Από το τούρκικο bölük που σημαίνει στρατιωτικό τμήμα, άγημα - όχι απαραίτητα ατάκτων.

Η λέξη έχει ενσωματωθεί στα Ελληνικά προ αιώνων και έχει προσλάβει πολλές σημασίες. Κοινός παρονομαστής είναι η έννοια του πλήθους, και ειδικότερα του ασύντακτου πλήθους. Αλλά υπάρχουν και διαφορές στη χρήση της λέξης, συχνά λεπτές. Έτσι, μπουλούκι μπορεί να είναι:

  • Ένα τμήμα άτακτων οπλοφόρων - κλέφτες κι αρματολοί, αντάρτες κλπ. Αυτή η σημασία είναι παλιά και η πλησιέστερη στα τούρκικα. (Παρ.1)
  • Μια συντεχνία, συχνά αλλά όχι απαραίτητα, περιοδεύουσα - π.χ. τα συνάφια των μαστόρων της πέτρας που αναζητούσαν δουλειά από χωριό σε χωριό ήταν οργανωμένα σε μπουλούκια με επικεφαλής τον μπουλουκτσή (Παρ.2 & 3)
  • Ένας περιοδεύων θεατρικός θίασος - απο κλασικό ρεπερτόριο έως βαριετέ και τσίρκο, για την ιστορία του πράγματος δες εδώ (Παρ.4 & 5)
  • μια παρέλαση μασκαράδων που τραγουδούν και χορεύουν, ειδικά στα καρναβάλια της Δυτικής Μακεδονίας - οι σχολές της σάμπας στη βλάχικη έκδοση τους, Μπούλες και δε συμμαζεύεται. (Παρ.6)
  • ένα κοπάδι ζώων - κυριολεκτικά (Παρ.7)
  • ένα απείθαρχο πλήθος, ένας θορυβώδης συρφετός - παραπέμπει και στο κοπάδι που άγεται και φέρεται και στους άτακτους οπλοφόρους που 'χουν το νου στο πλιάτσικο (Παρ.8)
  • ένα οποιοδήποτε μεγάλο πλήθος - δεν είναι απαραίτητο να κάνει φασαρία αλλά είναι ανώνυμο και συμπεριφέρεται ως αγέλη (Παρ.9)
  • μια ομάδα που δεν έχει σύστημα και τακτική - μπορεί να αναφέρεται σε ποδοσφαιρική ομάδα ή και στην κυβέρνηση της χώρας (Παρ.10 & 11)

Κοινή είναι και η έκφραση μπουλούκια-μπουλούκια - σημαίνει κατά κύματα (Παρ.12).

  1. Το 1811 πέφτει με προδοσία στα χέρια του Αλή πασά ο Κατσαντώνης, ο αετός των βουνών και της κλεφτουριάς. Και λίγα χρόνια αργότερα δολοφονείται και ο αδερφός του Λεπενιώτης και τα κλέφτικα μπουλούκια αναγκάζονται να προσκυνήσουν τον Αλή. (από το www.dimitrisvlachopanos.gr)

  2. Οι μάστορες κτίστες και πελεκάνοι συγκροτούνταν σε συντεχνίες, τα ονομαζόμενα «μπουλούκια», το τελος των οποίων σημειώνεται στη δεκαετία του '30. (από το http://www.vithos-voiou.org.gr)

  3. Δωδεκὰς λέμβων ἵστατο πλησίον τῆς ἀποβάθρας. Αὗται περιεῖχον τὸ πλήρωμα τῶν δυὸ μπουλουκιῶν, διότι ὁ Φτίκας καὶ ὁ Σοροκᾶς εἶχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι. (από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη 'Ο Σημαδιακός')

  4. Οσοι γνωρίζουν, στοιχειωδώς έστω, την ιστορία του ελληνικού θεάτρου γνωρίζουν την τεράστια συνεισφορά που είχαν στην εξέλιξή του τα μπουλούκια. Θεατρικές ομάδες που όργωναν τις εσχατιές της επαρχίας, φέρνοντας σε επαφή με το θέατρο τους απομονωμένους από τις εξελιγμένες μορφές τέχνης κατοίκους της ...
    Τα μπουλούκια έχουν πια πεθάνει και μαζί τους έχει πεθάνει μια αυθεντική σχέση των κατοίκων της επαρχίας με το λαϊκό θέατρο. (από το http://www.eksegersi.gr)

  5. (Το μπουλούκι - στίχοι και μουσική: Δ. Σαββόπουλος)

Με δύο δίφραγκα-δίφραγκα για τους μεγάλους
και δίφραγκο-δίφραγκο για τους φαντάρους
και τα παιδιά φτάσανε σήμερα-σήμερα, φτάσανε
λυγίζουν σίδερα-σίδερα τρώνε καρφιά.

Το μπουλούκι φεύγει
κι άρχισε να πέφτει η βροχή
ο δικός σου πόνος
στο κατώφλι μόνος
σαν σκυλί.

  1. Ετοίμαζαν τις φορεσιές τους με μεγάλη προσοχή και φροντίδα. Ηταν το μόνο μέλημα τους και περιμένανε πως και πως τις Αποκριές.. Μάζευαν πολλά ασήμια, σιρίτια, στολίδια, κιουτσέκια (διπλές, τριπλές ασημένιες αλυσίδες) για να τα βάλουν στο στήθος. Την Κυριακή της Αποκριάς τα μπουλούκια αφού ντύνονταν με ευλάβεια στα σπίτια τους συναντιόντουσαν στην πλατεία Ωρολογίου μετά το σχόλασμα της εκκλησίας και αρχίζανε τις πατινάδες στους μαχαλάδες της πόλης όπου χόρευαν σε κάθε μαχαλά ο καθένας τον δικό του χορό με την σειρά. (από το http://www.dwdekatheon.org)

  2. Τα μπουλούκια των αιγοπροβάτων της κοπαδιάρικης κτηνοτροφίας με την μελωδική αρματωσιά τους ήταν ένα είδος ποιμενικής συμφωνικής ορχήστρας. Το ετερόκλητο μπουλούκι των ζώων της οικιακής κτηνοτροφίας (γελάδες, κατσίκες, φορτιάρικα, μανάρια, σκύλοι) που κάθε πρωί ξεχυνόταν στα χωράφια του Ευρυτάνα νοικοκύρη, ήταν μια εικόνα βουκολικής κομπανίας, η οποία τώρα μπήκε για καλά στο μουσείο. (από το http://www.evrytanika.gr)

  3. ΠΑΝΤΑ στα μέσα αυγούστου αποφεύγουμε τις εξής τρεις περιοχές:

1) Μύκονο
2) Μάλια Κρήτης
3) Ρόδο

Θα πέσετε σε όλο το μπουλούκι των βρωμοάγγλων που κάνουν ό,τι χειρότερο μπορείτε να φανταστείτε... (από το http://www.ischool.gr)

  1. Ατελείωτα… μπουλούκια σχηματίστηκαν τις τελευταίες μέρες στο ισόγειο του νομαρχιακού μεγάρου με τους ασφαλισμένους να προσπαθούν να θεωρήσουν τα βιβλιάρια Υγείας για τη νέα χρονιά. (από το www.epirotikosagon.gr)

  2. Ανεγκέφαλο ποδόσφαιρο. Πολλές σέντρες για το κεφάλι του Κωνσταντίνου και οι περισσότερες επιθέσεις μας συγκεντρώνονταν στο ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής. Ένα μπουλούκι ήταν όλοι. Κλωτσούσαμε την μπάλα όπου να ‘ναι, και εάν μπει γκολ, μπήκε. Σαν τον Ολυμπιακό προ πολλών ετών, προ Μπάγεβιτς. 9από το http://gavros.blogspot.com)

  3. Το μυώδες ύφος, ο γραβατωμένος λόγος, οι μεγαλοστομίες, μπορούν να ξεγελάσουν πολλούς, ιδιαίτερα αν η φερόμενη ως εναλλακτική λύση δεν έχει ακόμη καταφέρει να βρει το βηματισμό της. Με λίγη βοήθεια από πρόθυμους δημοσκόπους, και οι ρυτίδες της παρακμής θα κρυφτούν. Ωστόσο, το ερώτημα είναι ώς πότε μια κυβέρνηση-μπουλούκι και ένας πρωθυπουργός άβουλος, ψοφοδεής, χωρίς σχέδιο και με περιορισμένη αίσθηση καθήκοντος, θα ασελγούν επί της σοβαρότητος. (άρθρο με τίτλο Κυβέρνηση μπουλούκι, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22/04/07)

  4. ... κάποια λεωφορεία είχανε έρθει για να φέρουνε τους εργαζόμενους στο κέντρο τη Αθήνας και μπουλούκια-μπουλούκια έβγαιναν από τα λεωφορεία, ανέβαιναν την Πειραιώς προς την Ομόνοια. Οπότε χώθηκα εγώ ανάμεσά τους λέω εργάτες είναι, ευκαιρία να φωνάξουμε κάτω η χούντα, αντίσταση ... (από συνέντευξη του δημοσιογράφου Γ.Βότση στην εκπομπή Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: Η Άγνωστη Αντίσταση κατά της Δικτατορίας)

Got a better definition? Add it!

Published

Στη αργκό των μπουρδελιάρηδων περιγράφει υπηρεσία κατά την οποία το πέος του πελάτη τρομπάρεται παλινδρομικά από την επαγγελματία μέχρι να παραχθεί το ζητούμενο σπερμώδες γάλα. Το τρομπάρισμα γίνεται συνήθως χειρωνακτικά και ενίοτε στο πόδι (βλ. ποδοφραπέ).

Για τους θαμώνες των στριπτιζάδικων, πρόκειται για τον υπέρτατο βαθμό περιποίησης που μπορεί να προσφέρει μια χορεύτρια σε ένα στριμωγμένο και συνωστισμένο «πριβέ» χώρο.

Για τους πελάτες οίκων απωλείας, αντιθέτως, το φραπέ είναι το πιο κοινότοπο και απέριττο συστατικό μιας μισθωτής ξεπέτας.

«Πήγα le cabaret με κάτι φίλους χρησιμοποιώντας τις καρτούλες που βρήκα στο ίντερνετ για δωρεάν χωρό. Δεν είχαμε λεφτά όλοι οπότε είχαμε σκοπό να κάτσουμε να πιούμε ένα ποτό να κάνουμε κ έναν χορό και να φύγουμε έχοντας πληρώσει 20€. Ε πήρα και εγώ μια κοπέλα για χορό, με πήγε πάνω και κατευθείαν άρχισε να μου τον πιάνει πάνω από το παντελόνι. Ε πήρα λίγο πιο πολύ θάρρος και άρχισα να την πιάνω παντού (ακόμα και κάτω) και αυτή με άφηνε. Σε κάποια στιγμή μου λεει με 100€ έξω από το μαγαζί κάνω ότι θες, θα σου δώσω το τηλ μου μετά... Ε τις λεω και εγώ για φραπέ, και μου λεει ότι μπορεί με 20€ φραπέ με γάλα, χωρίς να το μάθει το μαγαζί. Ε έσκυψε λίγο πάνω μου για να μην φαίνετε κ ξεκίνησε ο φραπές. Μόλις τέλειωσε τις έδωσα στα πεταχτά 20€ και έφυγα από το μαγαζί. με 40€ ήπια ποτό, μπάνισα τις γκόμενες, χούφτωσα αυτές που ήρθαν στο τραπέζι να με πείσουν για πριβέ και είχα και φραπέ με γάλα. Πραγματικά πολύ ευχαριστημένος!!!»

«..παλιά στο Ανατολή, θα το θυμούνται οι παλιότεροι έπαιζε πολύ φραπέ με πόδια στον πριβέ στο πατάρι! εμένα μου είχε τύχει πολλές φορές αλλά μόνο πάνω από τα ρούχα! Μια φορά όμως είχα πετύχει σε πριβέ μια τύπισσα που τον είχε βγάλει έξω σε ένα τύπο και του τον έπαιζε κανονικά με τα πόδια της μέχρι που έχυσε!!!! Σας έχει τύχει σε στριπτιζάδικο;»
(Αμφότερα από το forum του bourdela.com)

(από aias.ath, 18/11/11)(από GATZMAN, 01/05/13)\'Καφέδες\' παντός τύπου (από nobody, 20/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για την πουτάνα μπάλα, όπου υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες στημένων:

1. Το στημένο παιχνίδι

Όταν οι μηχανορραφίες τση παράγκας, των μπετατζήδων, των διαιτητώνε και πάσης φύσεως κυκλωμάτων, παραγόντων και τοπικών ηρώων κουμπώνουν παιχνίδια.

2. Η στημένη μπαλιά ή φάση

Καλά μελετημένη τακτική εκτέλεσης μπαλιάς μετά από από φάουλ, κόρνερ ή πέναλτι, καθώς και από το υπερπέραν. Στημένες φάσεις έχουμε σε επιθετικές (μπαλιές κοντά στην μεγάλη περιοχή μπορούν να φέρουν εύκολα γκολ) και σε αμυντικές (π.χ. η πρόκληση τεχνικού offside που καθιστά τον αντίπαλο ρόμπα καπιτονέ).

Αγγλικανιστί: set piece.

  1. - Στημένοι αγώνες; μα γίνονται τέτοια πράγματα;
    - Σύμφωνα με την Ουέφα, η Ελλάδα είναι ή 5η πιο ποδοσφαιρικά διεφθαρμένη ευρωπαϊκή χώρα μετά την Αλβανία, την Ιταλία, την Μολδαβία και την Εσθονία. - Άπαπα! Πάω πάραυτα για βασεκτομή, κ. Τσιαμτσίκα

2.
Η ευρεσιτεχνία στις στημένες φάσεις αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για κάθε ομάδα. Οι εκτελέσεις φάουλ με πάσα αποδιοργανώνουν τις αντίπαλες άμυνες και η σωστή εκτέλεσή τους μπορεί να επιφέρει το εύκολο γκολ. Αμυντικά, η παγίδα του οφσάιντ αποτελεί μια ριψοκίνδυνη τακτική, αλλά και απρόβλεπτη από τους αντιπάλους επιθετικούς, εκθέτοντας τους σε θέση οφσάιντ. Απαιτεί συντονισμένη και ταχυτάτη έξοδο από την περιοχη. Σε κάθε περίπτωση, οι «στημένες φάσεις» αποτελούν ολόκληρο κεφάλαιο στη σύγχρονη εποχή του ποδοσφαίρου.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαϊδευτικό υποκοριστικό τση δωροδοκίας, άκα: λαδώνω, φακελάκι, miesens, γρηγορόσημο. Το δωράκι απενοχοποιήθηκε από τον αείμνηστο σοσιαληστή οραματιστή Ανδρέα όταν μάλωνε πατρικά τον αυτομιζοδοτούμενο τότε διοικητή τση ΔΕΗ Μαυράκη με το ιστορικό:

«Είπαμε να πάρει ένα δωράκι, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια…» (εδώ)

Πολύ νερό πέρασε κάτω από το καυλάκι έκτοτε, αλλά το δωράκι παραμένει σταθερή αξία για τον σύγχρονο τσιφτετέλληνα.

1.
Το φακελάκι πάει... σύννεφο στην Ελλάδα, καθώς, το 11% των ερωτηθέντων Ελλήνων παραδέχεται ότι έδωσε «δωράκι» σε γιατρούς και προσωπικό, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ.

2.
Διευκρινίζω, προς άρση παρεξηγήσεων, ότι θεωρώ ηθικά 100% κατακριτέο το λάδωμα των 500€ (ερασιτεχνική κατηγορία), το δωράκι των 25.000€ (κατηγορία ημι-επαγγελματική), τη μίζα των 14 εκατομμυρίων € (κατηγορία premier league, κύριος Κάντας) και τη διαρκή μιζοδότηση των εκατοντάδων εκατομμυρίων € (κατηγορία Champions League ή, αλλιώς, Άκης).

3.
Παρόλη την άθλια κατάσταση που επικρατεί στα οικονομικά μας ,οι σχολές οδηγών και οι εξεταστές ΣΤΗΝ ΛΙΒΑΔΕΙΑ ακόμη ζητούν μίζες για να πάρεις το διπλωμά σου και το αποκαλούν με την κωδική ονομασία ¨ ΔΩΡΑΚΙ ¨...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια μάγκικη έκφραση, που επιβιώνει ως απειλή σε καβγάδες συνήθως συνταξιούχων. Συναντάται και ως σεντεγκλέρια. Τί σκατά είναι όμως το σιντεγκλέρι / σεντεγκλέρι; Και γιατί τραβιούνται; Έλαμου, ντε.

Αφού έσπασα το κεφάλι μου, προκρίνοντας τούρκικη προέλευση (sinek-sinekler = μύγα-μύγες) άρα τραβιέμαι/τσακώνομαι «σαν τις μύγες», κατά την τούρκικη παροιμία, βλ. και τούρκικη μετάφραση Sineklerin Tanrisi = Lord of the Flies (William Golding 1954), ο δαιμόνιος Μπετατζής μου επέστησε την προσοχή, στην μορφή σαντικλέρι, διότι κάπου ανακάλυψε στη νεοελληνική λογοτεχνία την λέξη αυτή ως γυναικείο κοκαλάκι για τα μαλλιά.

Επίσης, υπάρχει Μη Κερδοσκοπικό Σωματείο www.santikleri.gr στην πόλη του Βόλου.

Φτου κι απ’ την αρχή.

Πάμε στους φρατέλλους μας λοιπόν.

Υπάρχει και μια σύγχυση με την γαλλική λέξη Santéclair = καλή υγεία / ευζωία και την ρουμανική Santicler = ένα γλυκό με αβγό, ζάχαρη κι αλεύρι.

Υπάρχει όμως κι η φραγκισκανή Αγία Κλαίρη της Ασσίζης (1194-1253) ή Saint Clair[e] ή Σάντα Κλάρα ή Κιάρα (εξού και το επώνυμο Sinclair), ιδρύτρια του Τάγματος της Πενίας των Γυναικών, η οποία inter alia, λατρεύεται ως πατρόνα των διακριτών συντεχνιών (guilds) των χρυσοχόων (goldsmiths) και των διακοσμητών επίχρυσων αντικειμένων (gilders).

Η Αγία Κλαίρη λοιπόν, στην Καθολική αγιογραφία, εικονίζεται να κουβαλάει πάνω της ένα φυλαχτό (monstrance < λατ. monstrare = επιδεικνύω ή pyx < pyxis < ελ. πυξίς = ξύλινο κουτί/δοχείο), το οποίο περιείχε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Τούτο προς ανάμνηση της θρυλούμενης εκδίωξης των στρατιωτών του Φρειδερίκου του ΙΙ Χόχενστάουφεν, με την Επίδειξη-Έκθεση της Θείας Μετάληψης προς αυτούς, ενώ προσεύχονταν γονυκλινής (ποιος ξέρει τί παίχτηκε)...

Μάλιστα, στην Αγγλία ακόμα και σήμερα εφαρμόζεται ένα ιδιότυπο δικαστήριο για το Trial of the Pyx, δηλ. την εξακρίβωση-πιστοποίηση της περιεκτικότητας των νομισμάτων της Βασιλικής Μήτρας σε συγκεκριμένα και αποδεκτά μέταλλα.

Τέτοια φυλαχτά με Σώμα & Αίμα είτε σε μορφή στρογγυλού μεταλλικού μενταγιόν είτε ως μικρά ξύλινα ή μεταλλικά κουτάκια (τα οποία έσερναν μαζί τους σε μια δερμάτινη τσάντα [burse]), είχαν πάντοτε μαζί τους οι Δυτικοί ιερωμένοι, προκειμένου να τελέσουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εις όφελος όσων λόγω π.χ. ασθενείας ή φυλάκισης, αδυνατούσαν να προσέλθουν σε ναό.

Εξ άλλου και σήμερα πολλοί πιστοί έχουν μαζί τους ένα φυλαχτό μ’ ένα μικρό κομμάτι από original Τίμιο Ξύλο, που το γράφει στην ούγια και πωλείται σε ελάχιστες ποσότητες (για να φτάσει για όλους). Οπότε ο Ζωρζ Πιλαλί, μάλλον υπερέβαλε λιγάκι, όταν σε κάποια μωραϊτο-αμερικάνικη πρόζα του, περιέγραψε την φάση όπου καλούσε τη γκόμενα ν’ αράξει στον καναπέ του, που ήτανε ολάκερος από Τίμιο Ξύλο (σμιλεμένος στο χέρι)!

Αν ισχύουν όλ’ αυτά, εδώ στην έκφραση έχουμε το ρήμα «τραβιέμαι», με την κυριολεκτική έννοια (τραβολογάω-ώ-ιέμαι), δεδομένου ότι στους καβγάδες, το πρώτο πράγμα που σηματοδοτεί πάλη, ήταν να βουτήξει ο ένας τον άλλο απ’ τα πέτα (βλ. έκφραση «ήρθαμε πέτο με πέτο») ή απ’ το σταυρό-φυλαχτό κλπ, ενώ κατά τις ιστορικές λεηλασίες ή ακόμα και σήμερα ληστείες, το πρώτο πράγμα που διαρπάζεται-κόβεται με την βία είναι τυχόν πολύτιμο κόσμημα στο στήθος (πολλές φορές πάνω στη φούρια κόβονταν και αυτιά που φορούσαν σκουλαρίκια! – Σ.Σ. το ίδιο κάνουν σήμερα τα σεπτά όργανα της Τάξης, όταν διενεργούν την προβληματικής συνταγματικότητας «εξακρίβωση» ή «προσαγωγή υπόπτου», όταν ο «ύποπτος» δηλ. κανας 20άχρονος φοράει σκουλαρίκια = τον τραβάνε απ’ το σκουλαρίκι με πίκα, έτσι, να πονέσει ο πούστης) και όχι η μεταφορική έννοια τραβιέμαι = ταλαιπωρούμαι, κάνω μακρά οδοιπορικά, έχω μπλεξίματα («τραβηχτικές») κλπ.

Την λέξη σαντικλέρι = φυλαχτό, διακοσμητικό, τιτριμίδι, στολίδι για τα μαλλιά, την απαντά κανείς και σήμερα (κομμάτι περιορισμένα όμως λόγω παλαιότητας) στα παρ’ ημίν εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας.

Άλλωστε, τα επιστήθια -και μη- στολίδια είχαν διάφορα είδη και ονόματα (φυλαχτά, εγκόλπια/γκό[ρ-λ]φια, χαϊμαλιά, κιουστέκια, τρέμολα, σπίλες, σπλίγγες, ξελίτσια, καμπάνες, καράβελα, πρεπενδούλια, κριτσάπια, μποτόνια, αμπράκαμοι, κωνσταντινάτα / κωσταντιά-ντινά, βενετιά, διμισκιά κλπ), αναλόγως προς την εξάρτηση-συνάφεια των τεχνιτών με την Δύση ή την Ανατολή (π.χ. το ισνάφι τους λέγονταν ελ. χρυσικοί ή ιταλ. τζογιελιέρηδες ή τουρκ. κουγιουμτζήδες/κοϊμτσήδες/κοεμτζήδες ή αραβ. τζιοβαερτζήδες). Μύλος...

Έπειτα, ας μην ξενίζει η «έκπτωση» λατρευτικού αντικειμένου σε διακοσμητικούς χαριεντισμούς. Το καθ’ ημάς κομπολόι, ελάχιστα χρησιμοποιείται στα καφενεία ως ροζάριο...

Αν η έκφραση προήλθε κατ’ ευθείαν από την χρήση ως διακοσμητικό της γυναικείας κώμης, τότε για την σημασία της δεν χρειάζεται να πάμε μακριά... (βλ. μαδομούνι, ήρθαμε μαλλί με μαλλί / εξτένσιον με εξτένσιον, γατοκαβγάς κλπ).

Αυτήν την ερμηνεία μπορώ ν’ ανασυνθέσω προς το παρόν, μέχρι να εμφανισθεί κανάς επιστήμων από την Γαλλία, που να τα’ χει πεί πρωτύτερα και να’ ναι πιο προικισμένος...

- Τσιμπάς ζάρι λέμε! Απ’ το σπίτι σου τα 'φερες;
- Εγώ; Να στραβωθώ! Να με πάνε δεμένο στον Άγιο! Μα τη Μπαναΐα όχι!
- Βρε ακούς εκεί που σου λέω; Παίζε καθαρά, για θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεγκλέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον υποτιθέμενο χαιρετισμό μεταξύ αλεπούδων, κουναβιώνε και λοιπών γουνοφόρων ζουδίων πριν ξεμυτίσουν από την φωλιά τους: αν μας τσακώσουν αδέλφια το χάσαμε το τομάρι μας, ραντεβού στα γουναράδικα!

Αγαπημένη έκφραση του Άρη Βελουχιώτη, την ξεστόμιζε πριν εκδράμει σε παράτολμη αποστολή με το κονσερβοκούτι ανά χείρας. Ο Άρης τελικά κατέληξε στα γουναράδικα, δοσμένος στεγνά από τα συντρόφια του.

- Οι σκατομπατσοι τολμησαν να βγαλουν και ανακοινωση με την οποία μας ενημερωνουν πως θα εξεταστεί το … ενδεχομενο να ευθύνονται αστυνομικοί για τον τραυματισμό του ανθρωπου! Όχι ρε συγχρονοι ταγματασφαλιτες! Αφηστε το… Μη το ψαξετε καθολου. Μονος του πήγε και έπεσε πάνω στο αναποδο γκλοπ του μπατσου ή στη φυσουνιερα του. Αφηστε το… Γνωστο μαγειρεμα. Αλλα να εχετε στο νου σας πως και οι μολοτοφ χανουν το δρομο τους. Ραντεβού στα γουναράδικα που θα σας πάρουμε τα δικά σας τομάρια. (εδώ)

- Στην αρχή μας απειλούσαν με κρεμάλες, στη συνέχεια είπαν να πάρουν τα κονσερβοκούτια και ακούγοντας τον ύμνο του ΔΣΕ ψάχνουν τον τέταρτο γύρο. Είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπεις πόσο μικροπολιτικά και ελαφρά στήνετε, κυρίως διαδικτυακά ένα εμφυλιακό σκηνικό. Με πόση ευκολία όλοι αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες κάνουν λόγο «για ραντεβού στα γουναράδικα» και για την εκδίκηση του Μελιγαλά. (εκεί)

- Σήμερα, στην περίοδο της τριπλής κατοχής (Ecofin, ΕΚΤ, ΔΝΤ), κάποιοι σίγουρα θα αντισταθούμε (δίνοντας ραντεβού στα γουναράδικα). Παράλληλα, θα εμφανιστούν οι αντίστοιχοι «δoσίλογοι» (συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.). Η ελπίδα μας είναι πως σε αυτή την Αντίσταση, δεν θα χάσουμε πάλι, ούτε οι «προσκυνημένοι» θα επικρατήσουν ξανά.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαθρέμπορος. Ο όρος αναφέρονταν κυρίως σ' αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης. Ο αντίστοιχος όρος για την ξηρά ήταν κατσιρματζής ή κατιρματζής. Η ακμή των κοντραμπατζήδων είναι από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και κάποιοι συνέχισαν και αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα. Οι κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους "κώδικα τιμής" (π.χ. έκαναν αγαθοεργίες, απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδυνάτους) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων.

Ο κοντραμπατζής-κι αυτός λαθρέμπορος- ο μυτιληνιός κι αϊβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός, παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ' αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ' το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες. Από εδώ

Ο Ηλίας Βενέζης στην "Αιολική Γη"τους περιγράφει έτσι:

"Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. ...ποτές κανένας κοντραμπατζής δε φύλαγε το χρυσάφι...Το σκορπούσαν σε γλέντια, το ξόδευαν σε γυναίκες, το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές."

Συνώνυμο: κοντραμπαντιέρης

Ετυμολογία (από Μιτζνούρ): κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando < ιταλ. contrabando από contra- αντι- και bando απαγόρευση. bando < υστερολατιν. bannum < φράγκικο ban = απαγόρευση, < υστερογερμανικο *bannan δηλώνω, διατάζω, απαγορεύω < πρωτογερμ. bannen αποκλείω, απαγορεύω, πιθ. πρωτογενής σημασία μιλάω δημόσια, < πρωτο-ιαφεθιτικό μορφημα *bha- μιλάω. Κι εξ αυτού, φημί και φήμη, από εδώ.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το τραγούδι "Κοντραμπατζήδες" του Κώστα Ρούκουνα, αγαπημένο τραγούδι του παππού μου, του καπτα-Μήτσου, που έκανε αυτή τη δουλειά στα νιάτα του.

Κοντραμπατζήδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχική έκφραση φαίνεται ότι είναι αλλάζω τα πέταλα. Μάλλον πρόκειται για μια σειρά από πράγματα που είναι κοπιαστική η αλλαγή τους, οπότε η έκφραση έχει τη σημασία εξουθενώνω. Ο Νίκος Σαραντάκος εδώ αναφέρει δύο κατηγορίες εκφράσεων με το αλλάζω. Η μία είναι οι θρησκευτικές, όπως όταν αλλάζουμε τον Χριστό, την Παναγία, την πίστη, τον αδόξαστο (=τον διάβολο), οπότε η εξουθένωση αφορά σε κάποιο είδος αλλαξοπιστίας. Οι δεύτερες είναι οι τεχνικές που αφορούν σε μία αλλαγή που είναι τεχνικώς κοπιαστικό να γίνει, όπως λ.χ. όταν αλλάζουμε τα φώτα, τα ράμματα, τα λάδια / πετρέλαια και τα πέταλα. Πρόκειται για εκφράσεις που αναφέρονται σε κοπιαστικές, εξουθενωτικές εργασίες, οπότε δηλώνουν μια σχετική εξουθένωση και βασανισμό. Στην τελευταία εννοείται μάλλον η δύσκολη αλλαγή πετάλων αλόγου (δες) ή άλλου ζώου με πέταλα. Υπάρχει και η παραλλαγή αλλάζω τα καρφοπέταλα που λένε στο χωριό του Στέφανου Χίου και όχι μόνο.

"Εδώ μέσα θα σας αλλάξουμε τα καρφοπέταλα", μετά το 1.30 προς το τέλος

Σταδιακά η έκφραση ειπώθηκε και ως γαμάω τα πέταλα, σε στυλ γαμώ + αντικείμενο, όπως λ.χ. γαμώ τα πρέκια, τα βάρδουλα κ.ο.κ. Ανάλογη εξέλιξη έχουμε από το αλλάζω τα ράμματα σε γαμάω τα ράμματα. Βλ. και γαμοπέταλος. Πιθανόν να υπήρξε και έλξη από την έκφραση τινάζω τα πέταλα, όπου αναφέρεται όμως στον θάνατο του ζώου. Αντιθέτως, το γαμάω τα πέταλα μάλλον προέρχεται από την αλλαγή πετάλου, (χωρίς να αποκλείεται να συνδέονται τα δύο).

Του αλλάζει τα πέταλα

  1. Του γαμησε τα πεταλα η γκομενα στο ρεφραιν [...] ασε που τα μπίτια αυτα ειναι ιερα και του γαμησε τα πεταλα. (Εδώ).
  2. 162000χλμ και τα φρένα δεν έχουν κάνει κιχ (και του γαμαω και τα πεταλα στα φρενίδια πλεον) (Εδώ).
  3. Η διοικηση να τους γαμησει τα πεταλα στα δικαστηρια. (Εδώ).
  4. Καυλοβοών: Θα σου γαμήσω τα πέταλα! Καυλάουρα: Αγάπη μου, δεν μπορείς να είσαι πιο ρομαντικός; Καυλοβοών: Καλά, θα σου γαμήσω τα ροδοπέταλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified