Further tags

Διαρρηγνύω και μπαίνω σε οποιοδήποτε υπολογιστή, δίκτυο ή ιστιοσελίδα γιατί είμαι ο Χουλκ.

Νταξ, δεν θα ανακαλύψουμε την πιτυρίδα με το λήμμαν αυτούνο, αλλά ας δjούμε στο πόδι τι ακριβώς υδροδοτεί τον μύλο των χακεράδωνε:

Εναλλακτικά: χακεύω.

1. Ποιος προσπαθεί να χακάρει το πισί μου;; οέο;;

2. Συντάκτης του Reuters κατηγορείται ότι βοήθησε την ομάδα «Anonymous» να «χακάρει» ιστοσελίδα της Tribune

3. Δύο εκατομμύρια δολάρια σε όποιον χακάρει τον Chrome δίνει η Google

Got a better definition? Add it!

Published

(Μουσική) Συγκεκριμένη δακτυλοθεσία, συγχορδίας κυρίως, σε έγχορδο. Καταχρηστικά, μπορεί να σημαίνει και συγχορδία.

Τα πιασίματα είναι μεγάλο θέμα σε όργανα όπως η κιθάρα και το μπουζούκι –και περισσότερο στην κιθάρα, ως όργανο ακομπανιαμέντου απ' τη μια και με περισσότερες χορδές απ' την άλλη– για τον επιπλέον λόγο ότι, για την ίδια συγχορδία (συγκεκριμένα, για την ίδια αναστροφή, στο ίδιο τονικό ύψος), έχεις στη διάθεσή σου διαφορετικά πιασίματα σε διαφορετικές χορδές, άρα και διαφορετικά ηχοχρώματα, πράγμα που δεν συμβαίνει με όργανα όπως το πιάνο (ή τα τύμπανα).

Η εκμετάλλευση αυτής της ιδιομορφίας είναι βέβαια θέμα εμπειρίας ευρύτερης και εμπειρίας πάνω στο εκάστοτε συγκεκριμένο όργανο, είναι όμως και θέμα μουσικού στιλ: χωρίς να διακρίνουμε ματζόρε, μινόρε, έβδομες και λοιπά, στην παρεΐστικη κιθάρα ας πούμε, παραλία κι' έτσι, χρησιμοποιούνται παραδοσιακά τρία βασικά πιασίματα συν λίγα ανοιχτά (δηλαδή, με ανοιχτές χορδές), σε ροκ, με ηλεκτρική συνήθως κιθάρα, έχεις επιπλέον το πιάσιμο με πέμπτες, σε πανκ έχεις μόνον αυτό (δε μετράω το πιάσιμο σε μία χορδή, είπαμε μιλάμε για συγχορδίες...), ενώ σε τζαζ ξερωγώ το πράμα απαιτεί προχωρημένη συνδυαστική για να κάνεις μια καταμέτρηση –που όμως ξεφεύγει από τους σκοπούς του παρόντος σάιτ.

  1. Σε όσους ξέρουν κιθάρα, τα πιασίματα σίγουρα θα φανούν πολύ γνωστά: το τετράχορδο μπουζούκι κουρντίζεται όπως οι τέσσερις πιο λεπτές χορδές της κιθάρας (και ένα τόνο χαμηλότερα). Μετακινώντας το κάθε πιάσιμο πάνω στο μπράτσο του οργάνου, παίρνουμε όλες τις υπόλοιπες συγχορδίες. Για ένα παράδειγμα πώς γίνονται οι μετακινήσεις, κοιτάξτε τη σελίδα με τις συγχορδίες για τρίχορδο / τζουρά / μπαγλαμά. (εδώ)

  2. - Να προσπαθησω να μαθω να χρισημοποιω τον αντιχειρα αντι να κανω bar με τον δεικτη; [...] Τι να κανω; Παιζει ρολο αν εχω μακρυα δαχτυλα (δεν εχω!) η ο τροπος που κραταω την κιθαρα;
    - [...] Δεν φταίει το χέρι σου αλλά η εξάσκηση. Επίσης στην αρχή μην προσπαθείς σε ακουστικές και κλασικές με μεγάλο μπράτσο αν δυσκολεύεσαι. Κι εγώ έχω μικρά χέρια και με ξένισε στην αρχή το πιάσιμο. (από εδώ)

  3. Ένα απόγευμα λοιπόν όταν οι μουσικοί κούρδιζαν και έκαναν τις δοκιμές στην μικροφωνική, με έκο πάντα (τα γνωστά έεεεεενα-α-α-α-α, τεστ-τεστ-εστ-στ-τ), ακούω από το σπίτι μου το “Europa” του Santana! Αμέσως καβαλάω το ποδήλατο, μάρκας Rock-Cross το οποίο είχα τίγκα στο αυτοκόλλητο panini με παίχτες του Ολυμπιακού και διακτινίζομαι -τύφλα να ‘χει ο Κερκ- στο πανηγύρι. Εκεί βλέπω έναν τύπο, φυσιογνωμικά γνωστό που έβλεπα αρκετά συχνά στον πλάτανο*, ίδιος ο Santana (μαλλί μακρύ, μουστάκι) προς το πιο… μελαχρινό όμως, να παίζει με μια Gibson ES-335 εξαιρετικά το εν λόγω άσμα. Σχεδόν όλο το βράδυ κάθισα πάνω στο ποδήλατο εκεί στο δρόμο και τον έβλεπα να παίζει δημοτικά και προσπαθούσα να αποτυπώσω τα ακόρντα, τις κινήσεις των χεριών και τα πιασίματα, χωρίς να δίνω και πολύ σημασία στο “υπερθέαμα” που εξελίσσονταν μπροστά στην τσιμεντένια πίστα (τις παρέες να χορεύουν με την σειρά με τα γνωστά νούμερα, την “χαρτούρα”, τις μικροπαρεξηγήσεις κλπ). Στις αφίσες που είχε ο μαγαζάτορας κολλημένες πάνω σε ένα υποτυπώδη φράχτη που είχε φτιάξει με λινάτσα διάβασα “κιθάρα – Νίκος Μακρυγιώργος“. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαθητική σλανγκιά: θέματα που θεωρούνται απίθανο να πέσουν σε εξετάσεις και ωσεκτουτού δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης ή σκονακοποίησης. Το αντίθετο δηλαδή των σος.

Υπερθετικό: αντισοσάρα.

Ασίστ: Βράσταγκιρλ.

1. Εγώ ένα πράγμα θα πω, βασιζόμενος στην πείρα μου. Ο μαθητής που ψάχνει SOS ή αντί-SOS αντί να στρώσει τον πισινό του στην καρέκλα του και να διαβάσει όλη την ύλη, στο τέλος θα δει ότι μπορεί να πέσει ένα θέμα που δεν το έχει διαβάσει (γιατί το θεωρούσε αντί-SOS) και αφού βγουν οι βαθμοί, που δεν θα έχει πλέον να ψάξει για κανένα SOS, θα ψάχνει για δικαιολογίες.

2. Έμφαση δίνουμε πολύ στις μεταβλητές, στο τι είναι ιδέες των μαθητών κτλ. Τα θέματα είναι πρακτικά και θεωρητικά, οπότε μη θεωρήσετε τίποτα αντισός.

3. Διαγωνισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης - Ποια άρθρα θεωρείτε «αντισός» από τον κώδικα δικαστηριών;

Ο κωμικοτραγικός θάνατος του Χατζημπατίρογλου père. (από σφυρίζων, 16/06/13)(από Khan, 19/03/14)

βλ. και σος, σοσάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των πετράδων (της Αίγινας τουλάχιστον, αλλά υποθέτω και γενικότερα), σημαίνει την πέτρα, η οποία κατά την εξόρυξή της δεν δείχνει τι ελαττώματα πιθανόν να κρύβει στο εσωτερικό της, ακριβώς σαν το καρπούζι, που δείχνει οκ, αλλά αν δεν το ανοίξεις «με το μαχαίρι» δεν φαίνεται αν είναι καλό ή όχι (βλ. παράδειγμα).

Επίσης, γουλάροντας τον όρο (και μη βρίσκοντας τίποτα για το παραπάνω) πέτυχα κι άλλο «καρπούζι»:

Η τουρμαλίνη συχνά έχει πολλά χρώματα ανακατεμένα σε ένα λίθο, και αυτό γίνεται επειδή δεν είναι ένα ενιαίο ορυκτό, αλλά μια ομάδα ορυκτών που συνδυάζουν τις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες. Ο συνδυασμός ροζ και πράσινης τουρμαλίνης είναι ο πιο κοινός και ονομάζεται watermelon, δηλαδή καρπούζι επειδή μοιάζει εκπληκτικά στα χρώματα με το φρούτο. (από εδώ).

Δεν θα σου κόψω από αυτή την πέτρα, είναι καρπούζι, δεν μπορώ να ξέρω πόσα καλά κομμάτια θα βγάλει.

Tουρμαλίνη (από σφυρίζων, 13/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η εξαπάτηση, το παραμύθιασμα: όταν σου πουλάνε φίδι κι εσύ το χάφτεις. Εκ του παπατζή, της επιτομής του φτωχομπινεδιάρη λαμόγιου.

Βλ. επίσης: παπάτζας, πουλάω παπά, διθυραμβική παπάτζα, παπατζιλίκι, παπατζού, χλιδοπαπάτζα, παπάτζαρχος, παπατζοχαύτης, παπατζεμένος, παπατζάρχης, παπατζαρχίδης, παπατζολόγος, παπατζέμπορας, και ταλιμπάν.

1. Πάντως παίζει πολλή παπάτζεμα στην αγορά, πολλοί προσπαθούν να πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

2. Εκτός και εισαι κανενα από τα τσιράκια που εχει ξαμολήσει για να παπατζωνει τον κόσμο σε όλα τα φαρμακευτικά σαιτ.

3. «Θα χρησιμοποιήσω μία έκφραση που μου έμαθε ο κ. Παναγιώταρος, κύριοι της Χρυσής Αυγής, είστε παπάτζες, παπατζήδες», είπε ο βουλευτής της ΝΔ, ενώ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον κίνδυνο που ελοχεύει από τον λαϊκισμό ορισμένων πολιτικών σχηματισμών.

(από σφυρίζων, 13/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική ορολογία για τις υδρορροές ενός πλεούμενου. Εάν το παπόρι φορτωθεί «έως τα μπούνια» κινδυνεύει να μπάσει νερά από το κατάστρωμα· πιο πολύ βουλιάζει.

Εξ ου και οι σλανγκιές:

Εκ του ιταλικού bugna, η άκρη του πανιού του καραβιού (σ.ς. καμιά σχέση με τα (α)πλωτά bunga-bunga του Silvio). Αρχαιοκαυλιστί: οι ευδιαίοι.

Ασίστ: Doctor, ironick.

  1. ♪♫ Είχα ράψει στο σακάκι
    Δυο σακούλες με μαυράκι
    Και στα κούφια μου τακούνια
    ηρωίνη ως τα μπούνια ♪♫
    («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

2.
Μπαίνουν μέσα με τα ΜΠΟΥΝΙΑ τα συντρόφια της «Ελευθεροτυπίας»...Που είδαν ευκαιρία να κονομίσουν ανασταίνοντας την πεθαμένη Ελευθεροτυπία με το όνομα «Εφημερίδα των Συντακτών» ...

το βέλος δείχνει προς ένα μεταλλικό στρογγυλό σιφόνι (δεν χώραγε στο πλάνο) (από ironick, 04/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαπιοκάραβα φορτωμένα έως τα μπούνια με λαθραία τσιγάρα, στην αργκό των κατσιρματζήδων (λαθρεμπόρων) τσιγάρων. Τα πατατάδικα ανήκουν σε μαϊμού ναυτιλιακές εταιρείες και φέρουν τριτοκοσμικές σημαίες· μπαρκάρουν από λιμάνια τση Αιγύπτου, τση Συρίας, τση Τουρκίας και τση κατεχόμενης Κύπρου και συχνά αρμενίζουν κοντά σε ακτές σε αναζήτηση αγοραστώνε.

Εναλλακτικά: τσιγαράδικο, μαμή, μάνα (βλ. εδώ).

1. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής είχε πληροφορίες για την αλλαγή ρότας του πλοίου στην ακτή του Καλοχωρίου της Θεσσαλονίκης και η συντονισμένη επιχείρηση των αρχών στήθηκε στις 3 τα ξημερώματα. Το «Svesa», με 7μελές πλήρωμα, μετέφερε 2.024 κιβώτια (master cases) που περιείχαν 1.012.000 πακέτα τσιγάρων. Είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με προορισμό το Μπουργκάς Βουλγαρίας όπου σύμφωνα με τα παραστατικά θα ξεφόρτωνε τα τσιγάρα. Αντ’ αυτού, βρέθηκε στον Θερμαϊκό και σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ασφαλείας του Λιμενικού Σώματος είναι στην κατηγορία των γνωστών «πατατάδικων», των μικρών σαπιοκάραβων που διασχίζουν τη Μεσόγειο μεταφέροντας για λογαριασμό εικονικών ναυτιλιακών εταιρειών ποσότητες λαθραίων τσιγάρων.

2.
Ακρίβυναν τα τσιγάρα και στο ελληνικό αρχιπέλαγος ξαναεμφανίστηκαν τα γνωστά και ως «πατατάδικα» μικρά πλοιάρια, που φορτωμένα χιλιάδες κούτες λαθραίων τσιγάρων περιμένουν μεσοπέλαγα ή σε κάποια ερημική ακτή τον αγοραστή, ο οποίος αφού τα παραλάβει τα διοχετεύει στην εγχώρια αγορά.

3.
«Τσιγαράδικο» ή «Πατατάδικο» είναι το εκτός νόμου μικρό φορτηγό πλοίο που πριν αρκετά χρόνια δρούσε σε Ιόνιο και Αδριατική κουβαλώντας λαθραία, κυρίως τσιγάρα στην Ιταλία τότε που υπήρχε απαγόρευση των ξένων τσιγάρων στην γειτονική χώρα. Είναι προφανές ότι αυτοί που δούλευαν σε τέτοια πλοία δεν ήταν τα καλύτερα παιδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δαγκάνα των υδρόβιων καρκινοειδών οργανισμών (ακα. μαλακόστρακα, απλώς δεν ήμουν σίγουρη για το πως κλίνεται στην γενική πληθυντικού και είπα να το αποφύγω). Και πάλι στην Κρήτη, συγκεκριμένα στην περιοχή της Ιεράπετρας, ενδεχομένως εν γένει του νομού Λασιθίου.

Μπρε Μανούσο, ζάε μια χαρχάλα πού 'σει τούτοσές ο καβρός (ακα. καβούρι)! Άνε σ' αμπώξει καμιά στο πουλί, θα σ' τόνε κόψει απ' τον πάτο!

(από mafie, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.

Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.

Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified