Further tags

Η χαμηλού επιπέδου και ανειδίκευτη εργασία, συνήθως επειδή ο εργαζόμενος δεν έχει τα προσόντα για κάτι παραπάνω. Βλέπε και χαμαλοδουλειές.

- Τι λέει η νέα σου δουλειά;
- Άσε, επειδή είμαι ο νεότερος εκεί, μου έχουν βάλει να κάνω πολύ χαμαλίκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος εκρηκτικού που κάνει μεγάλο θόρυβο όταν σκάει. Συνήθως το ρίχνουν το Πάσχα, ή όταν θέλει κάποιος να πανηγυρίσει, π.χ. για ένα γκολ.

- Ρε συ, Μπάτσοι! Κρύψε γρήγορα τις γουρούνες μην τις δουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταριφικός (ταξιτζίδικος) ως επί το πλείστον ορισμός και όχι μόνο, για τους μη πολυσύχναστους στενούς δρόμους που επιλέγουν οι γνώστες οδηγοί ώστε να αποφεύγουν το μποτιλιάρισμα των κεντρικών οδών.

Ο όρος πηγάζει από την κοπάνα με την έννοια του σκασιαρχείου, στο στυλ του την κάνω, αποφεύγω, την κίνηση στην προκειμένη!

- Ρε Μήτσο πως ήρθες σφαιράτος με τόση κίνηση;
- Άμα δεν έπαιρνα τις κοπάνες αύριο θα έφτανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν το φάσμα παρεχόμενης ποιότητας γνώσης στην Αγγλία είναι τεράστιο.Υπάρχουν πολύ δυνατά πανεπιστήμια,αλλά και άλλα που είναι για τα μπάζα.

Ο όρος προέρχεται από τη λέξη Πούτσος και την κατάληξη -στερ, κατάληξη που θυμίζει αγγλική πόλη (π.χ: Manchester, Lancaster, Doncaster κλπ). Επομένως ο όρος αναφέρεται σε ftp αγγλικό πανεπιστήμιο. Σε πανεπιστήμιο του πούτσου δηλαδή. Μιλάμε δηλαδή για ένα Αγγλικό Πανεπιστήμιο του Μίκι Μάους, που δίνει αμφιλεγόμενου κύρους πτυχία. Οι δε απόφοιτοι του θεωρώντας τους άλλους βλήτα προσπαθούν λέγοντας τη φράση
τελείωσα αγγλικό πανεπιστήμιο να δώσουν την εντύπωση πως έχουν high class μόρφωση, πως είναι γκουρού και μεγάλοι μαγίστροι.

Το κακό όμως είναι πως κάποια στιγμή ψάχνοντας για καριέρα επιπέδου, θα πέσουν σίγουρα σε εργοδότες που γνωρίζουν την κατάσταση και εκεί δε θα μπορούν να υποστηρίξουν το μύθο τους.

- Θυμάσαι που ο Γιάννης μας έλεγε πως έχει κάνει καραμπινάτες σπουδές στην Αγγλία; Θυμάσαι το ύφος του;
- Πως δε θυμάμαι; Ξεχνιέται αυτό;Καμάρωνε σα γύφτικο σκερπάνι, είχε ένα ύφος ν καρδιναλίων και νόμιζε πως είχε πιάσει τον Πάπα απ΄τα αρχίδια.
- Άστα. Μούφα η δουλειά. Απ' ότι μου 'πε ένας φίλος μου που τυγχάνει συνάδελφος του, είναι καραάσχετος
- Καλά... Αγγλικό Πανεπιστήμιο τελείωσε. Πώς γίνεται να είναι άσχετος;
- Το θέμα όμως δεν είναι αν τέλειωσε Αγγλικό πανεπιστήμιο, αλλά ποιό. Αυτός απ' ότι έμαθα δεν τέλειωσε κανένα σοβαρό. Το Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ τέλειωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι γεγονός πως η λήξη ενός ποδοσφαιρικού ματς, δίνεται με το σχετικό σφύριγμα του διαιτητή του ματς.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ματς παρομοιάζεται με το εργασιακό ωράριο και η λήξη του με τη λήξη του εργασιακού ωραρίου. Διαιτητής δεν είναι άλλος από το ρολόι που θα σημάνει την αναμενόμενη ώρα λήξης της εργασίας.

Ο όρος εκφράζει την αναμονή των εργαζομένων για την πολυπόθητη αναμενόμενη ώρα λήξης του ωραρίου τους, ώρα που θα τερματιστεί η κούραση για την πληθώρα των ιδιωτικών υπαλλήλων και η δράση των σπαζαρχίδικων αφεντικών τους πάνω τους, παρά τη γραψαρχιδίνη που παίρνουν ορισμένοι εξ αυτών. Αυτή η ώρα δε, θα σημάνει τον τερματισμό της πλήξης που αισθάνεται η μάζα του δημοσίου τομέα απ' τον παρατεινόμενο σταρχιδισμό.

Συναφείς φράσεις: Σε πόση ώρα το σφυρίζει; Το σφύριξε;

Σημείωση:
Ο όρος δεν έχει τόσο νόημα στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να εκτιμηθεί η ώρα λήξης ωραρίου (λόγω ανάγκης διεκπεραιώσεως ανειλημμένων ημερήσιων υποχρεώσεων). Αυτό μπορεί να συμβεί σε ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων, σε προϊστάμενους - διευθυντές εταιρειών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα καθώς και σε ειδικό προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με συγκεκριμένες ημερήσιες υποχρεώσεις.

Σε δημόσια υπηρεσία, λίγο πριν τη λήξη του ωραρίου, οι τσουγκράνες και οι κασμάδες έχουν πάρει φωτιά απ' το υπερβολικό ξύσιμο. Άλλοι ασχολούνται με τη δημιουργία λημμάτων στο slang (αλλά πού... έμπνευση;), άλλοι κοιτούν τα mail με τσόντες που μόλις παρέλαβαν, άλλοι σερφάρουν (αλλά το δίκτυο αργό), κάποιες υπάλληλοι κουβεντιάζουν για επείγουσα χοντοθεραπεία, κλπ. Η πλήξη και η βαριεμάρα στο ζενίθ. Τα γαμημένα λεπτά δεν περνάνε.

Κάποιος πελάτης πλησιάζει έναν υπάλληλο με τον οποίο έχει συχνές συναλλαγές και που η όψη του δείχνει, πως βαριέται τη ζωή του. Με το θάρρος που έχει απέναντι του, του λέει:

- Τι έγινε ρε Νώντα; Γιατί είσαι έτσι;
- Άστα. Περιμένω να το σφυρίξει, να σηκωθούμε να φύγουμε, αλλά η γαμημένη η ώρα δε λέει να περάσει με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χορευτική φιγούρα που θυμίζει τον τρόπο που χόρευαν οι αρκούδες των γύφτων στα πανηγύρια. Ένα βαρύ χοροπηδητό, χωρίς ίχνος ρυθμού και χάρης. Συνήθως αυτό που χορεύεται δεν έχει σχέση με αυτό που ακούγεται.

Συναντάται κυρίως στις πίστες των μπουζουκλερί, μετά τις 3 τα χαράματα και αφού οι θαμώνες έχουν καταναλώσει ικανοποιητικές ποσότητες Θήβας Ρήγκαλ για να χάσουν κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να μη νιώθουν στάλα ντροπή.

(Ο άβγαλτος μπουζουξής στον πληκτρά):

- Ρε συ, εμείς βαράμε βαριά ζεμπεκιά κι αυτοί χορεύουν τσιφτετέλι;
- Εμ βέβαια, 3 η ώρα αρχίζουνε οι αρκουδιές.
- Πού κατάντησα ο καλλιτέχνης...

(από slangprof, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για τον εργασιομανή, που παθιάζεται με τη δουλειά του, συνήθως για να βγάλει πολλά λεφτά.

- Ο Γιώργος δουλεύει σαν σκύλος. Να φανταστείς είναι πάνω από 10 ώρες στην εταιρεία κάθε μέρα και πολλές φορές πάει ακόμα και τα Σαββατοκύριακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του οδηγού της φόρμουλα 1, Μίχαελ Σουμάχερ.

Αναφερόμαστε στον οδηγό που την έχει δει πιλότος και τρέχει μαλλιοκούβαρα. Μπαίνει στις στροφές με τις μπάντες και με τις πόρτες ενώ η αδρεναλίνη του είναι μόνιμα στο κόκκινο. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται από όπου περνάει, ενώ είναι ικανός να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του.

Συχνά «χαίρει» της εκτίμησης περαστικών που τον παρασημοφορούν με φάσκελα, όταν τον δουν μπροστά τους. Αυτός όμως, τους έχει συνδεμένους με κέντρο, και ζώντας στην καρακοσμάρα του, συνεχίζει την πτήση του. (βλ. Παράδειγμα 1). Άλλες φορές δε, εντυπωσιάζει με τις ικανότητες του, τους φίλους του. (βλ. Παράδειγμα 2)

  1. - Φάε ρε το μαλάκα το Σούμι. Πώς τρέχει έτσι το άτομο;
    - Δε λες που παραλίγο να μας σκοτώσει.

  2. - Σωστός Σούμι ο Μήτσος. Δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στην Πάτρα!

Μίχαελ Σουμάχερ (από GATZMAN, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα είναι γενικά το βρεγμένο στουπί, όπως λ.χ. αυτό με το οποίο καθαρίζουν τα παρμπρίζ στα φανάρια, ή τα παρκέ στα γήπεδα μπάσκετ... Για τους υδραυλικούς είναι κάτι άλλο. (βλ. παράδειγμα 1)

Μια ακόμα ειδική χρήση της λέξης (παράδειγμα 2) αφορά σε σβώλο από βρεγμένο χαρτί υγείας, πλασμένο στο χέρι, τέτοιο που να έχει σφιχτή, υγρή και κολλώδη υφή. Η μαλαστούπα αυτού του είδους βρίσκεται μεταξύ των πάμπολλων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται ως βλήματα εναντίον συμμαθητών και καθηγητών στα σχολεία.

Ετυμολογία: Ενδεχομένως το μάλα- να είναι από το ιταλικο «μάνο» = χέρι. Η συμβολή άλλων απαραίτητη.

Η συγκεκριμένη σχολική χρήση της λέξης από Χανιά (χρησιμοποιείται αλλού;).

1) ...για όσους δεν ασχολούνται με υδραυλικά (κακώς) είναι η βεντούζα με τη λαβή που ξεβουλώνει νιπτήρες...
(από φόρουμ των φοιτητών ΤΕΙ Θεσσαλονίκης)

2) - Όχι ρε πούστη μου, έμεινε η μαλαστούπα στον τοίχο, θα μείνω από απουσίες ρε μαλάκα, όχι ρε γαμώτο....

Στούπα στο Νεπάλ (από poniroskylo, 27/11/08)Απαράδεκτοι - Στο 1:30 η μαλαστούπα! (από Cunning Linguist, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified