την επιφύλαξή μου όταν τα πρωτοείδα αλλά όταν έπαιξα στην 4x10 καμπίνα της Hartke με την gallien μου έπαθα πλάκα... Δεν έχω ακούσει καλύτερο συνδιασμό... Και ο στουντιάς που τα είχε μου είπε πως είναι πολύ λιγότερο ευπαθή από τα άλλα... (Εδώ)

  2. Απο δω και περα,κριτηριο για το αν παμε σε ενα στουντιο ή οχι 8α ειναι και αν εχει τσαμπα cafe... επισης αν μας κερασει pizza ο στουντιάς ή αν μας κανει και το τραπεζι ακομα καλυτερα ... (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως προβάδικο ορίζεται το στούντιο μουσικής που επί το πλείστον χρησιμοποιείται ως χώρος για πρόβες μουσικών συνόλων / συγκροτημάτων, τα οποία κατά κανόνα νοικιάζουν τον χώρο με το δίωρο. Κατά κανόνα, γιατί οι τιμές κυμαίνονται ανάλογα με την ποιότητα καθώς και το όνομα του στούντιο στην πιάτσα.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός πως ένα στούντιο μπορεί να χρησιμοποιείται για πρόβες δεν σημαίνει απαραίτητα πως σε αυτό δεν γίνονται ηχογραφήσεις (και αντίστροφα). Απλά, πολλοί στουντιάδες έχοντας γνώση του ότι οι ελεύθεροι χώροι για πρόβες σπανίζουν (ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα), αλλά και πως πολλοί πλέον επιλέγουν τις σπιτικές ηχογραφήσεις (η τεχνολογία πλέον επιτρέπει την ηχογράφηση ολόκληρου δίσκου σε ένα λάπτοπ και μάλιστα με πολύ καλό τελικό ηχητικό αποτέλεσμα) προτιμούν να πλασάρουν τους χώρους τους για πρόβες. Άλλοι δε, τους διαμορφώνουν αποκλειστικά για πρόβες.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως ο χώρος ή ο στουντιακός εξοπλισμός είναι εξαιρετικής ποιότητας. Μάλλον το αντίθετο, αν και πρέπει να αναγνωριστεί πως τα μουσικά στούντιο έχουν αναβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν στους νέους ή μη μουσικούς.

  1. θα μιλήσω από τελείως διαφορετική γωνία.
    Αφού το πας «βύρα τις άγκυρες», μία σοβαρή απόφαση που θα πρέπει να πάρεις είναι
    αν θα το κάνεις νόμιμο ή όχι!

Αν το κάνεις νόμιμο τότε αφού καταφέρεις να βγάλεις την άδεια για τον χώρο (προδιαγραφές με εξόδους κινδύνου, πυρασφάλειας, ηχομόνωσης κλπ.... ή λάδωμα, δεν είναι σίγουρο ποιό κοστίζει πιό πολύ!)
θα πρέπει δηλαδή να κόβεις και κάνενα Παροχής Υπηρεσίας που και πού (19% στο κεφάλι) για να δείχνεις έσοδα
τα οποία αν δεν είναι τουλάχιστον όσα τα έξοδα σου (ενοίκιο + ρεύμα +...+) δηλαδή αν παρουσιάζεις διαρκώς ζημίες,
θα έχεις καταφέρει να αυξήσεις την πιθανότητα για έλεγχο και άρα extra κόστη. Αν βάλεις και
κάποιον να προσέχει όταν γίνονται οι πρόβες, γιατί αλλιώς οι φθορές και οι απώλειες των μηχανημάτων
θα είναι μεγαλύτερες, για να μην μπλέξεις με επιθεώρηση εργασίας και ΙΚΑ θα πρέπει να τον κάνεις πρόσληψη,
δηλαδή θα πρέπει να κάνεις συνέταιρο το κράτος...
Άντε μετα να είσαι ανταγωνιστικός. Το μόνο κάλο στην υπόθεση είναι οι επιδοτήσεις οι οποίες θα σου φανούν τρομερό βάλσαμο αν δεν τις
υπολόγιζες μέχρι τώρα...

Άρα για να μιλάμε πιό λογικά θα το κάνεις παράνομο όπως κατεξοχήν είναι τα προβάδικα.
Τότε θα πρέπει να είσαι πιό προσεκτικός με τις διαφημίσεις και την γκλαμουριά που θα βγάλεις προς
τα έξω.
Με την επικρατέστερη λογική: παρανομία ψιλοκρυμμένο μέρος, λίγο παρακμή, φαντάζονται
χαμηλούς τζίρους και δεν κάθονται να ασχοληθούν καθόλου οι ελεγκτικές αρχές. (Από εδώ)

  1. καλησπερα σε ολους!!!βασικα εγω θελω να κανω ενα προβαδικο και ταυτοχρονα και στουντιο!εχω ενα ψηγειο κοντα στα 6 επι 4 και ειναι ολο ντηγκα στον αφρο... κοντα στα 30-35 εκατοστα παντου εκτος απο το εδαφος...και λεο να βαλω τα σηνυθισμενα οργανα..ντραμς κιθαρες τετοια....και να βαλω και μια κονσολα που να κανει ηχογραφισς.............θα εχει καλη ηχομονοση;; (Από εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη slang των ηχοληπτών, φέτα είναι το τμήμα της κονσόλας ή του μίκτη που περιέχει τα όργανα ρύθμισης και τις συνδέσεις για ένα κανάλι ήχου. (Υπάρχουν κονσόλες οχτακάναλες, δεκαεξακάναλες και λοιπά – το track που λένε στα εγγλέζικα. Κάθε κανάλι και φέτα.)

Κατά κανόνα, σε κάθε κανάλι αντιστοιχούν ένα fader (γραμμικό ποτενσιόμετρο που ελέγχει την ένταση του ήχου), κάποιες βαθμίδες equalizer (κανείς δε λέει «ισοσταθμιστής»), ποτενσιόμετρο προενίσχυσης, διάφορα κουμπάκια (mute, groups, πανάρισμα, συμπίεση, ειδικά εφέ, κέρατα) και υποδοχές για τα βύσματα. Και επειδή όλα τούτα, όπως τα βλέπεις από πάνω, είναι στοιχισμένα κάθετα, έχει επικρατήσει η ονομασία φέτα.

Συνεκδοχικά, φέτα λέγεται και πιο συγκεκριμένα το fader, πιθανότατα επειδή χρησιμοποιείται συχνότερα από οτιδήποτε άλλο. (Βλ. παρ. 2β, 3.)

  1. Να ρε φίλε, αυτή είναι ραδιοφωνική κονσόλα της προκοπής! Οι φέτες είναι αποσπώμενες, κι άμα χαλάσει καμιά, τη βγάζεις χωρίς να κοπεί η ροή. Την πας για επισκευή, μετά την ξαναμοντάρεις κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ενώ με τη μαλακία το μίκτη που έχουμε εμείς, όποτε βγάζει πρόβλημα (και βγάζει πρόβλημα κάθε τρεις και λίγο), βγαίνουμε εκτός αέρα!

  2. — Δώσε προσοχή, νέος! Οι φέτες, όπως τις βλέπεις από αριστερά προς τα δεξιά, είναι: σιντί ένα, σιντί δύο, πικάπ ένα, πικάπ δύο, μινιντίσκ, πισί, υβριδιακό, μικρόφωνο ένα, μικρόφωνο δύο, μάστερ. Θα τα θυμάσαι, ρε όρνιο;
    — Μ.. μάλιστα, κυρία Σοφία.
    Κεριά και λιβάνια! Τα ποτενσιόμετρα δεν τα πειράζεις. Το μάστερ δεν το 'γγίζεις. Τις υπόλοιπες φέτες τις πας ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΜΕΣΗ για θα σε πάρει ο διάλος. Γκέγκε;
    — Μ.. μμ.. μμμάλιστα, κυρία Σοφία!

(σημ.: εδώ η πρώτη αναφορά σε φέτες δηλώνει τα κανάλια συνολικά, ενώ η δεύτερη δηλώνει μόνο τα fader)

  1. Ο Στράτος, που δούλευε εδώ παλιά, ήτανε τεχνικός με αρχίδια, μπορούσε να λύσει την κονσόλα και να την ξαναδέσει με κλειστά μάτια. Ενώ ο Μήτσος, που φέρανε τώρα, είναι αρχίδια τεχνικός. Μόνο ν' ανεβοκατεβάζει φέτες ξέρει. Κι αν στραβώσει κάτι, χαώνεται και βάζει τις φωνές ότι «κάποιος του πείραξε τις ρυθμίσεις». Άντε βγάλε άκρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό session player. Ο σεσιονάς (ενίοτε γράφεται και ως σεσσιονάς) είναι ο εξωτερικός μουσικός, ο εκτός συγκροτήματος μουσικός, ή γενικά ο επαγγελματίας ανεξάρτητος –κατά κύριο λόγο οργανοπαίκτης–, ο οποίος πληρώνεται για να συμμετάσχει στην διαδικασία ηχογράφησης ενός δίσκου. Ως session λογίζεται το χρονικό διάστημα ηχογράφησης των μερών ενός οργάνου (το οποίο συνήθως είναι προκαθορισμένο, ασχέτως με το αν πολλές φορές κρατάει περισσότερο από τον αρχικά σχεδιασμένο χρόνο). Σημειωτέον δε, πως ο σεσιονάς πληρώνεται –συνήθως– με την ώρα.

Τέλος, η εργασία του σεσιονά πολλές φορές δεν αφορά μόνο τις ηχογραφήσεις σε στούντιο, αλλά και τις ζωντανές εμφανίσεις, καθώς και τις πρόβες. Ενίοτε δε, οι σεσιονάδες μπορούν να εξελιχθούν σε μόνιμα μέλη, με ενεργό ρόλο στην πορεία μιας μπάντας.

  1. Ωραίοι οι τύποι! Μάλλον κανένας σεσιονάς θα είναι ο ντράμερ τους και τον έχουν στα ψιλά γράμματα. (Από εδώ)

  2. Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για την «φυλή» των μουσικών. Δεν ανήκουν όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την μουσική σ’ αυτήν την φυλή. Ανήκουν οι επαγγελματίες, ή «σεσιονάδες», που η δουλειά τους είναι η μουσική. Αυτή η μυστηριώδης, γοητευτική φυλή ανθρώπων, που κοιμούνται τα πρωινά (εκτός από τους καθηγητές μουσικής, ίσως, αν και υπάρχουν και κάποιοι που τα καταφέρνουν συγχρόνως και στην μέρα και στην νύχτα, οπότε ανήκουν σίγουρα) και ξυπνούν το μεσημέρι, αράζουν και το βράδυ βγαίνουν, σαν να ήταν πρωί, και πηγαίνουν είτε σε πρόβα, είτε σε sound-check, είτε σε συναυλία, είτε σε κανένα μαγαζί για «σκάψιμο». (Από εκεί)

(από electron, 06/02/10)The Kinks - Session Man (ακριβώς αυτό) (από allivegp, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα samples (σαμπλς) που χρησιμοποιούνται στο χιπ-χοπ (και τα υπο-είδη του, π.χ. η low bap) και στην ηλεκτρονική μουσική (και τα υπο-είδη της).

Πω ρε φίλε, αυτή η ντραμεντμπεϊσιά είναι τίγκα στο γαμάτο σαμπλίδι!!!

Βλέπε και σάμπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο «πνευστός» που δεν έχει κουρδίσει σωστά το όργανό του· ο τόνος του είναι είτε λίγο χαμηλότερα, είτε λίγο ψηλότερα από το σωστό. Κατά άλλη εκδοχή γράφεται με γιώτα, ψιλοχάμηλος, και σημαίνει ότι το κούρδισμα είναι κατά τι χαμηλότερο από αυτό που πρέπει, κοινώς ψιλοχαμηλότερα.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για τα πνευστά, καθώς είναι γνωστό ότι είναι δυσκολότερο το κούρδισμα των πνευστών οργάνων, παρά των εγχόρδων· ο «έγχορδος» που δεν έχει κουρδίσει σωστά είναι απλώς φάλτσος ή παράτονος.

Αν και έχω παίξει κλαρινέτο αρκετές φορές με τη μπάντα του Δήμου Θεσσαλονίκης (1980-1982), την έκφραση την άκουσα πρώτη φορά από τον Δημήτρη Βάμβα, πρώτο όμποε της Κ.Ο.Α. στην κυριακάτικη εκπομπή της ΕΤ1 «Μικρά Πορτραίτα» της 6ης Δεκεμβρίου 2009.

Υπενθυμίζω ότι το «κούρδισμα» των πνευστών γίνεται συνήθως με αυξομείωση του μήκους του ηχητικού σωλήνα μετακινώντας κατάλληλα μέρος του σωλήνα. Το όμποε είναι αρκετά «ιδιότροπο» και λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει στο κούρδισμα, χρησιμοποιείται για να δίνει τον τόνο της ορχήστρας (συνήθως 443 Hz για το μεσαίο λα).

Ρε συ, κάτι δεν μου πάει καλά με το δεύτερο φλάουτο.
— Αυτός ο Ευαγγελόπουλος είναι μόνιμα ψηλοχάμηλος!

Δημήτρης Βάμβας (από panos1962, 06/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Got a better definition? Add it!

Published