Further tags

1. Ο παλιός φαντάρος, ο παλαίουρας, οκαραπαλαίουρας, κλπ. Ο φαντάρος δηλαδή που ανήκει σε τέτοια σειρά στράτευσης, που κοντεύει να πάρει την άγουσα.

Αισθάνεται πως όταν παρουσιάστηκε, είχε και καλά, ειδικότητα χειριστού καταπέλτη και πολιορκητικού κριού. Περπατά και διαλύεται μέχρι να ρθει η τιμημένη εκείνη ώρα που θα κόψει λάσπη απ' το στρατό για να γίνει πολίτης. Τα αγγούρια της εργασίας δεν τα βλέπει ακόμη. Κάθε πρωί φωνάζει τον αριθμό των τρελών ημερών που μετρά, προκειμένου να απολυθεί. Τον φωνάζει με στόχο να ψαρώσει τους νέους και να συμμεριστεί με άλλους παλιούς τη χαρά που απορρέει από το γεγονός πως το βόδι το φάγανε και μόνο η ουρά του μένει, εν αντιθέσει με τους νέους πού έφαγαν την ουρά και το βόδι απομένει.

Βέβαια, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, γιατί αφενός στις τελευταίες μέρες μπορεί να γίνουν μαλακίες που πιθανόν να οδηγήσουν σε επέκταση της θητείας και αφεδύο είναι τα αγγούρια του εργάσιμου βίου που λέγαμε πριν. (βλ. παρ. 1)

2. Θα μπορούσαμε ανάλογα να μιλήσουμε και για κάποιον παλιό εντός ενός συνόλου ατόμων, του οποίου συνόλου τα άτομα, έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, μεταξύ τους (π.χ. άτομα που ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα). Αναμένεται δε, το άτομο αυτό, να 'χει την... εμπειρία. (βλ. παρ. 2).

  1. Το παλιοσείρι ο Μήτσος είναι βοηθός νοσοκόμου στο ιατρείο της «μουνάδας» που λέει κι ο υπόδικας. Δες εδώ

  2. Σε ξέχασα παλιοσείρι. Νομίζω πως είμαστε ισοπαλία στις εγχειρήσεις. Να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε καμιά μέρα. Δες εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο το οποίο έλκει την καταγωγή του από την πατροπαράδοτη μέθοδο επίτευξης στόχων μέσω της στοματικής εκτόνωσης. Στο διάβα των αιώνων, οι απανταχού απόγονοι της Εύας συνήθισαν να δέχονται στη στοματική τους κοιλότητα αντρικά μόρια των οποίων οι κάτοχοι είχαν την εξουσία να τους προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες-διευκολύνσεις.

Με τις ευλογίες της ελληνορθόδοξης παράδοσης και κάτω από τη σκέπη του δακρύβρεχτου μότο ''αμάρτησα για το παιδί μου'' οι γυναίκες της ημεδαπής υιοθετούν την παραπάνω τεχνική με θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς ο Έλλην, φύσει μερακλής, δε χάνει την ευκαιρία να διοχετεύσει τυχόν περισσεύματα σπερματοζωαρίων σε πρόθυμους λάρυγγες. Ασφαλώς, για να αποφευχθούν σχόλια σεξιστικού περιεχομένου, η μέθοδος του τσιμπουκώματος εφαρμόζεται και σε άτομα του ίδιου φύλου.

Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το επίθετο τσιμπουκωτός, -η αναφέρεται σε συνανθρώπους μας που καταλαμβάνουν συνήθως κάποια θέση όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες αλλά πιπώνοντας τις αρμόδιες αρχές. Πλέον, καθώς οι εποχές είναι δύσκολες και πονηρές και τα dvd δίνουν και παίρνουν, οι τσιμπουκωτοί κινούνται ιδιαιτέρως συνωμοτικά και μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνοι σε περίπτωση που δε τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.

Καθώς ο ΑΣΕΠ δεν είναι φυσικό πρόσωπο και σε καμία περίπτωση δε διαθέτει πέος, οι τσιμπουκωτοί επιλέγουν συνήθως θέσεις όπου η πρόσληψη γίνεται μόνο με μοριοδότηση.

Tσιμπουκωτός μπορεί επίσης να είναι κάποιος σε οποιοδήποτε πόστο που είναι φως φανάρι ότι δε το 'χει αλλά διατηρεί καλές σχέσεις με τον υπεύθυνο προσωπικού ή απευθείας με τη διεύθυνση. Tσιμπουκωτός μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής που προωθείται άδικα επειδή έχει λαδώσει ή έχει δημόσιες σχέσεις, μια σερβιτόρα που τα σπάει όλα αλλά γαμάει το αφεντικό, μέχρι ακόμα και πρωθυπουργοί και πρόεδροι κρατών που στηρίζονται σε σκοτεινά κέντρα αποφάσεων. Στο σύνολό του ο πλανήτης μας κινείται γύρω από αυτή τη μέθοδο, σε σημείο που θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το γνωστό τραγουδάκι money makes the word go round σε blowjobs make the world go round ...

  1. - Του άφησα ένα βιογραφικό 8 σελίδες και διάλεξε να προσλάβει αυτή την αγράμματη.
    - Δε χρειάζεται πτυχίο η πίπα, φιλαράκι, καλή τσιμπουκωτή είναι κι αυτή.

  2. Βγήκε η προκήρυξη και η προθεσμία λήγει αύριο. Ίσα ίσα να βολευτούν οι τσιμπουκωτοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προεξοφλώ μεταχρονολογημένες επιταγές, κυρίως ιδιωτών (διότι οι τράπεζες και το κράτος συνήθως δεν μεταχρονολογούν τις επιταγές τους, χρησιμοποιούν άλλα μέσα πίστωσης).

Στην καθημερινή πρακτική, με ελαφρώς νομικούς όρους, οπισθογραφώ και παραδίδω σε τράπεζα μία επιταγή που κατέχω βάζοντας τη ρήτρα «τίτλω ενεχύρω» ή ισοδύναμη, με σκοπό να λειτουργήσει αυτή ως κάλυμμα και να χρηματοδοτηθεί η επιχείρησή μου. Αν ο εκδότης ή προηγούμενός μου οπισθογράφος δεν πληρώσει διατηρώ ακέραιη την υποχρέωσή μου να πληρώσω εγώ.

Η έκφραση λέγεται και από την μεριά αυτού που τις λαμβάνει και χρηματοδοτεί.

- Σ' έχουν φάει οι τοκογλύφοι ρε χαϊβάνι.
- Και πού να σπάω τις επιταγές;
- Πήγαινε σε καμιά τράπεζα, τόσες υπάρχουν.
- Γιατί αυτοί τι είναι;
- Καλά, αν σε λίγο μετράς σπασμένα δάχτυλα να με θυμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του πλαφόν (< plafond = ταβανι στα γαλλικά). Ταβανιάζω, φτάνω στο όριο κάποιου πράγματος.

  1. Στην ιδιόλεκτο των τραπεζών το πλαφόν σημαίνει το πιστωτικό όριο (ή απλώς όριο, στα αγγλικά credit limit) που έχει εγκριθεί για το σύνολο των κάθε μορφής χρηματοδοτήσεων προς έναν πελάτη ή όμιλο και σκοπό έχει τον ορθολογικό έλεγχο του δυνητικού κινδύνου που αποτελεί αυτός για την τράπεζα, αν κάποια στιγμή δεν μπορεί πια να πληρώσει τις υποχρεώσεις του. Πλαφονάρει, συνεπώς, αυτός που έχει αντλήσει όλα τα εγκεκριμένα κεφάλαια του ορίου του. Αντίστοιχα, πλαφονάρει κάποιος ή κάτι όταν φτάσει το αριθμητικό ύψος που έχει τεθεί εντός του ορίου του, ήτοι στην αποδοχή προς χρηματοδότηση από την τράπεζα επιταγών συγκεκριμένου εκδότη, μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας ως κάλυμμα κλπ.

  2. Στην γενικότερη οικονομία, το πλαφονάρω μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί του επιβάλλω πλαφόν (σε τιμές, σε όριο ηλικίας κλπ), αν και στην πράξη προτιμάται ο περιφραστικός όρος.

1α. - Μαιρούλα θα μου κάνεις μια χορηγησούλα να πληρώσω την φορτωτική;
- Πάλι τα ίδια θα λέμε; Πλαφονάρισες με την προηγούμενη, ή θα φέρεις το οικόπεδο που λέγαμε για προσημείωση να σου αυξήσουμε το όριο ή θα περιμένεις να πέσουν οι επιταγές.
- Γιατί ρε Μαράκι μου τη βγαίνεις στο έτσι δηλαδή, που σού 'χω και μια συμπάθεια...
- Σε τα μας ρε Αποστόλη; Άκου συμπάθεια... Είναι σα να μου λες ότι ο Καραμανλής έχει ωραίους κοιλιακούς...

1β. - Πάλι «Σκορδομπούτσογλου Α.Ε.» μού 'φερες;
- Αφού είναι ο μεγαλύτερος πελάτης μου, τι να κάνω;
- Δεν μπορώ να τις πάρω, θα χτυπήσει στο σύστημα. Γι' αυτόν έχεις όριο εκατό χιλιάρικα κι έχει πλαφονάρει.
- Και που να τις σπάσω εγώ τώρα αυτές;
- Πήγαινε σ' άλλη τράπεζα, τι να σου πω; Εδώ μπουκώσαμε.
- Γαμώ τις τράπεζες και τα υπουργεία σας γαμώ...

  1. - Να βγαίνανε λέει αύριο και να πλαφονάρανε τη βενζίνη στο μισό ευρώ...
    - Τι λες ρε; Σού 'στριψε; Βζν τελείως;
    - Γιατί; Το μπουκαλάκι το νερό γιατί το έχουνε μισό ευρώ;
    - Α καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούν ψαγμένοι μπογιατζήδες όταν θέλουν να στηλιτεύσουν τη δουλειά κάποιων συναδέλφων τους, οι οποίοι είχαν παλαιότερα ασχοληθεί με το ίδιο project.

Βάψιμο πάνω απ' τα ρούχα είναι το βάψιμο που έγινε στο φτερό, το άρπα-κόλλα βάψιμο, αυτό στο οποίο δεν ακολουθήθηκε η πρέπουσα διαδικασία. Διότι το σωστό μπογιάτισμα είναι επιστήμη, δεν είναι ότι κι ότι (αν πιστέψουμε τους εν λόγω ψαγμένους μπογιατζήδες - καλλιτέχνες). Απαιτείται η κατάλληλη προεργασία για να δέσει η μαγιονέζα και να μη κωλοτραβιόμαστε αργότερα, πληρώνοντας παλιές αμαρτίες.

Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να «γδύσουμε» το ντουβάρι, να πετάξουμε τα παλιά του «ρούχα» (δλδ τα παλιά στρώματα μπογιάς) και να κάνουμε δουλειά εις βάθος, με στοκαρίσματα και ξυσίματα όπου χρειάζεται, λειαίνοντας την επιφάνειά του και καθιστώντας την σε θέση να υποδεχθεί τις τελικές στοιβάδες χρώματος.

Πάνω απ' τα ρούχα, δουλεύουν οι σκιτζήδες και τα πάσης φύσεως λαμογιέν που ψάχνονται πως να γλιτώσουν χρόνο και χρήμα, εις υγείαν του μαλάκα που πλερώνει τη νύφη. Όλοι αυτοί πετάνε το καινούριο χρώμα κατευθείαν επάνω στο παλιό («πάνω απ' τα ρούχα»), χωρίς να μανουριάζονται με εξομαλύνσεις και λοιπές μαλακίες. Τι κι αν το ντουβάρι θυμίζει μπομπαρδισμένο τοπίο, με γούβες σα κρατήρες και εξογκώματα σαν προχωρημένους καρκίνους; Αυτοί μια φορά έκαναν οτι προβλέπεται, απο κει και πέρα στα βυζιά τους.

Η επαίσχυντη μέθοδος του πάνω απ' τα ρούχα εφαρμόζεται συνήθως, με ολέθρια κατά κανόνα αποτελέσματα, στα θυρώματα (κάσες) και τα λογής πορτοπαράθυρα, που βάφονται με λάδι (λαδομπογιά) και όχι με πλαστικό. Διότι στο λάδι είναι που φαίνεται ο καλός ο μάστορας, εκεί κυρίως ξεδιπλώνει το τάλαντό του, κι όχι στο πλαστικό (αυτό πάει στους τοίχους), που μπορεί να το κουμαντάρει κι ένας αμάτσεουρ κουτσά στραβά.

Η επιτυχία και η πιασαρικότης της έκφρασης, έγκειται κατά μέγα μέρος στους σεξουαλικούς συνειρμούς που προκαλεί. Μας παραπέμπει αμείλικτα στη γνωστή πονεμένη ιστορία του «σεξ πάνω απ' τα ρούχα», που όλοι έχουμε κάνει μικροί, όταν το γκομενάκι που ψήναμε για σφάξιμο, είχε την αντίθετη με μας γνώμη και αρκείτο στο να κωλοτρίβεται (φορώντας τζιν, φευ) πάνω στο πακέτο μας μέχρι αυτό να βαρέσει μπιέλα απ' τα εντός του συσσωρευμένα σπερματικά υγρά.. Έχοντας όλοι μας αυτήν την τραυματική εμπειρία, είμεθα εις θέσην να κατανοήσουμε την αγωνία του καλλιτέχνη - μπογιατζή να μη στιγματιστεί ως λαμογιάρης και κάτσικας..

- Μάστορα είσαι σοβαρός; Θες δύο χήνες ευρώπουλα για να βάψεις 40 τετραγωνικά;
- Αφού τα 'χουμε πεί κύριος, τόσες φορές.. Εδώ έχεις θρίλερ, δεν έχεις σπίτι. Θέλει να πέσει δουλειά, πολλή δουλειά. Άμα θες πατ-κιουτ και πάνω απ΄τα ρούχα, δεν εξυπερετούμε. Ημείς είμεθα καλλιτέχνες, γκέγκε;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αγγλική λέξη crash = συντρίβομαι, καταρρέω.

Κάποιες κλασσικές περιπτώσεις χρήσης του όρου αναφέρονται ακολούθως. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει:

α) Δυσλειτουργία ενός προγράμματος, ενός συστήματος, μιας συσκευής, κλπ. (βλ. παρ. 1)

β) Διάλυση και αποδιοργάνωση, ως συνέπεια κάποιας κατάστασης που τυχαίνει να έχει φθοροποιά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε, π.χ. για περίπτωση:

  • υπερβολικής κούρασης, συνεπακόλουθης κατάπτωσης και αδυναμίας ανάκτησης ψυχοσωματικών δυνάμεων κάποιων. Μιλάμε, δηλαδή, για κάποιους που καταντούν, για επισκευή και πέταμα.
  • θλιβερού γεγονότος, αρρώστιας (δικής μας ή κάποιου προσφιλούς μας προσώπου), συναισθηματικής αναστάτωσης, με διάφορες επιβλαβείς συνέπειες σε ορισμένους τομείς της ζωής μας.
  • μεγάλης πόσης.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.

γ) Διάλυση και αποδιοργάνωση ως συνέπεια κάποιας αναμενόμενης φθοροποιού κατάστασης. Μιλάμε, π.χ: για αδυναμία ανάκτησης δυνάμεων κάποιων λυκόπουλων. Ο άνθρωπος έχει και καλά, καλή εγγύηση λειτουργίας για ορισμένα χρόνια. Από κει και πέρα ο πανδαμάτωρ χρόνος που όλα τα φθείρει, φθείρει κι αυτόν, που κάποτε, μπορεί να λειτουργούσε ως, μηχάνημα μ' αρχίδια, αλλά τώρα λειτουργεί ως, αρχίδια μηχάνημα (π.χ: δε θυμάται βασικά πράγματα, κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.

δ) Αίσθηση ανατροπής, όταν απίθανα κι απρόσμενα πράγματα, διεγείρουν τις αισθήσεις μας, δίνοντάς μας την εντύπωση πως έχει αποδιοργανωθεί η τάξη και η ισορροπία των πραγμάτων. Ο κόσμος γύρω μας κλονίζεται. (βλ. παρ. 4).

  1. Μόλις πάω λίγο να ανοιξω ένα προγραμματακι ( δηλαδη να φορτώσω λίγο το CPU ) τοτε τα βρίσκει σκούρα και κρασάρει. Δες εδώ.

  2. Έχω κρασάρει αυτές τις μέρες από την πολλή κούραση στη δουλειά. Δεν αντέχω άλλο.

  1. - Απ' όσα κι αν του 'λεγα, ζήτημα αν θυμόταν κάνα δυο θέματα
    - Εμ... έχει καβαντζάρει τα όντα εδώ και κάμποσα χρόνια. Έχει κρασάρει ο δίσκος του πια. Έχει κάψει RAM.
  1. Αλλά με όσα βλέπουν τα μάτια μου και ακούν τα αυτιά μου, με προδοσίες από εμάς τους ίδιους, θα κρασάρω κάποια στιγμή. Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά χρόνια, τότε που υπήρχαν ακόμη Αξίες και Ιδανικά στον τόπο αυτό, πριν εκχυδαϊστεί εντελώς το σύμπαν δηλαδή, ακόμη και στους οίκους ανοχής υπήρχε μία αξιοπρέπεια στον τρόπο με τον οποίο η τσατσά διαφήμιζε τις παρεχόμενες υπηρεσίες στους εν δυνάμει πελάτες.

Περιποίηση ήταν (και είναι ακόμα στα παραδοσιακά μπουρδέλα) το γνωστό, πολυαγαπημένο και χιλιοτραγουδισμένο τσιμπούκι. Την εποχή που ο όρος χρησιμοποιείτο κατά κόρον, το στοματικό σεξ ΔΕΝ ήταν στάνταρ στο μενού, οπότε υπήρχε η ανάγκη να διαφημισθεί με ιδιαίτερη αναφορά, ώστε ν' αποτελέσει τον καταλύτη για την καταφατική απάντηση του πελάτη στο τελικό ερώτημα της τσατσάς «θα περάσει κανείς;».

Η περιποίηση πήγαινε πακέτο με τον όρο «ελεύθερα πιασίματα». Χρήσιμη πληροφορία για τον εκλεκτό πελάτη διότι ελεύθερα πιασίματα σήμαινε ότι αν άπλωνε τα ξερά του να πιάσει κανα βυζάκι ή κανα μουνάκι πάνω στην τρελή γκάβλα, δεν θα 'πεφτε καμιά αδέσποτη σφαλιάρα.

Στην προαναφερθείσα εκθείαση των παρεχομένων υπηρεσιών υπήρχαν και υπάρχουν και άλλες στάνταρ εκφράσεις, οι οποίες παρατίθενται παρακάτω σε μία μικρή και σίγουρα μη εξαντλητική λίστα, αν και δεν συνιστούν σλανγκ, έτσι για την ιστορία:

  • Καθήστε, μη στέκεστε όρθιοι: Για κάποιο περίεργο λόγο, δεν υπάρχει τσατσά στην ελληνική επικράτεια η οποία να ανέχεται να στέκονται όρθιοι περιμένοντας την κοπέλα οι πελάτες. Στον αντίποδα, οι μπουρδελοτσαρκαδόροι θέλουν να είναι πάντα κοντά στην έξοδο διότι έτσι όταν έχει πολλή κίνηση η περιοχή τη βγαίνουν πιο μπροστά από άλλους συναδέλφους, κερδίζοντας καλύτερη θέα ή μικρότερο χρόνο αναμονής στην περίπτωση που τελικώς αποφασίσουν να ενδώσουν.
  • Η κοπέλα είναι... Είναι πολύ καλή στο δωμάτιο, δεν βιάζεται...: Η εν λόγω έκφραση συνήθως βρίθει ανακριβειών, γεγονός που εν μέρει γίνεται αντιληπτό διά γυμνού οφθαλμού και εν μέρει (και μετά από το μπετσάλεν) αφού μασήσει ο θύμας. Συνήθως ο όρος «κοπέλα» χρησιμοποιείται μάλλον υπό την ευρεία έννοια, ότι δηλαδή είναι γένους θηλυκού, αλλά ηλικιακά παίζει να είναι από θείτσα μέχρι γιαγιούμπα. «Πολύ καλή στο δωμάτιο»... Νταξ, ρώτα και τον θείο μου τον ψεύτη... «δεν βιάζεται»... Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο. Ιδανικά θέλουν ο πελάτης να τελειώσει πριν μπει στο δωμάτιο, ένοντας κάνει το 1.7% αυτών που η τσατσά υποσχέθηκε. Άστα να παν...
  • Περιποίηση, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό: Self explanatory - πλέον;)
  • Ποιός θα περάσει;: Εξελιγμένη μορφή του «θα περάσει κανείς» υπό την έννοια ότι δεν αφήνει περιθώρια για αρνητική απάντηση και δημιουργεί μία αίσθηση κάτσε-να-προλάβω-πριν-μπει-ο-μαλάκας (ευγενής συναγωνισμός).
  • Έχει ωραίο στήθος: Απάντηση στην ερώτηση «έχει μεγάλο στήθος η κοπέλα;», ενδεικτική της σκληρής δουλειάς και ενδελεχούς εκπαίδευσης που λαμβάνει χώρα στις σχετικές σχολές για τσατσάδες. Ρωτάει ο δύσμοιρος για να μην περιμένει τζαμπαντάν αν το φετίχ του είναι το μεγάλο στήθος για παράδειγμα και αντί για μία μονολεκτική απάντηση τύπου Ναι / Όχι παίρνει την προαναφερθείσα, η οποία τον καθηλώνει στον προθάλαμο για να μορφώσει ιδίαν απόψιν μόλις η κοπέλα βγει από το δωμάτιο.

DISCLAIMER
Το παρόν αποτελεί αποκλειστικά προϊόν (α) επιστημονικής έρευνας του γράφοντος στο διαδίκτυο και (β) προσωπικών συνεντεύξεων με θαμώνες των εν λόγω οίκων. Ο γράφων δηλώνει εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως ότι ουδεμία σχέση διατηρεί με οίκους ανοχής, διευθύντριες των οίκων αυτών, εργαζόμενες / εργαζόμενους των οίκων αυτών, μη σου πω ότι δεν έχει περάσει ούτε καν απ' έξω, το φελέκι μου μέσα.

Αυτό με κάνει και εμένα να απορώ. Υποθέτω ότι ήταν τόση η στέρηση πριν από 30 χρόνια ώστε μαζί με το σχετικό χαβαλέ υπήρχε και αρκετός ερεθισμός. Επειδή η πορνεία σαν θέμα με έχει απασχολήσει κατά καιρούς θα σου πω και μια ιστοριούλα: παλιά (25 και βάλε χρόνια πριν) οι πόρνες ήταν πολύ σεμνές. Ας πούμε ότι 30 ή 40 χρόνια πριν πήγαινες στο μπουρδέλο και η γυναίκα σήκωνε τη νυχτικιά να κάνεις τη δουλειά σου και να φύγεις. Δεν σου χάριζε πλήρη θέα του κορμιού της και ήταν δύσκολο να βρεις κάτι πιο πικάντικο από το κολπικό σεξ. Πρωκτικό και στοματικό ήταν σχεδόν ανήθικα και περιορισμένα.
Από την δεκαετία του 80 αρχίζει λοιπόν να αλλάζει το αγοραίο σεξ και από εκεί που αρχικά ήταν απλώς για εκτόνωση αρχίζει και απευθύνεται στην απόλαυση. Όλο και περισσότερες πόρνες έβαλαν στο στάνταρ την στοματική επαφή αλλά επειδή οι πελάτες στους οίκους ανοχής είχαν μπερδευτεί σχετικά με το ποια προσφέρει στοματικό και ποια όχι η τσατσά έλεγε πάντα την λέξη “περιποίηση” που σήμαινε στοματικό. Οι τακτικοί θαμώνες το ήξεραν αλλά οι ουρανοκατέβατοι γίνονταν ανέκδοτο γιατί πάνω στην κάβλα τους - με το συμπάθειο - άκουγαν την τσατσά να λέει “περιποίηση, ελεύθερα πιασίματα” και επειδή δεν άκουγαν αυτό που ήθελαν ρωτάγαν με αγωνία: “τσιμπουκάκι κάνει η κοπέλα;” Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποίκιλμα στην μουσική μπαρόκ. (Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...).

Πολύ άδεια μου ακούγεται αυτή η σαραμπάντα ρε Χρυσικόπουλε. Χώσε κανά τζιβιτζιλίκι να 'ουμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χιλιάδες παιδιά που καθημερινά τους βγαίνει ο πάτος, ξεκωλώνονται για το μεροκάματο πάνω σε μια σέλα παπιού.

Μας φέρνουν στο σπίτι την πίτσα μας, τα σουβλάκια μας, τα γκίλι ντάιετ μας, τα διάφορα καλαμπαλίκια που παραγγέλνουμε μέσω ίντερνετ, δέματα, αλληλογραφίες. Είναι γνωστοί και με την παραπλανητική, πούστικη ονομασία «εξωτερικοί»: υπάλληλοι σε βιβλιοπωλεία, φωτογραφεία, ανθοπωλεία κ.ο.κ.

Έχουν φάει τους δρόμους με το κουταλάκι. Γνωρίζουν τις πόλεις μας σαν τη παλάμη του χεριού τους, όντας η ζωντανή ψυχή τους. Οι οδηγικές ικανότητές τους ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες του μέσου όρου. Πάντα βιαστικοί, τρέχουν να προλάβουν άλλη μια παραγγελία και να τσιμπήσουν το tip, απ' το οποίο περιμένουν να ζήσουν (διότι τι να σου κάνουν τα 3,72 την ώρα που πληρώνουν τα περισσότερα μαγαζιά). Καβαλάνε πεζοδρόμια, σφάζουν χαλαρά το κόκκινο φανάρι, πάνε ανάποδα σε μονόδρομους, δεν φορούν κράνος. Όλη τους η ύπαρξη μια συνεχής λυτρωτική παραβατικότητα.

«Καμπαλέρος» είναι το όνομα του σωματείου που πρόσφατα ίδρυσαν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, την αξιοπρέπειά τους. Ανεπισήμως, η ονομασία αυτή ασφαλώς και προϋπήρχε. Καμπαλέρο είναι στα ισπανικά ο ιππότης, σε λατινοαμερικάνικο όμως context (μεξικάνικη επαναστατική παράδοση, πόλεμοι κατά των γιάνκηδων κλπ).

Οι Καμπαλέρος σήμερα πολεμούν για καλύτερους μισθούς, πιο ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Κύριο σύνθημά τους: «κούριερ, ντελιβεράδες, εξωτερικοί, βαρέα ανθυγιεινά».

Δεν ξεχνούν ποτέ πως «η δουλειά είναι δουλεία», όπως έλεγε ένας παλιός φίλος κουριεράς.

Οι Καμπαλέρος αρνούνται πεισματικά να αργοπεθαίνουν μες τους 4 τοίχους ενός κλιματιζόμενου γραφείου, προτιμούν το μολυσμένο - και ωστόσο άπλετο - αέρα των δρόμων. Γουστάρουν αυτό που κάνουν, και το μισούν συγχρόνως. «Σιχαίνομαι και συνάμα καυλώνω απ' την κάθε στιγμή που περνώ πάνω σ' αυτήν εδώ τη σέλα», άλλη μια ζωγραφιστή ατάκα που είχε πετάξει κάποιος.

Οι εμπειρίες των εναλλακτικών κινημάτων δείχνουν
ότι μια τέτοια πορεία είναι δυνατή και ο στόχος της
αναδημιουργίας ενός εργασιακού κοινωνικού
κινήματος εφικτός.
Ας μελετήσουμε και ας παραδειγματιστούμε από τις
εμπειρίες νέων συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων,
όπως ο Σύλλογος Εργαζομένων Βιβλίου-Χάρτου, ο
Σύλλογος Εργαζομένων στα Φροντιστήρια
Καθηγητών, οι εργαζόμενοι σε εταιρίες κούριερ-
ντελιβερι, οι «καμπαλέρος», που δείχνουν ότι ακόμη
και στην πιο σκληρή καθημερινή πραγματικότητα του
νέου ιδιωτικού τομέα της οικονομίας σπάει η
κυριαρχία της εργοδοτικής αντίληψης περί «ζωνών
ελεύθερων από συνδικάτα» και οι εργαζόμενοι/ες
αυτοοργανώνονται, αγωνίζονται και νικούν.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η βάση της σκέψης του Αντόνιο
Γκράμσι παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρη στην
εποχή που χρειάζεται μια νέα προσπάθεια για την
κατάκτηση της «ηγεμονίας» από την πλευρά του
εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Κι αυτό γιατί,
κατά την άποψή του, «η δράση νικά τα δάκρυα» για
την κρίση και την αποσυνδικαλιστικοποίηση,
δείχνοντας ότι τίποτε δεν είναι αναπόφευκτο και
μοιραίο, όπως μέχρι σήμερα η ιδεολογική ηγεμονία
του νεοφιλελευθερισμού αφήνει στους ανθρώπους να
εννοηθεί.

(από εδώ)

(από johnblack, 06/06/09)(από johnblack, 06/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified