Ο υπάλληλος των μεγάλων σινεμά που δουλεύει στο φουαγιέ ως πωλητής αναψυκτικών, καραμελών, γαριδακιών, ποπ κορν κλπ

-Αρχίζει σε 2 λεπτά η ταινία. Θα πάρεις τίποτα να τσιμπάμε;
-Μπα, θα χάσουμε την αρχή. Δε βλέπεις τι αργός που είναι ο ποπκορνάς και τι ουρά έχει ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τραπεζική σλάγκ, αντώνης αποκαλείται ο κάτοχος επιπρόσθετης πιστωτικής κάρτας που εκδίδεται σε υφιστάμενο λογαριασμό κάποιου. Εκ του αγγλικού add-on cardholder.

- Τι έπαθες βρε Μήτσο και τραβάς τα ελάχιστα εναπομείναντα μαλλιά σου;
- Είχα την φαεινή ιδέα να κάνω την Ούρσουλα αντώνη. Αφού με φέσωσε κανονικά, την έκανε για Κίεβο και τώρα κοιμάμαι στα σανίδια.
- Οι μαλακίες πληρώνονται, γιατρέ μου...

Αντωνία εν δράσει (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του οδηγού της φόρμουλα 1, Μίχαελ Σουμάχερ.

Αναφερόμαστε στον οδηγό που την έχει δει πιλότος και τρέχει μαλλιοκούβαρα. Μπαίνει στις στροφές με τις μπάντες και με τις πόρτες ενώ η αδρεναλίνη του είναι μόνιμα στο κόκκινο. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται από όπου περνάει, ενώ είναι ικανός να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του.

Συχνά «χαίρει» της εκτίμησης περαστικών που τον παρασημοφορούν με φάσκελα, όταν τον δουν μπροστά τους. Αυτός όμως, τους έχει συνδεμένους με κέντρο, και ζώντας στην καρακοσμάρα του, συνεχίζει την πτήση του. (βλ. Παράδειγμα 1). Άλλες φορές δε, εντυπωσιάζει με τις ικανότητες του, τους φίλους του. (βλ. Παράδειγμα 2)

  1. - Φάε ρε το μαλάκα το Σούμι. Πώς τρέχει έτσι το άτομο;
    - Δε λες που παραλίγο να μας σκοτώσει.

  2. - Σωστός Σούμι ο Μήτσος. Δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στην Πάτρα!

Μίχαελ Σουμάχερ (από GATZMAN, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σλανγκικώς και ως μετάφραση του αγγλικού «master». Λ.χ. για τον κάτοχο μεταπτυχιακού τίτλου Μάστερ. Ή για τον webmaster.
(Όπως αντίστοιχα «εργένης» ο κάτοχος bachelor, «δικτάτωρ», «αλέκτωρ» κ.ο.κ.)

  1. - Τι κάνει στην Αγγλία ο Νικόλας; Ακόμη εργένης είναι;
    - Έχεις χάσει επεισόδια. Τώρα είναι μάστορας! Σωστή μαστοράντζα, δηλαδή, και πάει για Δικτάτορας!

  2. (σε φόρουμ)
    - Με τις μαλακίες που γράφεις πας ολοταχώς για να σε κάνει μπανάκι ο μάστορας!

Γωγώ Μαστροκώστα. Η...... μαστόρισα  (από GATZMAN, 02/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος των στριπτητζόφιλων για την στρηπτιτζού/λικνιτζού, που δεν σερβίρει φραπέ μεταξύ των υπηρεσιών της, και για τον λόγο αυτό καθίσταται persona non grata (ανεπιθύμητο πρόσωπο).

Συνώνυμα: ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf/ ντεφραπεϊνέ, ντιφραπ, defrap
Αντώνυμα: φραπεδιάρα.

Trivia: Ένα ευαγές ίδρυμα έχει στο μενού του τόσα διαφορετικά είδη φραπέ, όσες και οι φραπεδιάρες στρηπτιτζούδες. Γιατί, κατά βάθος, κάθε φραπέ είναι διαφορετικό, έχει διαφορετικές αναλογίες, ρυθμό, βγάζει διαφορετικό αίσθημα, μπορεί να έχει διαφορετική έκβαση, κατάληξη, απρόοπτα...
Οι ονομασίες των φραπέ σχηματίζονται από το όνομα της στρηπτιτζούς συν την κατάληξη -τσίνο. Έτσι υπάρχουν λ.χ. τα:
Τζεσικοτσίνο, Μαρινοτσίνο, Λιλιαντσίνο, Λαουροτσίνο, Κατριντσίνο, Εμανουελλτσίνο, Σαντροτσίνο κ.ο.κ.

-Η Τζέσικα κάνει φραπεδούμπα;
-Όχι ρε! Είναι η persona non frappa του ευαγούς ιδρύματος, ακόμη να το μάθεις;

(από Vrastaman, 06/05/09)(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης του χρηματιστηρίου ο οποίος επιδίδεται στο σορτ σέλλινγκ, δηλαδή δανείζεται μετοχές σε μια τιμή πληρώνοντας κάποια προμήθεια, τις πουλάει ακριβότερα, τις γυρίζει πίσω, κρατάει την διαφορά.

Αυτή η άνοδος του χρηματιστηρίου οφείλεται στους σορτάκηδες.

Από το αγγλικό short selling, που γενικότερα αναφέρεται στην πώληση αγαθού από κάποιον, χωρίς αυτός να κατέχει το αγαθό τη στιγμή της πώλησης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Γκέκας ονομαζόταν εκείνος που άνηκε στην αλβανική φυλή των Γκέκηδων που κατοικούσαν στη Βόρεια Αλβανία.Οι Γκέγκηδες επί τουρκοκρατίας αποτελούσαν άτακτα μισθοφορικά τάγματα και ο Αλή Πασάςχρησιμοποιούσε πολλούς απ αυτούς είτε ως δήμιους είτε ως τζοχανταραίους.

Ο Βεληγκέκας ήταν ένας απ' αυτούς.Ηταν από τη Σκόδρα και υπηρετώντας πιστά τον Αλή είχε εξολοθρεύσει πολλούς Ελληνες αρματολούς. Ωσεκτουτού η φήμη του είχε εξαπλωθεί στις περιοχές της Θεσσαλίας και Σερεας Ελλάδας και το όνομα του ήταν συνδεδεμένο με φρίκη και τρόμο.

Περιφρονούσε τον Κατσαντώνη, ώσπου κάποτε συναντήθηκαν οι δρόμοι τους.Τον προσκάλεσε σε μονομαχία στην οποία και σκοτώθηκε από αυτόν.

Ως ήρωας του θεάτρου Σκιών, είναι υπασπιστής του πασά που πάντοτε δέρνει τονΚαραγκιόζη, αλλά με τη σειρά του κι αυτός δέρνεται από τον Μπάρμπα Γιώργο. Ο Βεληγκέκας στον Καραγκιόζη συμβολίζει την εξουσία που δυνάστευε τον ελληνικό Λαό.

Βάσει των παραπάνω όταν αποκαλούμε κάποιον Βεληγκέκα μιλάμε για: 1)έναν άγριο, σκληρό, ωμό,απότομο,τραχύ, ακαλλιέργητο, άξεστο, χωρίς τρόπους άνθρωπο.

2)κάποιον που λειτουργώντας ως υπέρτατος υπερασπιστής των συμφερόντων ενός εργοδότη, μοστράρει τουπέ και ύφος 1000 καρδιναλίων γαρνιρισμένο με μπόλικο τσαμπουκά (π.χ: κάποιος προσωπάρχης,κάποιος μπράβος,κλπ)

  1. «Τακτικές Βεληγκέκα» απέδωσε στον υπουργό Γεωργίας Αλέκο Κοντό, λόγω των τραμπουκισμών του, η βουλευτής της ΝΔ Π. Φουντουκίδου.
    Δες

2.Στις 20 Μάη του ζητήσαμε αντίγραφο της γνωμοδότησης, αλλά με ύφος Βεληγκέκα αρνήθηκε να μας το δώσει.
Δες

Ο original Βεληγκέκας αριστερά κι ο Κοντός ως Βεληγκέκας δεξιά(βλ.παράδειγμα 1) (από GATZMAN, 10/02/09)Κατσαντώνης (από GATZMAN, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified