Further tags

(Τάβλι) Συνήθως το ασσόδυο / μπίρ-ικι (Κρήτη εκ του τουρκ. μπιρ = ένα + ικί = δυο), δεν είναι και το καλύτερο ζάρι που μπορεί να φέρει κανείς, διότι δεν πας μακριά με ασσόδυο.

Συνώνυμα: Με ασσόδυο κανείς δεν είδε χαΐρι/προκοπή, κανείς δεν πρόκοψε, κανείς δεν έκανε έρωτα (sic).

- Λοιπόν τώρα, θα φέρω τις εξάρες μου. Φτου! Ασσόδυο...
- Με ασσόδυο κανείς δε γάμησε φίλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του ταβλαδόρου.

Εκ του «Πιστεύω» ( ... γεννηθέντα ου ποιηθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα ...)

Στο πλακωτό, όταν πιάνεις το πούλι του αντιπάλου με διπλές, κοπανάς τέσσερεις φορές το πούλι σου στο τάβλι στις αντίστοιχες θέσεις, (π.χ. έξι βήματα τη φορά αν έχεις εξάρες), λέγοντας την ανωτέρω φράση μέχρι να τον πλακώσεις. Ανάσταση δεν προβλέπεται.

- Άφησες παραμάνα ; Τώρα θα δεις ...
- Άμα φέρεις πεντάρια, μαγκιά σου!
- Πεντάρια ! Γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα! Τ' αφήνεις διπλό ή θα συνεχίσεις να το παίζεις για να το μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ζάρια: μπαρμπούτι - 7/11 - τάβλι κ.τ.λ.): Έκφραση κουμαρτζήδων (=στοιχηματζήδων) που χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς, όταν ο αντίπαλος είτε φέρνει εξακολουθητικώς ευνοϊκό γι' αυτόν ζάρι, είτε όταν δεν τα μπεγλεράει/κουρντίζει καλά (δηλ. τα τσιμπάει/στήνει/κολλάει), είτε τέλος, όταν υπερίπταται σοβαρή υπόνοια, ότι το ζάρι είναι γιομάτο (δηλ. με υδράργυρο/κούφιο/καραγκιοζάκι = σκοπίμως πειραγμένο-κακοζυγισμένο ζάρι).

Στις περιπτώσεις αυτές, ο λέγων την έκφραση διατυπώνει την επιθυμία του να κοπανήσει ο αντίπαλος τα ζάρια κάτω στο ξύλο/δάπεδο, να τα μπεγλερίσει ενδελεχώς και στη συνέχεια να τα μολάρει τίμια (να πιάσουν ξύλο/τοίχο απέναντι που λέμε), προκειμένου να ελέγξει, είτε την τύχη του αντιπάλου (να γυρίσει το γούρι) προς όφελός του, είτε την τιμιότητα του συμπαίκτου του. Για το λόγο αυτό, υποτίθεται ότι μόνον άπαξ δύνασαι να απαιτήσεις να τα σπάσει ο αντίπαλος σε κάθε παιχνίδι, αλλιώς πιθανότατα να παρεξηγηθεί ο άλλος και να καταλήξει το παίγνιον σε κλωτσοπατινάδα. Υφίσταται και το: «Μπροστά μου να τα σπάσεις»!/«Σπάστα μπρός μου»! (= να τα βλέπω).

Μεταφορικώς, χρησιμοποιείτο παλαιά, ως έκφραση δυσπιστίας προς τον συνομιλητή ή όταν ο τελευταίος λέει κάτι το ανυπόστατον ή όταν το νόημα δεν ήταν πλήρως κατανοητόν. Δηλαδή: «Δε μιλάς σωστά, ξαναπέστα όμορφα».

Συνώνυμα: Κομμένη!, κομμένη η ζαριά!, κόβω το ζάρι κ.τ.λ.

  1. - Φίλε, τσιμπάς ζάρι μου φαίνεται...
    - Να στραβωθώ! Σωστά τα μπεγλεράω, να...
    - Ακούς που σου λέω εγώ; Σπάστα και ξαναρίχτα, μην τραβηχτούμε!

  2. - Τί έγινε με τα λεφτά που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Δυο τετραετίες με πιλατέβεις, κατέβαινε!
    - Ρε φιλαράκι να πούμε, είμαι σε σφίξη τώρα, να κάνουμε ένα γραμμάτιο;
    - Σπάστα και ξαναρίχτα! Πετσένια λεφτά εγώ δεν παίρνω. Κανόνισε την πορεία σου!

Ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι... (από HODJAS, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμαντάρω τις δουλείες μου, τα προβλήματα μου, προγραμματίζω τι να κάνω στο μέλλον.

Θα το ακούσουμε σαν «έχω κάνει το κουμάντο» ή «τα κουμάντα μου». Εκ του «κουμαντάρω το καράβι» δηλαδή το οδηγώ και το περιποιούμαι και το φροντίζω. Τα πάντα όλα για το προς κουμαντάρισμα πράγμα.

Μην ανησυχείς έχω προμήθειες στο καταφύγιο για πέντε χρόνια έχω κάνει τα κουμάντα μου και δεν φοβάμαι τον πυρηνικό χειμώνα…

πού σουν μάγκα τον πυρηνικό χειμώνα; είχα κάνει τα κουμάντα μου (από xalikoutis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική ευχή μουσικού, ηχολήπτη ή DJ, από την τετριμμένη μπαρμπαδο - ευχή: «Άντε, και του χρόνου με υγεία!».

Εκφράζει ενδεχόμενο παράπονο κακής ποιότητας ήχου, λόγω ελλείψεως ή ελαττωματικότητας / αδυναμίας των ηχείων, να αποδώσουν τη μουσική χωρίς χιόνι ή ένταση αντιστοίχως.

Εκφράζει επίσης, την απέχθεια του ομιλούντος, προς τις τυποποιημένες ευχές, που λέγονται με τον ίδιο τρόπο από αιώνων, σε κάθε περίσταση.

Κατά το: Άντε, και του χρόνου τούμπανο!, Ας είμαστ' εμείς καλά κι ας πεθάνουμε, Να μας ζήσουν οι πεθαμένοι!, κ.τ.λ .

-Χρόνια πολλά και καλά παιδιά!

-Άντε, και του χρόνου με ηχεία!

Και σε τρία χρόνια με ηχεία (το εξώφυλλο από το ΒΗΜΑ μετά από τριετία). (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): Το πορτοφόλι.

Η μέθοδος κατά την οποίαν ο πρασάς (πορτοφολάς) βυθίζει στην τσέπη του θύματος (κορόιδου) τον μέσο και παράμεσο εν είδει ψαλιδιού, προκειμένου να του ξαφρίσει την πορτοφόλα. Συνήθως, η θεάρεστος πράξις τελείται σε μέσο μαζικής μεταφοράς σε αστικά κέντρα, όπου οι επιβάται στέκονται κρεμασμένοι από τας χειρολαβάς σαν κρέατα, με την βοήθεια πρασά-αβανταδόρου (με τον οποίον φαινομενικώς δεν γνωρίζεται ο πρωταγωνιστής πρασάς), ο οποίος και σπρώχνει το θύμα δήθεν τυχαία σε απότομο φρενάρισμα, το οποίο θύμα καταλήγει άθελά του εις την αγκαλιά του πρασά, ο οποίος αστραπιαία αφαιρεί το πράσο, ωσάν ταχυδακτυλουργός (!) χωρίς το κορόιδο ν' αντιληφθεί οτιδήποτε (για ώρες) ... Μάλιστα, ζητάει και συγγνώμη απο τον πρασά (!)

Ο ευσυνείδητος πρασάς, αν δεν είναι κανά κωλόπαιδο, μόλις τσιμπήσει το παραδάκι και δει μέσα κάρτες, σημαντικά έγγραφα κλπ. δεν τα πειράζει και συχνότατα αφήνει να πέσει το πορτοφόλι (χωρίς το μπερντέ φυσικά) σε πολυσύχναστο σημείο, όπου κάποιος χριστιανός θα βρεθεί να το επιστρέψει στο (μερικώς) ανακουφισμένο θύμα.

Αν το θύμα είχα πολλά λεφτά στο πορτοφόλι, δικαιούται να βρίζει (ερήμην) τους κλέπτας. Αν όμως, έχασε λίγα, τότε οφείλει να θαυμάσει την τέχνη των (και να έχει το νου του άλλη φορά). Ο πρασάς αφήνει, ως ανωτέρω, συνήθως τις κάρτες και τα έγγραφα άθικτα στο λάχανο, όχι βέβαια από αγνά αισθήματα, αλλά διότι περαιτέρω αξιοποίησή τους, εκφεύγει της αρμοδιότητός του. Δεν είναι ούτε χακεράς, ούτε πλαστογράφος, ούτε παρτίδες έχει με δαύτους (άσε που έτσι και γίνει τσακωτός, θα φάει επιπλέον σοπάκι και χρόνια φυλακής στην καμπούρα του).

Σημειωτέον, ότι η τέχνη του λαχανέματος, είναι τόσο δύσκολη, ώστε ε-δι-δά-σκε-το (!) στη φυλακή και στα χαμαιτυπεία από τους παλιότερους, ήδη και τουλάχιστον από την εποχή του Βίκτωρος Ουγκώ (βλ. «Άθλιοι»), αλλά και παρ' ημίν, βλ. Ηλίας Πετρόπουλος («Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»), Πέτρος Πικρός («Τουμπεκί») και Νίκος Τσιφόρος («Τα παιδιά της πιάτσας», «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» κ.α.).

Τα μαθήματα, γινόσαντε ώς εξής: Υφίστατο ανδρείκελο με πορτοφόλι στη μέσα τσέπη (της καρδιάς) του σακακιού, στημένο με κουδουνάκια (!), τα οποία ντιντίνιζαν με το παραμικρό. Ο επίδοξος πρασάς καλείτο να τσουρνέψει το πράσο χωρίς να κάνει θόρυβο. Όταν το πετύχαινε και αφού είχε ξοδέψει αρκετά σε δίδακτρα (!), ελάμβανε το δίπλωμά του και εισήγετο εις την δημοσίαν χρήσιν.

Παράγωγα: πρασάς κτλ.

Συνώνυμα: λαχανεύω, λαχανάς, λαχάνεμα, τσουρνεύω, τσούρνεμα, πορτοφολάς, βουτάω, σουφρώνω, απαλλοτριώνω κτλ

Ισπανιστί: tacon=πράσο, ratonero=λαχανάς
Ιταλιστί: borseggiatore=πορτοφολάς
Αγγλιστί: pick-pocket (=το αυτό) / half inch (cockney rhyming slang: pinch), pinch, nick, yank κτλ=βουτάω, κλέβω.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, εγνώριζαν τους λωποδύτας (λώπος = ένδυμα + (κατα)-δύομαι = βουτάω), ήτοι τα τσογλάνια που μπαίνανε στα δημόσια λουτρά και κλέβανε τα ρούχα του κοσμάκη. Μάλιστα, ο φιλόσοφας Διογένης, έχοντας συλλάβει με το μάτι έναν απ' αυτούς επ' αυτοφώρω, του έκλεισε το μάτι, λέγοντάς του το λογοπαίγνιο: «Επ' αλειμμάτιον, ή επ' άλλ' ιμάτιον»; (=για αλοιφή λουτρού ήρθες εδώ ή για να σουφρώσεις ρούχα;)

- Ρε Μιχάλη, μου βγάζεις κι εμένα εισιτήριο; Μου' φαγανε το πράσο κάτι κωλόπαιδα πριν στο τρόλεϊ κι είμαι ρέστος !

βλ. και τσουρνεύω, τζουρνεύω, λάχανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μαλάκας.

Λέξη του κώδικα επικοινωνίας στο Μοδιάνο και στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης –κεντρικές αγορές της πόλης– μεταξύ των μανάβηδων, χασάπηδων ψαράδων και λοιπών επαγγελματιών (τουλάχιστο στην δεκαετία των εβδομήντας –το πολύ αρχές ογδόντας, μετά όλα πήγαν κατά διαόλου στο Μοδιάνο).

Ως γνωστό η επικοινωνία και τα πειράγματα μεταξύ τους ήταν γραφικά και οι φωνές τους πιάναν απίστευτα decibel! Αλλά όπως δεν ήταν κόσμιο να αγριοφωνάζεις «μαλάααααακα» στην μέση της πόλης, ο μαϊντανός βόλευε για υποκατάστατο.

Φυσικά μαϊντανοί δεν ήταν μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι περίεργοι πελάτες, οι αγορανόμοι, τα φρικιά, οι τουρίστες, ιδίως αυτοί που θέλαν να αγοράσουν ένα μήλο δίνοντας χιλιάρικο, αλλά και οι Σέρβοι που φέρναν να μεταπουλήσουν λαθραία μπανάνες!

Φυσικά, η χρήση του ήταν καλοκάγαθη κάτι που τείνει να εκλείψει σε ένα κόσμο που χάνεται...

- Έχω και καλό μαιντανό έχω!
- Μα τι λέτε κύριε, φρούτα πουλάτε!
- Άντε κύριος, τα έλιωσες τα μούσμουλα, διαλέχτε κύριος, δεν είναι διαμάντια.
- Μισό μεσιέ, είναι για την πεθερά μου...
- Μαιντανόοοοος, φρέσκος μαιντανόοοοοος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως συνάδεται από τον ορισμό σλανγκ της αγαπητής συνοδοιπόρου, «Jargon» ή «επαγγελματική ιδιόλεκτος», αναφέρεται σε ορολογίες (συντμήσεις, εκφράσεις, ακρώνυμα), σε σχέση με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, επάγγελμα ή ομάδα. Περιγράφει την συγκεκριμένη «γλώσσα» ανθρώπων που εργάζονται στον ίδιο χώρο ή που έχουν κοινά ενδιαφέροντα.

Υπό αυτή την έννοια η jargon μοιάζει ή (τολμώ να πω) προβιβάζεται σε slang, τουλάστιχον στις περιπτώσεις όπου γίνεται παράφραση/εμπλουτισμός «παραδοσιακών» jargon συνήθως με χιουμοριστική διάθεση, όπως αποδεικνύουν πλείστα λήμματα του τιμημένου slang.gr (RTFM, FUBAR, μήδι, clopy paste, πσάρεμα, LMFAO κλπ.).

Στο δια ταύτα, ως Corporate Slang αναφέρω τους όρους που μοιάζουν μεν με jargon στον Επιχειρηματικό κόσμο (ιδιαίτερα της αλλοδαπής και ειδικότερα στις ΗΠΑ), πλην όμως, αποτελούν «άτυπους» όρους (και γι’αυτό θεωρώ σλάνγκικους), οι οποίοι λόγω του ειρωνικού/χιουμοριστικού τους περιεχομένου, μάλλον χρησιμοποιούνται μεταξύ εργαζομένων και σίγουρα όχι στο Boardroom (βλ. κριτήρια 2 και 3 στο τμήμα 1 του σλανγκ). Μια συλλογή των καλυτέρων που κυκλοφορούν ακολουθεί:

Blamestorming
Συγκέντρωση επαγγελματιών σε γκρουπ, ανοιχτή συζήτηση γιατί ένα έργο πήγε κατά διαόλου και ποιος φταίει.

Seagull Manager
Ένας μάνατζερ που καταφθάνει «αεροπορικώς», κάνει πολύ θόρυβο, χέζει τα πάντα και μετά φεύγει.

Salmon Day
Η εμπειρία του να περνάς όλη σου τη μέρα κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα, μόνο και μόνο για να πεθάνεις στο τέλος.

Assmosis
Η διαδικασία μέσω της οποίας ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να απορροφούν επιτυχία και προαγωγές, με το να γλείφουν το αφεντικό αντί να δουλεύουν.

Percussive Maintenance
Η τέχνη του να χτυπάς, κλωτσάς, γρονθοκοπείς ένα μηχάνημα για να το κάνεις να δουλέψει.

Bangalored
Να απολύεσαι γιατί η θέση σου μεταφέρθηκε στην Ινδία.

PowerPointless
Τσίλικα γραφικά και animations παρουσιάσεων, τα οποία αποσπούν την προσοχή του κοινού αντί να επεξηγούν.

Treeware
Geek-speak για οτιδήποτε είναι τυπωμένο σε χαρτί.

Turd polishing (γυάλισμα κουράδας)
Βρίσκοντας θετικά πράγματα σε μια δύσκολη κατάσταση.

Work Spasm
Η εξαιρετικά παραγωγική (αλλά συνήθως σύντομη) περίοδος εργασίας, αμέσως μετά τις διακοπές.

Ίσως η πιο ολοκληρωμένη και αβλεπί η πιο αστεία χρήση της Corporate κουλτούρας και Jargon, είναι ο Dilbert του Scott Adams.

- Τι έγινε ρε με τον χαμό προχθές;
- Τι να γίνει, το project πήγε τρίσκατα οπότε μαζεύτηκε όλη η ομάδα για ένα χέσιμο από το αφεντικό και φυσικά ένα δημιουργικό Blamestorming. Το χειρότερο ήταν ότι ήταν εκεί και ο νέος Διευθυντής Μάρκετινγκ.
- Ποιός ο Λούλης; Καλά αυτός είναι εντελώς Seagull Manager. Δεν τον βλέπω να κρατάει πάνω από 1 μήνα...

(από Desperado, 08/07/09)(από Desperado, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή εποχή του DOS, κι ακόμα παλιότερα.

Τα αρχεία στον υπολογιστή τότε είχαν ονόματα του τύπου «FILENAME.EXT», όπου FILENAME το όνομα, και EXT ο τύπος του (= τί περιείχε, π.χ TXT για κείμενο, WKS για φύλλα Lotus 1-2-3, GIF για εικόνες κ.ο.κ.)

Για να επιλέξει κανείς (για διαγραφή π.χ.) παραπάνω από ένα αρχείο, χρησιμοποιούσε χαρακτήρες πασπαρτού (ελληνιστί wildcards), τους εξής δύο:

  • Αστεράκι (*) σήμαινε «κανένας, ένας ή μέχρι και άπειροι χαρακτήρες».
  • Αγγλικό ερωτηματικό (;) σήμαινε «ακριβώς ένας χαρακτήρας».

    Το πρώτο αστεράκι = «όλα τα ονόματα αρχείων, ανεξαρτήτως μήκους»...

Το δεύτερο αστεράκι = «όλοι οι τύποι αρχείων, ανεξαρτήτως μήκους»...

Ο συνδυασμός, με την υποχρεωτική τελεία στη μέση = «ό,τι αρχείο βρεις» = «τα πάντα όλα»...

Για όσους προλάβαμε κουμπιούτερ από τότε που βγήκαν οι λάσπες, το αστεράκι και το αγγλικό ερωτηματικό είναι από τα clopyright που ο Βασιλάκης ο Πόρτας «δανείστηκε» από το Unix...

- Μήτσο μου, να πάρω ροζ κραγιόν ή πορφυρό;
- Τι με λε ρε, πάρε αστεράκι τελεία αστεράκι και παράτα με...

για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι... (από panman_gr, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified