Further tags

Στην αργκό των πιλότων λέγεται όταν ο Νο2 επιβεβαιώνει επαφή με αρχηγό.

Ο αρχηγός του σχηματισμού, ο Νο1, ο οποίος προπορεύεται ρωτάει τον χειριστή που ακολουθεί:
«Έχεις οπτική επαφή; Με βλέπεις;»
«Γάτος!» απαντά ο Νο2 εφόσον όλα είναι εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για χρώμα, άρα το χρησιμοποιούμε στο ουδέτερο.

Είναι το νέτο σκέτο χρώμα που δεν περιλαμβάνει εκπλήξεις ή πειραματισμούς με το υλικό. Συνήθως το συναντάμε σε μπογιές για τοίχους ή στον ηλεκτρονικό κόσμο. Και στα πλεϊμομπίλ, λέω εγώ.

  1. Επιλογή πλακάτου χρώματος
    Ο επιλογέας χρώματος Adobe σας επιτρέπει να επιλέγετε χρώματα από το PANTONE MATCHING SYSTEM®, το Trumatch® Swatching System™, το Focoltone® Colour System, το σύστημα Toyo Color Finder™ 1050, το σύστημα ANPA-Color™, το σύστημα χρωμάτων HKS® και τον οδηγό DIC Color Guide. (από το νέτι)

  2. Τον ουρανό δεν έπρεπε να τον ζωγραφίσεις με αυτό το πλακάτο μπλε, δεν έχει ενδιαφέρον.

2.25: Σε μαύρο και φυσικό κωλjί. (από Khan, 19/04/11)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαδάκια λέγονται τα παιδάκια που ντύνονται σαν μικροί παπάδες και κρατάνε τα εξαπτέρυγα και τα φανάρια στην ακολουθία του Επιτάφιου (τσάμπιονς λιγκ), ή και σε κάποιες τελετές ( αγώνες πρωταθλήματος, κυριακάτικες λειτουργίες δλδ) μέσα στον οίκο του Θεού. Συνήθως είναι παιδιά πιστών χριστιανών, οι οποίοι το θεωρούν τιμή τους. Και γούστο τους καπέλο τους, γιατί είμαστε και δημοκράτες.

Στη (σχεδόν μπαρμπαδίστικη) σλανγκ, ο όρος αναφέρεται στον μαμόθρεφτο, τον απονήρευτο, τον καθωσπρέπει, που -αναδρομικώς σκεπτόμενοι - εικάζουμε ότι όταν ήταν μικρός, θα έπρεπε να ντύνονταν παπαδάκι.

Εντελώς συνώνυμο : πρόσκοπος

- Ρε. τι είναι η σημερινή νεολαία... Κανένα σεβασμός;!;!;
- Μου φαίνεται ότι ξεχνάς τι κάναμε εμείς; - Εμείς ήμασταν παπαδάκια μπροστά σ΄αυτούς τους αλήτες!

(από electron, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα φανταρώνυμα του στρατού, ο Λόχος Μεταφοράς Καυσίμων αρκτικολεξείται ως Λάθος Μονάδα Κατάταξης.

- Σε Λάθος Μονάδα Κατάταξης πέσαμε. Έχει πήξει η μούνα μας!

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργκό των πιλότων κασέρι είναι η σκληρή εμπλοκή / αερομαχία, και κατ' επέκταση η λογομαχία.

- Θα έχει κασέρι σε λίγο, μπήκαν πάλι μέσα (εννοείται: οι Τούρκοι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά η βελόνα του παλιού πικάπ σε αντιδιαστολή με την ψηφιακή τελειότητα των CD. Παλιός όρος των DJ και των ραδιοφωνικών παραγωγών. Σπάνιος και ουσιαστικά μη χρησιμοποιούμενος πια.

Άντε να ξεκουμπιστεί ο προηγούμενος DJ με τις παλιατζαρίες του και τις πρόκες του ν' ακούσουμε καμιά μοντερνιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που αντιστοιχεί στον αγγλικό όρο reverb (< reverbation), ο οποίος δηλώνει την αντήχηση (με φυσικά ή τεχνητά μέσα) στον ήχο ενός οργάνου ή ακόμη και της ανθρώπινης φωνής, δημιουργώντας έτσι στον ακροατή την αίσθηση του βάθους, ή καλύτερα, την αίσθηση πως ο ήχος παράγεται σε χώρο με υπαρκτές διαστάσεις, βελτιώνοντας έτσι το τελικό ηχόχρωμα –αρκεί να μην γίνεται κατάχρηση του εφέ αυτού (περισσότερα τεχνικά στοιχεία εδώ και εδώ).

Το βαθάκι χρησιμοποιείται αναφορικά τόσο ως προς την εντύπωση που δίνει ο τελικός ήχος, όσο και ως προς το ίδιο το μέσο που του προσδίδει αυτή την ιδιότητα, είτε αυτό είναι πετάλι εφέ, είτε ρύθμιση σε κονσόλα, ενισχυτή, ή ηχοσύστημα. Αυτό σημαίνει πως το βαθάκι (ή τα βάθια, μία άλλη ονομασία) δεν περιορίζεται μόνο σε αμιγώς μουσικό εξοπλισμό, αλλά σε οποιοδήποτε hi-fi σύστημα, οικιακό, επαγγελματικό ή ακόμη και αυτοκινητιστικό.

Από γλωσσική άποψη, το βαθάκι αποτελεί μία από τις λίγες περιπτώσεις όπου ένας αμιγώς τεχνικός όρος έχει υποστεί καθαρά σλανγκική οικειοποίηση, αν και γενικά ακούγεται και χρησιμοποιείται αυτούσιος ο αγγλικός όρος σε διάφορες περιπτώσεις.

  1. Χθες το βράδυ έφτιαξα άλλους 3 ήχους που χρησημοποιώ στα Live. Ένα καθαρό (επιπλέον), ένα με rectifier για κάτι ψιλό-heavy κομμάτια και ένα με pitch shifter σε στύλ drop-c που χρησημοποιώ για 1 κομμάτι.
    Το καθαρό ήταν πολύ καλό και με αρκετό σκάσιμο (που φυσικά συνέβαλαν και οι μαγνήτες (HS-2, HS-3)) και το έβγαλα με τον 59Bassman, ήταν καλός ο ήχος και με τον 65 twin αλλά τελικά προτίμησα τον bassman, λίγο chorus, λίγο delay, βαθάκι...αυτά. (Εδώ)

  2. Ντακίμι είναι η ορχήστρα δημοτικής παραδοσιακής μουσικής στα «γιαννιώτικα». Χωρίς μικρόφωνα ενισχυτές «βαθάκια» και επαναλήψεις (reverb και delay δηλαδή) στα «σκέτα». Εκτοξεύτηκε το κέφι στα ύψη!! Κόσμος άρχισε να εισρέει στο καφέ από παντού, χαμός, έπιναν και γλεντούσαν ως το βράδυ. (Εκεί)

  3. Δεν χρειάζεται να πάει κάποιος στο Μέγαρο για να ακούσει ζωντανούς ήχους. Την ανθρώπινη φωνή, ποιος από εσάς την αποδίδει πιστά στο σύστημά του;

Από τα συστήματα που έχω ακούσει, ΚΑΝΕΝΑ δεν μπορεί να αποδώσει πιστά τις ανθρώπινες φωνές, πόσο μάλλον τα υπόλοιπα όργανα.

Οπότε, ξεχνάμε το φυσικό και πάμε τρέχοντας προς ο αφύσικο αλλά όμως εντυπωσιακό. Είναι ίσως και αυτό μια λύση που μάλιστα την προτιμούν και πολλοί μουσικοί. Πολλοί δηλαδή είναι αυτοί που αναζητούν το ψεύτικο για να εντυπωσιάσουν τον ακροατή, γιατί σου λένε ότι δεν ακούγεται καλά η ηχογράφηση που δεν περιέχει «βαθάκι» και διάφορα άλλα εφέ. (Παρακεί)

  1. κατ'αρχην να πουμε ότι εφέ όπως είναι το chorus το phaser και το flanger μπορούν να μπούν και στο dry σήμα αλλα πάντα μετά την βρωμιά (π.χ. σε μία λούπα για εφφέ που πιθανός έχει ο ενισχυτής σου). Τα delay και τα βάθια καλύτερα είναι να μπαίνουν μετά την ηχογράφιση εκτός και αν βασίζεις το παίξιμο σου σε ένα συγκεκριμένο σημείο σε ένα τέτοιο εφε (π.χ. ένα σημείο που θές να παίξεις με slap back delay και θές να έχεις την αίσθηση στα χέρια σου!) (Παραπέρα)

(από Mr. Cadmus, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέχρι πρότινος μπακάλικο που δεν είχε πατήσει άνθρωπος από το 1950 και τώρα πλασάρεται σαν ντελικατέσεν.

Πουλάει τυριά Νάξου, σαλιγκάρια από Κρήτη, κάπαρη σε βαζάκι και άλλα λιαστά και μη προϊόντα της Ελληνικής γης. Ψαρώνουν με τέτοια μαγαζάκια όλες οι νεόπλουτες γκόμενες, κυρίες του Κολωνακίου και διάφοροι σαολίν με ράστα γιατί είναι «in».

- Ρε μαλάκα για πες πως ήταν χτες που πήγες σπίτι της Έλλης και σου έκανε το τραπέζι;
- Άσε φίλε ...
- Τι ρε δεν πέτυχε τη μακαρονάδα;
- Ποια μακαρονάδα ρε ... κάτι φύλλα έτρωγα και κάτι τυριά που μύριζαν σαν τα πόδια του Παπαδόπουλου που κοιμόταν από πάνω μου στο στρατό!

Lauren Bacall (από Vrastaman, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπνά δευτέρας διαλογής. Τοπικός ιδιωματισμός από Δράμα, λέξη υπαρκτή μέχρι την δεκαετία του '60. Πιθανόν να μην απαντά πλέον.

Προφανώς από το λατινογενές ρήμα refuser.

Μακσούλι (;) λεγόταν τα καπνά πρώτης διαλογής.

Πολύ ρεφούζι είχε η σοδειά φέτος, και δε θα μας μείνει τίποτα στην τσέπη.

Βλ. και μαξούλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε καθαρά επαγγελματικό κόντεξτ, ως δημοσιοσχεσίτης καλείται ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μίας επιχείρησης, δηλ. αυτός που είναι υπεύθυνος για τη δημόσια εικόνα που αυτή επιθυμεί ή επιχειρεί να προβάλλει προς τα έξω.

Σε πιο αργκοτικό κόντεξτ, ο χαρακτηρισμός δημοσιοσχεσίτης χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που με το πρόσχημα της κοινωνικότητας προσπαθεί να τα έχει καλά με όλους, με απώτερο σκοπό την αυτοπροβολή του, είτε για λόγους καθαρά εγωισμού, εγωπάθειας κλπ συναφή, είτε για λόγους ευρύτερης δικτύωσης και τυχοδιωκτισμού, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους.

Ως εκ τούτου, ο δημοσιοσχεσίτης μπορεί να είναι φαινομενικά γενναιόδωρος, ευγενικός, κοινωνικός, χαβαλές αλλά την ίδια στιγμή να είναι και ρουφιάνος, δουλοπρεπής, καλοθελητής, κολαούζος, αυλοκόλακας και ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί να τον εξυπηρετήσουν σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.

Παραδείγματα τέτοιων ατόμων υπάρχουν σε όλες τις εκφάνσεις και τα επίπεδα του κοινωνικού βίου.

Συνώνυμο: Καλοχαιρέτας, Βουλευτής Καλοχαιρέτας.

1.Οι πολιτικοί έχουν μεγαλώσει μαθαίνοντας πώς να κερδίζουν την αγάπη του κόσμου και πώς να βγάζουν φράγκα. Είναι δημοσιοσχεσίτες. Πιστεύετε ότι ένας δημοσιοσχεσίτης θα είναι ποτέ ειλικρινής ή θα αποφασίζει για το καλό του συνόλου; (Εδώ)

  1. Η άνοιξη σας βρίσκει σκεπτικούς αλλά σε λίγο θα είστε και πάλι οι γνωστοί πολυλογάδες δημοσιοσχεσίτες που όλοι ξέρουμε και (σχεδόν όλοι) αγαπάμε. (Εκεί)

  2. Προφανώς για να αντισταθούμε. Απέναντι σε τι και σε ποιούς ίσως και να μην μας ενδιαφέρει. Τα κεκτημένα του καθενός πρέπει να μένουν απαραβίαστα. Από τη μία δούλοι, υποταγμένοι, αρριβίστες, ρεβεράντζες κ.ο.κ., από την άλλη εμφανίσιμοι, δημοσιοσχεσίτες εξεγερμένοι, γνωστοί και περιζήτητοι σε μπαρ, γκόμενους/ες, χώρους δουλειάς και συνελεύσεων. Αγωγοί της καθυπόταξης και πρώτοι στα μνημόσυνα όσων αληθινά αγωνίστηκαν «χωρίς καβάντζα ή ματαιοδοξία» καμιά. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified