Further tags

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αυλάκια στο πέλμα του λάστιχου (αυτοκινήτου, πούλμαν, κλπ). Λέγονται έτσι λόγω του σχεδίου που σχηματίζουν, που θυμίζει και καλούα μπακλαβά.

Ο όρος αυτός προέρχεται από τους παλιούς συνεργατζήδες.

Είδη μπακλαβά: ψαροκόκκαλο και «καράφλα». Ένα πέλμα λέγεται καραφλό αν δεν έχει μαμίσιο ψηλό μπακλαβά, ή αν αυτός έχει φθαρεί από την πολλή χρήση.

  1. Τον χειμωνα βαζουμε λαστιχα με «μπακλαβα» κατα προτιμηση «ψαροκοκκαλο». το καλοκαιρι βαζουμε καραφλα.
    (από το νέτι)

  2. το ζήτημα είναι αν το πέλμα (ο «μπακλαβάς» για τους παλιούς) του ελαστικού είναι καθαρό για να μπορεί να γραπώσει στην επιφάνεια στην οποία κινείται.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό των οδηγών πούλμαν.

Στις μεγάλες αποστάσεις μοιράζονται το οδήγημα δύο οδηγοί. Όσο ο ένας είναι στο τιμόνι, ο άλλος πρέπει να ξεκουράζεται ή να κοιμάται. Τα πούλμαν όμως δεν έχουν κρεβατάκι, όπως οι νταλίκες. Ο χώρος που κοιμάται ο πουλμανατζής βρίσκεται στο κάτω μέρος του πούλμαν, εκεί όπου είναι και οι αποσκευές. Επειδή λοιπόν είναι βαθιά και σκοτεινά κει χάμω, το αποκαλούν τάφο.

- Μπάμπη, ξύπνα, πιάστηκα. Πάρ' το συ, να μπω λίγο στον τάφο να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμμαζεύοντας, ανακεφαλαιώνοντας και προσθέτοντας για να μη μείνει έξω από τη συλλογή ένα λήμμα που ήδη χρησιμοποιείται κάργα στο σάη:

Προέρχεται από τον Πάξαμο, πολυγραφότατο συγγραφέα αρτοποιό και μάγειρα που ζούσε στη Ρώμη τον 1ο μΧ αιώνα.

  1. Πρόκειται για τον δίπυρο (διπλά ψημένο / φουρνισμένο) κομμάτι ψωμιού (εξού και το λατινικό bis coto, απ’ όπου το ιταλικό biscotti και το αγγλικό biscuit και το δικό μας μπισκότο), ώστε να αφυδατωθεί και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο.

Αποτελεί βασικό συστατικό του περίφημου Κρητικού ντάκου.

Υπάρχουν και:
α. το παξιμάδιασμα που σημαίνει εκτός από το ψήσιμο του ψωμιού ώστε να γίνει παξιμάδι / το φρυγάνισμα,

β. το αντίστοιχο παξιμαδιάζω που, όταν μιλάμε για άτομα, σημαίνει αδυνατίζω υπερβολικά σε σημείο ασχήμιας και

γ. η παξιμάδα (που ‘ναι –άσχετο- και νησί κοντά στη Σητεία) για το ακόμη πιο χοντρό και μεγάλο παξιμάδι (να μη συγχέεται με το 5).

  1. Η πασίγνωστη (και επικαιρότατη) έκφραση «κάνει το σκατό του παξιμάδι», όπως και η παρόμοια «ξεραίνει το σκατό του», σημαίνουν πως (όπως αφήνουμε το ψωμί να γίνει παξιμάδι για να ‘χουμε κάτι να τρώμε στο μέλλον):

α. επειδή υπάρχει μεγάλη ανευρεία στερούμαστε (αναγκαστικά και χωρίς να το θέλουμε) και τα βασικότερα των αγαθών,

β. κάνουμε υπερβολική οικονομία (στερούμενοι ηθελημένα κάτι που άλλοι –ίσως όχι άδικα- να θεωρούν βασικό), με σκοπό να αποκτήσουμε στο μέλλον κάτι που κοστίζει ακριβά.

  1. Η έκφραση «θέλει βρεγμένο το παξιμάδι» σημαίνει πως ο εν λόγω είναι τόσο τεμπέλης που δε στέργει να ταλαιπωρηθεί ούτε στο ελάχιστο, ακόμη και για να απολαύσει κάτι. Βρεγμένο παξιμάδι τρώνε οι γέροι που ‘ναι φαφούτηδες. Αναφορά και εδώ.

  2. Η ψωλή. Προφανώς από το ξερή (ξερό ψωμί είναι το παξιμάδι). Απ’ εδώ η έκφραση «βουτά το παξιμάδι του στον καφέ / το μέλι» κι άλλα, ανάλογα με την περίπτωση.

  3. Παξιμάδα, παξιμάδω και παξιμαδοκλέφτρα σημαίνει κοκότα, πουτάνα. Αναφορά και εδώ.
    Σύμφωνα με το Ρεμπέτικο φόρουμ, προέρχεται απ’ τις καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ, τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί.

  4. Το μεταλλικό κινητό περικόχλιο (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα, που έχει εσωτερικό σπείρωμα (βόλτα), για να βιδώνεται μέσα σε αυτό ο κοχλίας (βίδα), οπότε συνδέονται διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανισμού μεταξύ τους.

  5. Υπάρχει και η έκφραση «Το στρίβεις το παξιμάδι;»

Τέλος: ποξαμάτι στα Κυπριακά.

  1. Κόντρα παξιμάδι.
    α. «Βιδώνω κόντρα παξιμάδι» στην κυριολεξία. είναι όταν βιδώνοντας κάτι, με το γαλλικό κλειδί, κρατάω και το παξιμάδι κόντρα.

β. Επίσης κυριολεκτικά, το δεύτερο παξιμάδι που κρατώντας κόντρα ενισχύει το πρώτο ακριβώς όπως περιγράφεται εδώ.

γ. Συμπληρώνοντας την εδώ δεύτερη έννοια, σημαίνει το χοντρό δούλεμα. ειδικά όταν συνοδεύει το γνωστό ψιλό γαζί.

δ. Δημοφιλής ξινίζουσα σεξουαλική στάση (αναφορά και εδώ).

  1. Η έκφραση «έχω μείνει παξιμάδι» είναι συνώνυμη των «έχω μείνει μαλάκας / κόκκαλο / κάγκελο / παγωτό / έκπληκτος / άναυδος / στήλη άλατος / με το στόμα ανοιχτό» / καγκελώνω.

  2. Ο στεγνός / αυτός που έχει μείνει ρέστος / ταπί / πανί με πανί / δίχως μία. Ακούγεται όλο και συχνότερα παρέα με το «μένω» (χωρίς να μπερδεύεται με το 9.) αλλά και το «είμαι» τόσο για πρόσωπα όσο και για εταιρείες.

1.β. Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει βρε μίζερη, έτσι που παξιμάδιασες; Βάλε και λίγο λάδι στη σαλάτα κι έγινες σαν τον άγι’ Ονούφριο.

2.α. Ξεσκιζόμαστε κι οι δυο σε δυο δουλειές πρωί - βράδυ, έχουμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι, ο μήνας βγαίνει με δανεικά κι έχουμε και το χοντρομαλάκα να λέει πως μαζί τα φάγαμε. Τότε γιατί πεινάμε χώρια ρε;

2.β. Για να κάνουν το σπίτι αυτό που βλέπεις, έκαναν το σκατό τους παξιμάδι πάνω από μια δεκαετία.

3. Ποιος βρε, ο Χρήστος; Αυτός θέλει βρεγμένο το παξιμάδι του, σιγά μη κουνηθεί για το λιοχώραφο. Τσιμέντο να γίνουν όλα, μου πέταξε ο ντεμέκ οικολόγος όταν του το ‘φερα απ’ έξω–απ’ έξω.»

4. «…όσο για τους χαμηλόβαθμους ..ε!! όσο μπορούν και τους παίρνει, βουτούν το παξιμάδι τους στον καφέ της χήρας…»

5.****Ήσουνα τι ήσουνα. Το πασίγνωστο παλιό μουρμούρικο. (Οι παραλλαγές είναι ατελείωτες, αντιγράφω τον Ηλία Πετρόπουλο)

Ρε, ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες 'κοσάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα αδέκαρη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

Βρε, με χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το Χάρο
Να είσαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και τάιζες κοκόρους
τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα και ήρθαν έξι-πέντε Μπάνιζε μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε-πέντε

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες χορτάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια τσουβαλοπλέχτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια παξιμαδοκλεύτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις βαντανίκια (κοσμήματα).

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις άσπρες κάλτσες.

Βρε, ήσουνα στη μάνα σου και πότιζες τη γλάστρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις (τακτιριτακτα)

8γi) «…Μας δουλεύεις ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι, μεσιέ; Προϊόντα κατασκευάζει και η κουτσή Μαρίκα... Με τί, όμως, αν δεν έχει πρώτες ύλες;»

8γii) «…Υπόβαθρο είναι οι ευσεβείς πόθοι τού λαού και γνώμονας το συμφέρον αυτού και αυτών που σχεδιάζουν τα πολιτικά συστήματα. Βεβαίως ο λαός έχει πειστεί πως είναι «σοφός» και δεν δέχεται πως τον δουλεύουν ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι..»

8.δ.i. «…Εμένα πάντα με υποψιάζουν δημόσια πρόσωπα που το παίζουν έντονα κάτι. Αν αυτό είναι πατριωτισμός, σημαίνει ότι την Ελλάδα την έχουν γραμμένη εκεί που την είχαν γράψει και οι άλλοι ”υπερπατριώτες” οι χουνταίοι. Αν το παίζουν αντριλίκι, το γκρόβερ σε κόντρα παξιμάδι είναι δεδομένο. …»

8.δ.ii. «…Αυτά τα rap γκομενίδια μου αρέσουν ΦΟ-ΒΕ-ΡΑ γιατί είναι ρυθμικά, γενικώς και δεν κάνουν τα έξυπνα όπως τα ανάλογα ροκ γκομενίδια που και δεν μεγαλώνουν ποτέ και κάνουν ότι τα ξέρουν κι όταν τους λες “Μωρό, είσαι για ένα βιδωτό κατσαβιδάτο ή τουλάχιστον για κόντρα παξιμάδι και τα ξαναλέμε αργότερα για τον Ντύλαν, στο τσιγάρο”…»

8.δ.iii «….Το φιλί της ήταν βαθύ και με πολύ σάλιο και οι κινήσεις της έδειχναν πως είχε μάθει από καιρό το καμασούτρα, μιας και οι έμεινα έκπληκτος από τις παραλλαγές του all time classic «κόντρα παξιμάδι».

  1. Διάβασα σήμερα και είδα το βίντεο και απλά έμεινα παξιμάδι! Έμεινα παξιμάδι γιατί είδα με τι ψυχραιμία κάποιος συνάνθρωπος μας ήταν ικανός να κάνει τη θυσία του για τα πιστεύω του, χωρίς να προσπαθήσει να κάνει κακό σε κάποιο υπεύθυνο για τη κατάστασή του όπως το βλέπει! Δεν έχω λόγια να πω για αυτόν τον άνθρωπο, πραγματικά ανατρίχιασα βλέποντας τη ψυχραιμία του! Την απελπισία του και με ποιο τρόπο την έδειξε…
    (αναφέρεται στη βουτιά στο κενό απεγνωσμένου Ρουμάνου μέσα στο ρουμανικό κοινοβούλιο πέρσι)

  2. Ήταν που ήταν παξιμάδι του ‘ρθε και το τέλος επιτηδεύματος. (sic)

(όλα αγορασμένα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το πολυσήμαντο çelik (βλαστός / μπόλι από φυτό / πετώ βλαστάρι / κλαδί - βέργα για στερεό φύτεμα / ατσάλι).

Σημαίνει:

  1. βέργα, μπόλι, κλαδάκι αλλά κυρίως ατσάλι (και ατσαλόπλακα). Εξού η τσιλικόβεργα, η τσιλίκα/τσαλίκα και οι τσιλιγκίριδες/τσιλιγκιρίδες (συχνό σύγχρονο επώνυμο το Τσιλιγκιρίδης) ήταν οι μάστορες που έβαφαν κι επεξεργάζονταν το ατσάλι,

  2. όταν μιλάμε για τη σωματική υγεία κάποιου: ατσαλένια και δηλώνει πως ο εν λόγω είναι υγιέστατος / τετράγερος / ρωμαλέος (απ' το τούρκικο çelik gibi),

  3. το παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι (κατά τόπους: τσαλίκα τσουμάκα –έτσι το έλεγα εγώ- ή τσελίκ τσομάκ ή τσιλίκα ή τσάλτικα ή τσελίκι) που παίζεται με δυο ξύλινες βέργες τη μια (τσαλίκα) μακρύτερη της άλλης που είναι μυτερή στις άκρες (τσιλίκι) με σκοπό χτυπώντας το τσιλίκι με την τσαλίκα μια ομάδα παιδιών να το στείλει μακρύτερα απ’ την άλλη. (απ’ το τούρκικο παιχνίδι çelik çomak), (μέχρις εδώ, τίποτε το σλαγκικό),

  4. όταν μιλάμε για πράγματα: το γερό, το ανθεκτικό, που δουλεύει άψογα,

  5. το άκαμπτο πέος εν στύση.

  6. Προφανώς, η φράση: «άδειο το μουνί, να παίξει την τσιλίκα» εννοεί στην κυριολεξία πως το μουνί όταν είναι άδειο θα κάνει παιχνίδι με την ψωλή (άδειο: ελεύθερο από ..δουλειά –«δεν αδειάζω» λέμε όταν δεν ευκαιρούμε να κάνουμε κάτι-) . Και παίρνει την κυρίως χρήση της με την ειρωνική έννοια «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά / άλλο χαβά δε είχα...», «αυτό μου έλειπε τώρα» που αναφέρεται εδώ, βλ και σχόλιο.

  1. «Μη σε γελάει το μάχιμο αμάξωμα, το μοτέρ είναι τσιλίκι».

2 & 5
-Μα πιο πολύ με τα γεράματα με πειράζει που δε σηκώνεται να κάνω πράξη.
-Σοβαρά; Τι λες ρε συ!! Εμένα, τσιλίκι!!
-Σώπα ρε!! Μεταξύ μας τώρα!!
-Εε!! Δεν ήμαστε μωρά!! Ρώτα και την κυρά!! (sic)

  1. «…Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο• που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα...» (από μεταφρασμένο θεατρικό)

  2. Το παράδειγμα εδώ είναι άψογο. (Το λήμμα το ανέβασα μόνο και μόνο για την κατανόηση μέσω του 5 που θεώρησα πως έλειπε).

Κυνήγι της μπάλιζας (φαλαρίδας) από μονόξυλο στην αποξηραμένη σήμερα, Λίμνα. Διακρίνεται το τσιλίκι, το ξύλο με το οποίο ωθούσαν τη βάρκα στα ρηχά νερά. (από sstteffannoss, 14/12/10)"Οι πιτσιρίκοι". Το ξυλίκι ακούγεται στο 0:16-0:17, αλλά και σε άλλα σημεία του τραγουδιού (από GATZMAN, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμενος στην επαγγελματική αργκό, είναι ένα κομμάτι καλώδιο περίπου 20 με 30 εκατοστά που έχει κολλημένα με καλάι συνήθως 60 μόλυβδο και 40 κασσίτερο σαν κράμα μαθές, δυο ελατηριωτούς ακροδέκτες που ομοιάζουν με κροκόδειλο και ιδιαίτερως στα σαγόνια του.

Η χρησιμότητά αυτού του εργαλείου στους ηλεκτρονικούς και ηλεκτρολόγους είναι να επιτυγχάνουν μια λυόμενη ηλεκτρολογική σύνδεση χάριν δοκιμών.

Ο όρος αναφέρεται και σε ένα ανυψωτικό υδραυλικό μηχάνημα που λέγεται και γρύλος και χρησιμεύει στην ανύψωση των οχημάτων.

- Παναγιωτάκη, πιάσε ρε αυτό το κροκοδειλάκι.
Ο Παναγής το πιάνει και κοιτά τον μάστορα για περαιτέρω οδηγίες
Και ο μάστορας λέει: - Α εντάξει, δεν είναι αυτό με τα 3000 volt.

(από ο αυτοκτονημενος, 15/12/10)(από ο αυτοκτονημενος, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπάλληλος νυχτερινού μαγαζιού που καταγράφει ό,τι σερβίρουν τα γκαρσόνια. Κάθεται σε σημείο από όπου μπορεί να τους ελέγχει, δίπλα στην ταμειακή ή σε ένα τραπέζι πάνω στην έξοδο της κουζίνας, και σημειώνει τα ποτά και τα υπόλοιπα (πιάτα κλπ) που φεύγουν προς τους πελάτες. Όταν οι σερβιτόροι παραδίδουν ταμείο τσεκάρει αν τα ποσά που δίνει ο καθένας και η καθεμιά συμφωνούν με αυτά που σέρβιραν.

Μάρκα μπαίνει κάποιος έμπιστος του αφεντικού, παρατηρητικός και έξυπνος, διότι οι σερβιτόροι μέσα στο χαμό και να κλέψουν μπορούν και να κεράσουν τις παρέες τους και να χάσουν τον λογαριασμό σε βάρος του ιδιοκτήτη. Υπάρχει στα μεγάλα μαγαζιά με πολλούς σερβιτόρους, πολλή πελατεία, λίγες κομμένες αποδείξεις και απουσία ιδιαίτερου μηχανογραφικού συστήματος (μπουζουκτσίδικα, μεγάλα καφέ-μπαρ κλπ).

Η έκφραση είναι είμαι μάρκα ή δουλεύω μάρκα. Πιθανώς η μάρκα σαν χαρακτηρισμός εύστροφου ανθρώπου να προήλθε και από εδώ. Λέγεται στην Βόρεια Ελλάδα. Πιο νότια χρησιμοποιείται το συνώνυμο τσεκαδόρος.

Mark στα αγγλικά σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα, «σημειώνω», «καταγράφω».

- Στο πειθαρχικό μού ρίξανε τρεις μήνες παύση και στέρηση βαθμού. Κι όλα αυτά για το κάθαρμα τον παλιό μου διευθυντή που τον εμπιστεύτηκα και έβαζα υπογραφές σα μαλάκας.
- Και πώς την πάλεψες από λεφτά;
- Ήξερα το αφεντικό στο Κόλορς που δούλευα γκαρσόνι πιτσιρικάς, είχαμε κρατήσει επαφή από τότε και μ’ έβαλε μάρκα. Άμα δεν ήταν κι αυτό θα είχα πεθάνει της πείνας.

Πατέντα της μάρκας σε ταβέρνα. Μέσα στα ποτηράκια, που αντιπροσωπεύουν τραπέζια, μπαίνουν οι αντίστοιχες αποδείξεις, ώσπου να ζητηθεί ο λογαριασμός. Εξάρχεια, Αθήνα. (από patsis, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοδίστρα ονομάζουμε επίσης και τις γυναίκες που σπουδάζουν στις σχολές υγείας και πρόνοιας, γνωστές και ως Σχολές Επαγγελμάτων Υγείας & Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Π.). Αυτό το παρατσούκλι βγήκε από την άσπρη στολή τους (σκέψου νοσηλεύτριες στα νοσοκομεία) που φορούσαν παλιά οι μοδίστρες, αλλά και από το γεγονός του ότι κρατάνε βελόνες και τρυπάνε τον καημένο το κοσμάκη για πρακτικούς λόγους, γιατί και αυτές πρέπει κάπου να μάθουν και ο πιο εύκολος στόχος είναι τα λιγούρια των άλλων σχολών, π.χ μηχανολογία που κατακλύζεται από άντρες και κάποιος θα βρεθεί να τρυπηθεί με πολύ ευχαρίστηση με τραγικές συνέπειες γι' αυτό το άτομο, καθώς μετά του πονάει απίστευτα το χέρι, γιατί η χασάπισσα δεν βρήκε με την 1η φορά φλέβα, αλλά με την 101η. Οι ποδιές είναι υποχρεωτικές σε αρκετά μαθήματα. Ο χαρακτηρισμός αυτός λέγεται αρκετές φορές με πειρακτικό σκοπό, άλλες φορές θα περαστεί στο ντούκου, άλλες θα παρθεί ως βρισιά -ανάλογα το άτομο!

- Ωπ! για δες, έρχεται το Χριστινάκι με την ποδιά της. Μάλλον τώρα θα τελείωσε το μάθημα, σκέτη κάβλα είναι!
- Ωχ ναι... καλώς την μοδίστρα μας!
- Άντε γαμήσου ρε μαλάκα!

(από Khan, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, είναι:

  • Το δοχείο, η φιάλη, το σκεύος που περιέχει λάδι· το λαδερό, το λαδωτήρι (για να λαδώνουμε τους μεντεσέδες), το (βλ. σχ.) λαδικό (για να βάζουμε λάδι στη σαλάτα), το σκεύος όπου αποστραγγίζουμε τα λάδια (λιπαντικά) μιας οποιασδήποτε μηχανής.
  • το σύστημα ψεκασμού λιπαντικού στις μηχανές κάθε είδους, ώστε να μειώνονται οι οποιεσδήποτε φθορές κατά τη λειτουργία της.

    Πιο σλανγκικά σημαίνει:

1. Δίχρονη αρρύθμιστη μηχανή (κι όχι μόνο), που βγάζει ντουμάνια καπνού.

2. Απαξιωτικά, κάθε όχημα ή σκάφος που η μηχανή του καταναλώνει υπερβολική ποσότητα λαδιού – λιπαντικού χωρίς να σημαίνει πάντοτε πως υπολείπεται σε απόδοση των υπολοίπων. Το συνηθέστερο είναι να υπονοείται πως το εργαλείο πάλιωσε (με όσα αυτό συνεπάγεται), με έντονο ψυχολογικό αντίκτυπο στον καβαλάρη. Είναι συχνός χαρακτηρισμός για τα νέας οικολογικότερης τεχνολογίας οχήματα (ειδικά τα μοντιφαρισμένα που πρέπει να τους προστεθεί λαδιέρα).

3. Αυτόν που λαδώνεται, το μιζαδόρο, το λαμόγιο, και όλους τους σχετικούς συγγενείς και εκφέρεται σαν βρισιά (βοηθά και το γένος) αλλά φευ, οι λαδιέρες στερούνται οργάνων ακοής… ιεραρχικώς αναντάμ παπαντάμ.

  1. «…Φυσικά βγάλαμε την τάπα και αφήσαμε τα μεταχειρισμένα λάδια να τρέξουν στην λαδιέρα…»

  2. «…Το τελευταίο χρονικό διάστημα ασχολήθηκα με το θέμα «υγραέριο στο αυτοκίνητο» επειδή σκέπτομαι και εγώ να τοποθετήσω σύστημα υγραερίου στο όχημά μου. Αυτό πού έχω καταλάβει από την μέχρι τώρα ενασχόλησή μου είναι ότι το πρόβλημα με τις βαλβίδες απαντάται πάντα στις βαλβίδες εξαγωγής. Οπότε πρέπει να οφείλεται στην μεγάλη θερμοκρασία των καυσαερίων, λόγω κακής ρύθμισης τού μίγματος υγραερίου-αέρα. Ίσως οι λεγόμενες «λαδιέρες» αμβλύνουν το πρόβλημα, δεν το λύνουν όμως…»

  3. «…Μέχρι και δίχρονο 50ράκι με παππού καβάλα (λαδιέρα, χάρχαλο και χούφταλο)….»

  4. Όντως τα αερόψυκτα πάνε καλύτερα από τα υδρόψυκτα στα ίδια κυβικά. Ρε έχετε παρατηρήσει κάτι; Όλα τα typhoon βγάζουν τρελά ντουμάνια από πίσω! Πολύ λαδιέρα το εργαλείο!

  5. «…Επειδή έχω περάσει από αυτή τη διαδικασία με το αμάξι να είναι στις 66500χλμ σε 5 χρόνια, μετά από επαφή με αντιπροσωπείες και Τ…, καθώς η κατανάλωσή μου είναι 1 λίτρο/3000χλμ, η απάντησή τους ήταν: «Είναι εντός φυσιολογικών ορίων». Εμένα όμως κανείς δε μου είπε ότι το αυτοκίνητό μου μετά από 5 χρόνια θα είναι λαδιέρα!!!...»

  6. «-…στα περισσότερα βιντεάκια είναι ο Τ.. και την λαδιέρα την έχετε ριγμένη.
    -Πάντα αυτό κάνουν βάζουν άλλες φωτογραφίες και δεν τους νοιάζει η λαδιέρα μου… -Οι λαδιέρες κάνουν για σαλάτες κι όχι για βουνά!!!
    -Μακάρι να ήταν όλες οι σαλάτες σαν το τούμπανο εργαλείο μου….»

  7. «…Το κασκόλ με την καπαρντίνα παρ’ τα και στην εκδρομή, βλέπω να μένουμε σε κάνα βουνό με τη λαδιέρα σου…»

  8. «…Δυστυχώς η φύση της μοτοσικλέτας (δίχρονη) και η παλαιότητα της έγιναν αφορμή να μη γίνω δεκτός από παρέες που μαζεύονταν σε forum μοτοσικλετών. Εκφράσεις του τύπου λαδιέρα, γκαζοντενεκές, σαράβαλο, καρούλι έδωσαν και πήραν και φυσικά και εγώ τα μάζεψα και έφυγα. Δυστυχώς δεν έχω τη δυνατότητα να αλλάζω κάθε χρόνο μοτοσικλέτες…(πρόκειται για Yamaha TDR 250 του 1988)»

  9. «-….μάλλον στα γερμανικά αναφέρεται που είναι λαδιέρες
    -λαδιέρες, λαδιέρες το τσαγάκι όμως το κερνάνε απλόχερα (Όταν η φαντασία συνδυάζεται με ένα καλό κονέ στο μηχανολογικό, τότε πραγματικά μπορείς να μεγαλουργήσεις! Μέχρι και πολιτικά μηνύματα μπορείς να περάσεις με τη πινακίδα σου! Ο ιδιοκτήτης του Tesla Roadster μας την “λέει” για τα καλά με την πινακίδα του. Δε συμφωνείς;… (Πινακίδα: LOL OIL)»

  10. «…Δεν έχει ιδέα το παιδί τι σήμαινε ΣΔΟΕ μάλλον!! Το ΣΔΟΕ ανέκαθεν δεν έπαιζε τον ρόλο του ελεγκτικού οργάνου στην πράξη αλλά μόνο στην θεωρία! Ένα απλό νταβατζηλίκι ήταν όπως και τώρα η ΥΠΕΕ που απλά εκβίαζαν για μίζες!! Διαλυμένος οργανισμός ήταν που το εκμεταλλευόταν άλλοτε το Πασόκ και άλλοτε η ΝΔ!! Έχω προσωπικό τρανότατο παράδειγμα με τον γ.. του δ.. του υπουργείου οικονομικών! Μια λαδιέρα και μισή τα άτομα χωρίς ίχνος τσίπας!!...»

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου Αττικής είναι ένα τμήμα του Αμαρουσίου, επί της λεωφόρου Κηφισίας, όπου βρίσκονται πολλά επαγγελματικά κτίρια κατασκευής των εταιρειών του επιχειρηματία Μπάμπη Βωβού. Σύμφωνα με μια πιο συγκεκριμένη μαρτυρία που έχω, μιλάμε «για το κομμάτι από την πρώην ASPIS και πάνω».

Χαρακτηριστικό των κτιρίων είναι η εκτεταμένη χρήση γυαλιού (για την οποία κατηγορείται για απουσία βιοκλιματικού σχεδιασμού) και οι πινακίδες με το όνομά του σε μικρά λατινικά: «babis vovos» (που προκαλούν σε πολλούς αισθητική απαρέσκεια για την βεβιασμένη αυτοπροβολή σε περιοίκους και περαστικούς).

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με διάφορα οικονομικά και πολιτικά παιχνίδια που φέρεται ότι απεργάζεται αλλά και προβεβλημένες από τα ΜΜΕ δικαστικές αντιπαραθέσεις για τα μεγάλα projects που αναλαμβάνει, δημιουργούν ντόρο και αντιπάθειες, κάτι που δεν είναι και έκπληξη για μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία στην Ελλάδα. Εξ ου και η δηκτική λέξη «βωβούπολη», για να υποδηλώσει «καθεστώς» και υφαρπαγή δημοσίων αγαθών ως μη έδει.

Από κει και πέρα το λήμμα έχει καθιερωθεί σε τέτοιον βαθμό που χρησιμοποιείται και σε άσχετες συζητήσεις.

Πέραν από την Λ. Κηφισίας, δευτερευόντως αναφέρεται και σε όποιο μεγάλο έργο με ευρείες πολεοδομικές συνέπειες σχεδιάζεται από τον συγκεκριμένο επιχειρηματία (στον Βοτανικό κλπ).

Ενδιαφέροντα παλαιότερα άρθρα της Καθημερινής και του Βήματος.

  1. Από εδώ:

Αν υποθέσουμε ότι εννοούν τους κλειστούς δημόσιους χώρους, τότε αφήνουν στους καπνιστές το δικαίωμα να καπνίζουν στο δρόμο και την παραλία. Φανταστείτε, θα περνάς από την Κηφισσίας και όλοι οι εργαζόμενοι στη «βωβούπολη» θα είναι στον παράδρομο για τσιγάρο.

  1. Από εδώ:

- Μανούλα μου για πες εκεί στη Βωβούπολη καμμιά καλή ταβέρνα; Ο «Ασβεστόλακκος» τι λέει έχεις ιδέα;
- O Ασβεστόλακος είναι εξαιρετικός και σε ιδιαίτερα καλές τιμές. Μεγάλη ποικιλία και ωραίο κουτουκίσιο decor. Τry it;)

Χαρακτηριστική κιτσάτη στιγμή της Βωβούπολης. (από Khan, 12/01/11)(από patsis, 29/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published