Further tags

Σεβαστό ποσό χρημάτων που ο ιδιοκτήτης απαιτεί μαύρα πριν από την κατάρτιση της μίσθωσης καταστήματος. Στα ένδοξα χρόνια του ελληνικού υπαρκτού σοσιαλισμού και στις αρχές της 10ετίας του 1990, που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις γνώριζαν άνθιση και τα καταστήματα προς ενοικίαση είχαν μεγάλη ζήτηση, ήταν ευρέως διαδεδομένη πρακτική. Σήμερα αμφιβάλλω αν διατηρείται πουθενά. Πιθανά, ίσως, στους πολύ κεντρικούς δρόμους μεγάλης εμπορικότητας Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

-Και πόσο είναι το ενοίκιο;
-200.000 δρχ. το μήνα και 2.500.000 αέρα.
-Ωραία, τον αέρα θα τον πληρώσω με επιταγή.
-Τι λε ρε φίλε, έχει κι άλλα έξυπνα παιδιά η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρα-τραπεζική slang για τον ΙΒΑΝ, τον Διεθνή Αριθμό Τραπεζικού Λογαριασμού.

Χρησιμοποιείται από αστειάτορες τραπεζικούς υπαλλήλους αλλά και από συνταξιούχους πελάτες λόγω της προφανούς (;) ομοιότητας του με το γνωστό σλαβικό όνομα Ива́н.

Τα αμερικανάκια το προφέρουν Άιμπαν...

- Μαρή Τούλα, με ζητήσανε από τον ΙΚΑ να τους φέρω έναν Ρώσο από την τράπεζα αλλιώς δεν θα με δίνουν πιά την σύνταξη... Αχ Ελλαδίτσα μου, θα μας φάνε πια αυτοί οι ξένοι...
- Καλά γιαγιά, ωραία φέτα... Τον ΙΒΑΝ σε ζήτησαν...
- Ναι, μωρέ, αυτόν τον τέτοιο, τον τρομερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διακοσάευρα. Άκουσα και το «χλεμπονιάρικα» και το κίτιρινα. Λέγεται από ταμίες χοντρών κι όχι λιμών.

Ήδη αναφέρονται αλλού τα μωβ, τα πράσινα και τα γιοφύρια. Για τα κατοστόευρα άκουσα το «λαχανιά», αλλά επιφυλάσσομαι κάργα.

- Σκανάρησες τα κίτρινα;
- Στάκα να ξεμπερδέψω με τα μωβ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τραπεζική αργκό, εκ του γαλλικού position που σημαίνει θέση. Ο γαλλικός όρος έχει αρχίσει να υποχωρεί υπέρ του ελληνικού (και καλά κάνει) αλλά λέγεται ακόμα από αρκετούς παλιούς τραπεζικούς.

Ποζισιόν είναι η ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των λογαριασμών ενός πελάτη στην τράπεζα. Συνεκδοχικά χρησιμοποιείται περισσότερο: είναι η συνοπτική αποτύπωση αυτής της κατάστασης των λογαριασμών σε μια εύληπτη παρουσίαση, ιδανικά σε ένα φύλλο χαρτί. Χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αλλά με τον αριθμό, το είδος και το υπόλοιπο των λογαριασμών μόνο, την ημερομηνία αναφοράς, άντε και βασικά στοιχεία για τα τυχόν καλύμματα (προσημειώσεις, υπέγγυες επιταγές κλπ). Κλασικό απαιτούμενο για κάθε χορηγητική (δανειακή) απόφαση της τράπεζας.

Ο ελληνικός όρος θέση είναι ευρύτερος και συμπεριλαμβάνει διάφορα χρηματοπιστωτικά και χρηματιστηριακά φαινόμενα που, και να τα ήξερα, νομίζω πως είναι ακόμα λιγότερο καταχωρήσιμα.

  1. Ορολογία στο μπαλέτο. Η συγκεκριμένη θέση του σώματος του χορευτή όταν ξεκινά ή ολοκληρώνει μια κίνηση. Στο κλασσικό μπαλέτο υπάρχουν πέντε βασικές ποζισιόν. Βλ. εδώ.

  2. Στην «πολ ποζισιόν» (pole position), την πρώτη θέση εκκίνησης δηλαδή στην φόρμουλα. Πολύ συχνότερα, βέβαια, λέγεται με την αγγλική προφορά (πολ ποζίσιον).

  3. Στην «ποζισιόν ντιφισίλ» (position difficile), γαλλοπρεπής τρόπος να πεις δύσκολη θέση.

  1. - (Ε ρε γκαύλες ο δικός σου να έρθει πρωινιάτικα στην τράπεζα) καλημέρα σας, τι θα θέλατε;
    - Είστε ο διευθυντής;
    - Ναι, παρακαλώ.
    - Επιθεώρηση. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο για καταμέτρηση, βγάλε καταστάσεις συμφωνίας ταμείου και πες στις χορηγήσεις να ετοιμάζουν φακέλους.
    - (Και το είδα το όνειρο) Όριο ελέγχου κύριε επιθεωρητά;
    - Όλους, αλλά γι’ αυτήν τη βδομάδα τους πελάτες από ένα εκατομμύριο και πάνω. Κάθε χορήγηση με την ποζισιόν της από πίσω και τα παραστατικά, μην ψάχνω σε χαρτιά και χαρτάκια.
    - Μάιστα (πάνε τα επόμενα διακόσια σαββατοκύριακα...)

2α. Από εδώ:

Ο αλαλάζων ήταν ένας νέος που θα μπορούσε να είναι ο πρόεδρος της Ένωσης Σπασικλακίων Ελλάδος, με γυαλιά που είχαν να καθαριστούν από τις προηγούμενες εκλογές, παντελόνι πάνω από τον αφαλό, μπλούζα επιμελώς βαλμένη μέσα από το παντελόνι και πέλματα σε γωνία 180 μοιρών με τις φτέρνες ενωμένες (πρώτη ποζισιόν για όσους ξέρουν από μπαλέτο).

2β. Από εδώ:

Καλά, εσύ αν έχεις μπιροκοιλιές και σώμα σαν το μεγάλο ρεμάλι και μπορείς να εκτελέσεις μία σωστή ποζισιόν στο μπαλέτο εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις.

  1. Από εδώ:

Ο μεγάλος άτυχος του πρώτου αγώνα ήταν ο Δανός Κάσπερ Άντερσεν με την ομάδα της Μίντζλαντ, ο οποίος ενώ είχε ξεκινήσει από την πολ ποζισιόν, έχασε την πρώτη θέση όταν η ομάδα του καθυστέρησε στον ανεφοδιασμό καυσίμων κατά τη διάρκεια του pit stop.

  1. Από εδώ:

Λέω ό, τι αισθάνομαι, σε σημείο που μπορεί να φέρει καποιους σε ποζισιόν ντιφισίλ. LOL!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρά τραπεζική αργκό, εκ του γαλλικού valeur που σημαίνει αξία, από τότε που οι Γάλλοι επηρέαζαν μεγάλο τμήμα της οικονομικής, πνευματικής αλλά και καθημερινής (βλ. ορολογία αυτοκινήτου) ζωής στην Ελλάδα.

Καθόλου βρώμικη λέξη ή λέξη της πιάτσας, αναφέρεται αυτούσια σε πλείστα έγγραφα, τραπεζικά αλλά και νομοθετικά· θεωρώ ωστόσο ότι η παρασπονδία της καταχώρησής της συγχωρείται από την μη εκτεταμένη χρήση ελληνικού αντίστοιχου όρου, την ιδιομορφία της ίδιας της έννοιας αλλά και το γεγονός ότι αφορά όλους (μα όλους) τους πελάτες τραπεζών.

Βαλέρ είναι η ημερομηνία αξίας μιας συγκεκριμένης καταχώρησης σε έναν λογαριασμό, η οποία συχνά διαφέρει από την πραγματική ημερομηνία της πράξης. Αξία εδώ σημαίνει την παραγωγή αποτελεσμάτων - πριν από την επέλευση αυτής της ημερομηνίας το καταχωρηθέν ποσό εμφανίζεται μόνο λογιστικά, σαν φάντασμα, χωρίς να επηρεάζει κατ’ ουσίαν τον λογαριασμό. Με νομικούς όρους, άλλες φορές παραμένει υπό αίρεση (δηλαδή με την προϋπόθεση ότι θα συμβεί ή δεν θα συμβεί ένα γεγονός) και μετά είτε «επικυρώνεται» είτε ανατρέπεται («αντιλογίζεται») και άλλες φορές παραμένει υπό προθεσμία (ως δικαίωμα ή υποχρέωση που περιμένει να «ωριμάσει»).

Πάμε κατευθείαν σε παραδείγματα για να μην χαθούμε:

  • Σύμφωνα με τα μέχρι πρότινος ισχύοντα, αν καταθέσω σήμερα μετρητά στον λογαριασμό μου, αυτά θα αρχίσουν να τοκίζονται από αύριο. Από αύριο, επίσης, θα μπορώ να τα αναλάβω (να τα «σηκώσω»). Μέχρι αύριο θα φαίνονται στο υπόλοιπο αλλά όχι στα «διαθέσιμα» του λογαριασμού. Εδώ έχουμε βαλέρ επομένης (ενν. εργάσιμης ημέρας).
  • Αν καταθέσω προς είσπραξη μια επιταγή που μου έδωσε κάποιος (π.χ. ένας πελάτης μου) σήμερα στην τράπεζα που γράφει πάνω η επιταγή, θα συμβεί το ίδιο με το προηγούμενο παράδειγμα (εκτός κι αν είναι πέτσινη). Αν την καταθέσω σε άλλη τράπεζα, όπως έχω την επιλογή χάρη στο σύστημα ΔΙΑΣ, η βαλέρ θα είναι δύο ημερών (εκτός από επιταγές μερικών συνεταιριστικών τραπεζών και επιταγές εξωτερικού).
  • Αν καταθέσω χρήματα στον λογαριασμό της πιστωτικής κάρτας ή δανείου, η βαλέρ κανονικά θα πρέπει να είναι επομένης το αργότερο. Αυτό σημαίνει ότι και με την τσίμπλα στο μάτι να πάω στο κατάστημα για να πληρώσω, τους τόκους εκείνης της ημέρας μάλλον θα τους χρεωθώ.

Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η βάση της πρακτικής αυτής είναι δίκαιη και εύλογη - οι δόλιες καταχρήσεις της είναι που λειτουργούν σε βάρος των πελατών. Πιο συγκεκριμένα:

Στην περίπτωση της κατάθεσης μετρητών η αξία τους γίνεται μετρήσιμο μέγεθος για την τράπεζα κατά το κλείσιμο του ταμείου. Πολύ σχηματικά, κατά τις πέντε το απόγευμα, η Διεύθυνση Λογιστικού θα πει στα μεγάλα κεφάλια «μάγκες τόσες καταθέσεις έχουμε αυτήν τη στιγμή». Τότε μόνο μπορεί η τράπεζα να διαχειριστεί (εκμεταλλευτεί) τα ποσά αυτά. Για τις επενδυτικές ενέργειες της τράπεζας η μέρα έχει, θεωρητικά, χαθεί ως προς τα χρήματα που βάλαμε το πρωί - την άλλη μέρα θα μπορέσει να τα τοποθετήσει όπου επιλέξει. Εδώ έχουμε την προθεσμία που λέγαμε. Να σημειωθεί ότι εδώ έγκειται η δεύτερη μετάφραση του όρου: τοκοφόρος ημερομηνία.

Αλλά και στην περίπτωση της επιταγής υπάρχει λογική, μόνο όμως στο σκέλος της κατάθεσης π.χ. μιας επιταγής Eurobank σε λογαριασμό Alpha. Η πρώτη τράπεζα δεν μπορεί να ξέρει νωρίτερα από μεθαύριο για το αν μια επιταγή έχει αντίκρυσμα, καθώς τόσο κάνει το σύστημα ΔΙΑΣ να απαντήσει, επομένως ούτε να δώσει τα λεφτά μπορεί (εκτός αν τα δανείσει, άλλο εκείνο) ούτε να τοκίσει, αφού περιμένει να δει αν θα πληρωθεί ή όχι. Πολλοί καημένοι τραπεζικοί έχουν πληρώσει είτε από την τσέπη τους είτε με πειθαρχικά και απολύσεις επιταγές που από ευπιστία ή απροσεξία κατέθεσαν με βαλέρ συντομότερη απ’ ό,τι έπρεπε, μόνο για ν’ αποδειχθεί ότι η φάση ήταν στημένη: επέστρεψε απλήρωτη και ο κομιστής είχε ήδη σηκώσει το ποσό και εξαφανιστεί. Εδώ κολλάει και η έννοια της αίρεσης.

Βαλέρ υπάρχει σε πολλές συναλλαγές, π.χ. με συναλλάγματα κλπ. Μια ενδιαφέρουσα χρήση της λέξης είναι για την ημερομηνία κατά την οποία αποκτά επίπτωση μια μη χρηματική μεταβολή, εκτός λογαριασμών κλπ. Βαλέρ είναι η (συνήθως πλασματική) ημερομηνία ενός βαθμού στην επετηρίδα των τραπεζικών υπαλλήλων. Αν για παράδειγμα πάρω το πτυχίο μου τον Ιούνιο, τα βαθμολογικά και μισθολογικά οφέλη μπορεί να ξεκινήσουν αναδρομικά από την αρχή του έτους. Τότε λέμε ότι «έγινα λογιστής Β’ με βαλέρ Ιανουαρίου».

Ελληνοποιημένα παράγωγα: βαλεριακός (επίθ.), βαλεριακά (επίρ.).

Συγγνώμη για το μέγεθος, ελπίζω να ήμουν κατατοπιστικός. Διαβάστε επίσης: πληροφορίες ενός insider, έγγραφο της ΤτΕ, συνοπτική πληροφόρηση της www.dolceta.eu.

  1. Από εδώ:

Μόλις σήμερα παρατήρησα πως η Τράπεζα **** δεν έχει βαλερ στις καταθέσεις... ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΝ!

  1. Από εδώ:

- H valeur έχει να κάνει με το από πότε τοκοφορεί το ποσό που έβαλες, το λεγόμενο βαλεριακό υπόλοιπο ότι το διαθέσιμο. Συνήθης πρακτική είναι και στην κατάθεση και στην ανάληψη να έχουν valeur την επόμενη εργάσιμη. Αν το σύστημά τους έχει μπερδέψει το βαλεριακό με το διαθέσιμο, τότε απλά είναι για τα μπάζα, αλλά και έτσι να είναι δεν θα δει το σύστημά τους ότι υπάρχει υπόλοιπο την επόμενη μέρα για να τραβήξει το υπόλοιπο ; Τσέκαρέ το όμως, σίγουρα δουλεύουν έτσι ;
- Η ***** όντως έχει αυτό το κακό. Αν κάνεις κατάθεση χρημάτων, αυτά είναι διαθέσιμα την επόμενη ημέρα (όχι απαραίτητα εργάσιμη). Έχει δηλαδή 24ωρο βαλέρ κατά το οποίο τα χρήματα δεν είναι διαθέσιμα αλλά λογίζονται μόνο ως λογιστικό (και όχι διαθέσιμο) υπόλοιπο. Στη μόνη περίπτωση που είναι άμεσα διαθέσιμα τα χρήματα είναι αν γίνει μεταφορά από τρίτο στην ίδια τράπεζα.

  1. Από εδώ:

Την ερχόμενη Τρίτη θα πληρωθούν μέρος των οφειλομένων οι εργαζόμενοι στον Καλλιτεχνικό Οργανισμό του Δήμου Βόλου. Τελικά δεν πληρώθηκαν χθες επειδή το ποσό των 150.000 ευρώ κρατήθηκε για δύο ημέρες, «βαλέρ», από την τράπεζα.

Σ.σ.: Τα ονόματα των τραπεζών έχουν λογοκριθεί γιατί με τον ν. 3862/2010 τα δεδομένα άλλαξαν και οι τράπεζες, θέλουν δεν θέλουν, ήδη συμμορφώνονται (λέμε τώρα), κάνοντας επίφοβη για το σάιτ την ανάρτηση παλαιών πληροφοριών. Καμία σχέση δεν έχει ότι διαθέτουν στρατιές δικηγόρων. Όποιος επιθυμεί περαιτέρω πληροφορίες επισκέπτεται τις παραπομπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην χρηματιστηριακή: Stop loss: κανα σεμινάριο τεχνικής ανάλυσης 101 θα βοηθήσει όσους μαζόχες δεν γνωρίζουν (συνεπώς δεν τους χρειάστηκε ως τώρα), αλλά θέλουν να μάθουν τι είναι ο «πωλητικός στροφέας - stop loss». Χοντρά και εντελώς εκλαϊκευμένα πρόκειται για την τιμή (μετοχής ή δείκτη τεχνικής ανάλυσης) που συνιστάται να τίθεται από τον επενδυτή εκ των προτέρων ως σημάδι για το πότε πρέπει να θεωρήσει την επένδυση αποτυχημένη και απλά να αλλάξει θέση, ακόμα και αν μέχρι εκείνο το σημείο έχει καταγράψει μόνο ζημίες. Οικονομολόγοι, αν χρειάζεται κττσγ (λολ) συμπληρώστε σχόλιον ή ορισμό, παράκληση μη μας πήξετε με όρους metastock.

  2. Στην καθομιλουμένη (εδώ είμαστε): Στοπ λος: αφορά σε απόφαση για ενέργειες με σκοπό την ελαχιστοποίηση μιας χασούρας. Δηλαδή τ. έκανα κίνηση στοχεύοντας κάπου ψηλότερα, έκανα την προσπάθειά μου, έδωσα τις μάχες μου, σκατά, τζίφος, απροσδόκητα με πήρε η κατηφόρα και η κατάστασις αντί να καλυτερεύει, βελτιούται συνεχώς. Που πα’ να πει, το παίρνω απόφαση, το παιγνίδι είναι χαμένο, η κατηφόρα μη αναστρέψιμη, ώρα να μαζεύω, όσα μου έμειναν, έστω κι αν αυτά είναι μόνο τα κομμάτια μου και να την κάνω με ελαφρά πριν πιάσω πάτο και βρεθώ εγκλωβισμένος για πάντα σε ένα συνεχές παρόν που δε γίνεται αύριο.

  1. Εδώ για τα οικονομικά:
    Αλλα τι ειναι ακριβως αυτο το «στοπ λος»;Ειναι μια γραμμη στον οριζοντα; Ενα σημειο το οποιο αντιπροσωπευει την max. ζημια σε ενα trade; Κοντα αλλα οχι ακριβως. Ειναι ενα πολυ σημαντικο σημειο του σχεδιου και της ρουτινας μας.

  2. - ...και δεν υπάρχει ελπίδα; Το πήρες απόφαση;
    - Ρε Μπέκυ, προσπάθησα, αλήθεια προσπάθησα, τόσο καιρό σου ζαλίζω τον έρωτα και σένα με τις μαλακίες μας. Αφού στα 'χω πει για τις πίκρες που έχω φάει και παρόλα αυτά εγώ εκεί, να τρώω τα μούτρα μου να τον κάνω να συμπεριφερθεί σαν άνθρωπος...
    - Ξέρω γω βρε Αλεξία μου δυο χρόνια είστε μαζί, λέγατε να το πάτε και σοβαρά, όλα τσάμπα;
    - Κουράστηκα Μπέκυ, δεν παλεύεται η φάση, στοπ λος, πάω παρακάτω. - Πού παρακάτω; Μωρή τον έχεις έτοιμο;! Και κάθομαι και στενοχωριέμαι για σένα; - Μπα... μαλακίες... Δεν ξέρω... Μπορεί να πάρω τηλέφωνο αυτό το δικηγόρο το Βασίλη που με πίεζε η μάνα μου ότι είναι γαμώ τα παιδιά και έλιωνε λέει για πάρτη μου. Ξέρω γω... ό,τι να 'ναι.

To στοπ λος του διπλού κώλου (ελεύθερη μετάφραση λέξη λέξη) (από Galadriel, 24/09/10)Δεν έβαλες στοπ λος ρε κατεστραμμένε, κάτσε στο παγωτό τώρα, κατέβα με λεωφορείο από την Πάρνηθα. (από Galadriel, 24/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφάτως γεννηθείς (ελέω κρίσεως) οικονομικός όρος.

Καβάντζα αποταμιευμένων χρημάτων. Μάλλον πρόκειται για συσσωρευμένα μαύρα λεφτά. Είναι το περίφημο οικονομικό λίπος που έχει να «κάψει» ακόμα η ψωρογιώργαινα. Αυτοί που ξέρουν, (οι ίδιοι που μας έλεγαν ότι όλα πάνε καλά και να μην ακούμε τους γκρινιάρηδες), λένε σήμερα χαιρέκακα ότι όταν το λίπος αυτό σωθεί, τότε θα τραβήξουμε τα σοβαρά ζόρια.

Ίσως τότε τα πράγματα θα αποκτήσουν και αληθινό ενδιαφέρον, συμπληρώνω εγώ, ο άσχετος με τα οικονομικά.

  1. Αν οι ζοφερές προβλέψεις επιβεβαιωθούν, αν τα λουκέτα πολλαπλασιαστούν, αν το διαζύγιο της τραπεζικής ολιγαρχίας από τους μικρομεσαίους οριστικοποιηθεί, το κάψιμο του “μεσαίου λίπους” θα ολοκληρωθεί μέσα σε λίγους μήνες.
    Από εδώ.

  2. Το λίπος της επαρχίας. Από εδώ

(Δεν εντάσσω τους συγκεκριμένους σχολιαστές των παραδειγμάτων στην ομάδα των χαιρέκακων που αναφέρω στον ορισμό).

βλ. και ύλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό με έννοια επιρρήματος. Στην αργκό μεταφορικώς σημαίνει το minimum τίμημα μιας υπηρεσίας ή δοσοληψίας εν γένει, δηλ. όπως λέμε «ακατέβατα», το οποίο ορίζεται είτε μονοπωλιακά ή συντεχνιακά, είτε αριστίνδην, είτε καταχρηστικά, ως ελάχιστο αναμενόμενο μπουγιουρντί.

Προέρχεται από την ελάχιστη τιμή της «κούρσας» ή «σημαίας» (πλέον κομίστρων) των ταξιτζήδων, που καθορίζεται με υπουργική απόφαση.

Στην Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα, οι ελάχιστες τιμές πολλών αγαθών ήταν υπερτιμημένες (μεταξύ άλλων) λόγω ευδαιμονίστικης (κνίτικη αναβίβαση τόνου) επίδειξης των καταναλωτών, αλλά και λόγω έλλειψης συλλογικότητας στην αντιμετώπισή τους, αλλά πάνε πια αυτά (βλ. σχόλια εδώ)...

  1. — Για πού το 'βαλες με τη σακούλα;
    — Πάω κατά Μοναστηράκι να σκοτώσω έναν καινούριο επενδύτη που βούταρε ένας φίλος απ' τον ιματισμό του Παλάσκα. Πόσα λες να πιάσει;
    — Ξέρω γω; Κάνα εικοσάρικο...
    — Εικοσάρικο καινούριος ολόμαλλος επενδύτης; Αφού τους πουλάνε 150-200 το κομμάτι! — Γιατί, μαζί το 'χετε το μαγαζί; Να βγάλω και κάτι σου λέει ο άλλος...
    — Είπα γω όχι; Αλλά όχι ρε φίλε και να με γδάρουνε έτσι! Αμ δε σφάξανε, θα πάω αλλού.
    — Όπου και να πας, ταρίφα είναι. Αφού είναι συνεννοημένοι και κρατάνε τιμές, χώρια που ξέρουν πού το βρήκες...

  2. Είσαι για πίστες απόψε;
    — Έχεις να δώσεις εκατό φράγκα ν' ακούσεις τα σκυλιά; — Έλα ρε, θα πάρουμε και τα κορίτσια μαζί, που γουστάρουνε, πόσο θα μας έρθει;
    — Ένα εκατομπενηντάρι το τραπέζι ταρίφα, δυο μπουκάλια τουλάχιστον –χώρια κάτι σου 'πα κάτι μου 'πες, κατοστάρικο το κεφάλι θα πάει (κι αυτό αν δεν έχουν και την απαίτηση να τις κεράσουμε)...
    — Σαν πολλά...
    — Εμ, δε σου λέω εγώ; Άσε, πάμε 'δώ σ' ένα συνοικιακό που παίζει ντάμπα-ντούμπα και μετά τις κερνάμε πατσά, να μας δει κι ο Θεός...

  3. — Ψάχνω να νοικιάσω κανα δυαράκι προς Εξάρχεια μεριά, έχεις τίποτα υπ' όψη σου;
    — Δεν ξέρω τίποτα συγκεκριμένο, αλλά είναι γεμάτος ο τόπος από ενοικιαστήρια, κάτι θα βρεις.
    — Πόσο περίπου λες να πάει το μαλλί, θα με φτάσουν 300-350 ευρά;
    — Μπααα, ούτε γι' αστείο! Για 450-500 στο νερό σε κόβω να δίνεις, το 'χουν ταρίφα οι πούστηδες. Εκτός κι αν μείνεις σε κάνα γκρεμίδι...

  4. — Πώς να το παίξω, Πανσερραϊκός-ΠΑΟΚ;
    — Ξερό διπλό! Αφού τους έχουνε δέκα χρόνια τώρα, δυο μπαλάκια ταρίφα...

Radio Tarifa (από HODJAS, 09/06/10)Tarifas (από perkins, 10/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λεξικογραφημένες χρήσεις βλ. π.χ. εδώ.

Τραπεζική και επιχειρηματική αργκό. Σημαίνει ότι η τράπεζα σφραγίζει ως «ακάλυπτες» επιταγές που έχω εκδώσει και συνεπώς η ευθύνη μου πια εκτός από αστική (χρηματική) είναι και ποινική. Η τράπεζα αναγγέλλει την σφράγιση στον Τειρεσία, μέσω αυτού ενημερώνονται όλες οι Τράπεζες και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αποκλείουν τον εκδότη από άμεση ή έμμεση πιστοδότηση. Σε δεύτερο επίπεδο ενημερώνονται οι πελάτες των τραπεζών που προμηθεύουν τον εκδότη με αγαθά και πράττουν αναλόγως, δηλαδή αρνούνται να αποδεχθούν επιταγές του, κάτι που οδηγεί στο να μην μπορεί αυτός να προμηθευτεί τίποτα αν δεν έχει μετρητά. Και αν είχε μετρητά δεν θα είχε σφραγίσει.

Η σφράγιση είναι η ώρα μηδέν για τον επιχειρηματία. Όλη η προσπάθεια σε μια δοκιμαζόμενη επιχείρηση είναι να μην χάσεις την φερεγγυότητά σου. Και τίποτα δεν φωνάζει πιο δυνατά και ταυτόχρονα πιο απλά και συνοπτικά στην πιάτσα «αφερέγγυος» από την οριστική αδυναμία σου να καλύψεις μια επιταγή.

Για να προλάβω τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις στην καταχώρηση του λήμματος, διευκρινίζω το εξής: Το λεξικογραφικό ενδιαφέρον έγκειται στην ενεργητική φωνή και στην παράλειψη του αντικειμένου. Όταν λέω «σφραγίζω», εγώ δεν σφραγίζω τίποτα, ούτε εμένα σφραγίζει κανείς. Σημαίνει σφραγίζουν επιταγές μου. Και μάλιστα χρησιμοποιείται κυρίως ο ενεστώτας για να καταδείξει αυτήν την φάση στην οποία βρίσκεται η επιχείρηση για την οποία μιλάμε.

Συμβολικό ενδιαφέρον υπάρχει στον παραλληλισμό «σφραγίζω» και «σταμπάρομαι», τα οποία συγγενεύουν νοηματικά.

  1. Κλασικός τηλεφωνικός διάλογος μεταξύ τραπεζικών υπαλλήλων της ίδιας ή διαφορετικής τράπεζας:

- Καλημέρα, ο τάδε είμαι από τάδε Τράπεζα, πληροφορίες για έναν πελάτη σας θα ήθελα...
- Ο διευθυντής είμαι, λέγε όνομα...
- Σκορδομπούτσογλου Σταμάτης, εξοπλισμοί καφετερ...
- Σφραγίζει.
- Τι;
- Σφραγίζει. Τέλος. Πάπαλα. Τρία τεμάχια χθες από το γραφείο συμψηφισμού και δύο του σφράγισα εγώ ο ίδιος στο Κατάστημα.
- Ευχαριστώ... Α ρε Παναή, πάλι δολάρια Λιμνούπολης σου πασάρανε...

  1. - Έλα ρε, από Λάρισα σε παίρνω, να κάνουμε έναν έλεγχο στον Τειρεσία;
    - Δημήτρη αυτά τα πράματα δεν γίνονται από το τηλέφωνο, φυλακή θα με βάλεις καμιά μέρα. Θά ’ρθει επιθεώρηση της Τράπεζας της Ελλάδος και θα με ρωτάει για τα ΑΦΜ που ψάχνω. Τεσπά, ακούω, λέγε.
    - Ταδόπουλος Α.Ε., βιομηχανία ζωοτροφών...
    - Ο Γιώργος ή ο Γιάννης;
    - Ο Γιώργος.
    - Δεν χρειάζεται να το ψάξω καν. Άμα είναι ο Γιώργος είσαι οκ, λίρα εκατό. Μόνο πρόσεξε να είναι ο Γιώργος γιατί ο άλλος σφραγίζει. Πόσα;
    - Είκοσι με εξάμηνες.
    - Απ’ τ’ ολότελα...

  2. [Σε παρελθοντικό χρόνο]
    - Τι θα γίνει με τον θείο σου; Θα τον βάλεις στο μαγαζί ρε άχρηστε;
    - Και τι να τον κάνεις; Σφράγισε κι αυτός, πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της τραπεζικής ιδιολέκτου. Για λεξικογραφημένες σημασίες μπορείτε να δείτε π.χ. στον Τριανταφυλλίδη, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και μια-δυο ελαφρώς σλανγκικές χρήσεις. Επίσης βλ. το λήμμα «παίρνω γραμμή».

1. Εισαγωγή

Πιστοδότηση είναι η μεταφορά αγοραστικής δύναμης από κάποιον που την διαθέτει, όπως για παράδειγμα μια Τράπεζα, σε κάποιον που δεν την έχει, με υπόσχεση επιστροφής και έναντι αντιτίμου. Η κυριότερη μορφή πιστοδότησης είναι το δάνειο, υπάρχουν όμως και άλλα προϊόντα (εγγυητικές επιστολές, πίστωση εξωτερικού κλπ). Αυτή η έννοια της εμπιστοσύνης που δείχνει ο δανειστής στον δανειολήπτη καλείται πίστη, εξ ου και πιστοδότηση αλλά και πιστούχος.

2. Στο επίπεδο του πιστούχου

Ένας πιστούχος της τράπεζας, ιδίως επιχειρηματικός, έχει αξιολογηθεί από αυτήν και μπορεί να δανείζεται μέχρι ένα συγκεκριμένο ύψος, που λέγεται πιστωτικό όριο ή πλαφόν, ισχύει συνήθως για ένα χρόνο ή λιγότερο και αφορά τις βραχυπρόθεσμες πιστοδοτήσεις (έως δωδεκάμηνες). Εντός του ορίου αυτού υπάρχουν και υποόρια, ένα για κάθε προϊόν που θα χρειαστεί η επιχείρηση. Σύμφωνα με μερικούς πάγιους κανόνες ή και εξατομικευμένες ρυθμίσεις, μέρος του διαθεσίμου του ενός είδους πιστοδότησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλο είδος.

3. Η γραμμή

Γραμμή λέγεται το κάθε υποόριο. Ένας πελάτης, για παράδειγμα, μπορεί να έχει πιστωτικό όριο δύο εκατομμύρια εκ των οποίων ανοιχτά (ακάλυπτα) τριακόσιες χιλιάδες, καλυμμένα με επιταγές πελατείας ένα εκατομμύριο διακόσιες και ενέγγυες πιστώσεις πεντακόσιες χιλιάδες. Ο πελάτης αυτός έχει τρεις «γραμμές» από τις οποίες «τραβάει» δανεικό χρήμα (ή εγγύηση) από την τράπεζα για να κάνει την δουλειά του.

4. Πιθανή προέλευση
Κατά την γνώμη μου, η γραμμή παραπέμπει σε γραμμές, καλώδια του ηλεκτρικού ή έστω σωλήνες νερού, από τα οποία μπορούμε να «τραβήξουμε» ενέργεια ή ρευστό. Κάθε γραμμή έχει την αντοχή της και δεν μπορείς να αντλήσεις παραπάνω χωρίς να πέσει η ασφάλεια ή να πάθεις ζημιά. Μπορεί, με λιγότερη φαντασία, να αναφέρεται απλώς στην γραμμή του εγγράφου που καθορίζει το πιστωτικό όριο.

5. Οριοθέτηση εφαρμογής
Στους δανειολήπτες της καταναλωτικής πίστης η γραμμή ως λέξη δεν έχει εφαρμογή καθώς δεν υπάρχει ένα εγκεκριμένο πιστωτικό όριο που ρυθμίζει την διάρθρωση της πιστοδότησης, αλλά επιμέρους εγκρίσεις για κάθε προϊόν, σήμερα ένα στεγαστικό, αύριο ένα καταναλωτικό κλπ. Ο πελάτης, σε κάθε νέο αίτημά του επαναξιολογείται «εφάπαξ».

- Μού 'φερες επιταγές;
- Μπα, αν ο πελάτης δεν είναι η Ντόιτσε Μπανκ η ίδια, επιταγές πια δεν παίρνω. Για ακάλυπτα έχουμε κανένα περιθώριο;
- Πόσα θέλεις;
- Τρία χιλιάρικα να καλύψω μια επιταγή μου για αύριο και εφτά χιλιάρικα μια εγγυητική συμμετοχής για την Νομαρχία. Το όλον δέκα.
- Τσίμα-τσίμα. Θα σου δώσω σήμερα τα λεφτά από την γραμμή των ανοιχτών. Την εγγυητική θα την πάρεις αύριο που θα πληρωθούν κάτι ενέχυρα στη γραμμή των καλυμμένων σου και θα δημιουργηθεί υπερκάλυψη.

(από jesus, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified