Further tags

Σύμφωνα με τον οχετό άχρηστης πληροφορίας που αποκομίζει κανείς κατά τη θητεία του στο Π.Ν., ο όρος απευθύνεται στους Υπαξιωματικούς και σε όσους Κατώτερους Αξιωματικούς προέρχονται από σχολές Υπαξιωματικών -- όχι από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ).

Άρα μιλάμε για μια γκάμα από νεαρούς Υποκελευστές μέχρι τους τώρα-παίρνει-σύνταξη Ανθυποπλοιάρχους (ή Πλωτάρχες με υπερβύσμα και ταχύτατη ανέλιξη).

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται από τους Υψηλόβαθμους Αξιωματικούς (της ΣΝΔ), όταν σνομπάρουν τους προαναφερθέντες συναδέλφους τους, που τους αντιμετωπίζουν ως... πλέμπα.

- Κύριε Πλοίαρχε, ο Σημαιοφόρος Μιζερόπουλος έστειλε πάλι Υπηρεσιακό Σημείωμα!
- Με τι θέμα, Κύριε Υποπλοίαρχε;
- Δεν λειτουργεί, λέει, ο ψύκτης στον θάλαμο 4 των κληρούχων.
- Και τι μας νοιάζει ο ψύκτης στον 4; Δεκαπέντε ναύτες έχουν μείνει όλοι κι όλοι, μαζεμένοι στον 1 για να μη βαριούνται! Πες στο πιλάφι ότι μας έχει πρήξει, κάθε μέρα κι από ένα Υπηρεσιακό! Άμα τον στείλω πίσω σε κάνα ναρκάλι, να δω σε ποιόν θα στέλνει τα κωλόχαρτά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένας εμσί αυτοσχεδιάζει και ραπάρει freestyleστίχους και ρίμες στον ρυθμό που του δίνει ο DJ· σε αντιδιαστολή προς το συμβατικό τραγουδώ (με μελωδία).

Σλανγκιά τση φυλής των χιπχοπακιώνε και των ραπερονιώνε.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το δουπού.

1.
- Χώσε μαν
- ♪♫ σε βλεπω με κοιταζεις με το προστυχο υφακι / και σκεφτομαι με αυτο το τεκνο ισως μπω και στο μπανακι ♪♫
- yeah babe

2.
- ΜC ΧΩΝΩ ΦΡΕΕΣΤΥΛΕ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΩ ΤΟ ΣΤΥΛΕ ΕΙΤΕ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΕΙΤΕ ΣΕ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟ

3.
♪♫ πίνω μπύρες πίνω μπύρες..
και χώνω ρίμες χώνω ρίμες χώνω ρίμες...♪♫

(όλα από το φόρουμ του www.hiphop.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Φτωχομπινεδιάρικο παραεπάγγελμα με δυο μεγάλες ποικιλίες:

  • Περιμενάκιας ο πάροχος υπηρεσιών: προσεγγίζει αγκανακτισμένους πολίτες (το λι με ήτα) σε ουρές δημοσίων υπηρεσιώνε και τραπεζώνε και προσφέρεται να περιμένει για λογαριασμό τους με τις ώρες έναντι μικράς αμοιβής.
  • Ο περιμενάκιας ο αρμπιτραζέρ: πουλάει την θέση / χαρτάκι σειράς του σε βιαστικότερα από αυτόν άτομα. Οι πιο κωλοπετσωμένοι από δαύτους κόβουν συνεχώς νέα χαρτάκια προτεραιότητας τα οποία και πωλούν διαδοχικά.

Πρόκειται για καζάν-καζάν φάση, καθώς ο πελάτης μπορεί να αξιοποιήσει τον νεκρό αυτό χρόνο πιο βέλτσιστα. Η συνήθης αμοιβή του περιμενάκια κυμαίνεται από 2-4 ευρώπουλα (σε περιόδους αιχμής η αμοιβή αυξάνεται εκθετικά). Δαιμόνιο νεοελληνικής κοπής το λένε και είναι απλό!

1.
Η ΚΡΙΣΗ ΓΕΝΝΗΣΕ ΝΕΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Ο «περιμενάκιας» στήνεται σε ουρές… και περιμένει για σένα!

2.
«περιμενακιας», «αυτοφωράκιας» κ γενικα ο,τι βγαζει «μαύρο» χρημα Γεροντα!!! για να τη «σκαπουλαρουν» τα λαμογια...

3.
Οι «περιμενάκηδες» παρατηρούν τις… αγανακτισμένες «φάτσες» όσων περιμένουν τη σειρά τους, τους πλησιάζουν και τους ζητούν από 2 μέχρι και 5 ευρώ (εξαρτάται την κίνηση και τον χρόνο αναμονής). Κάποιοι για τους οποίους εξακολουθεί η ισχύς της λαϊκής ρήσης «ο χρόνος είναι χρήμα» και αν διαπιστώσουν πως θα πρέπει να περιμένουν… τουλάχιστον δύο ώρες… προτιμούν να αγοράσουν το χαρτάκι!

Πεδίο δράσης περιμενάκηδων (από σφυρίζων, 31/12/13)(από xalikoutis, 04/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμενο σε ταξιτζή:

Αυτός που δεν είναι δικτυωμένος ώστε να παίρνει καλοπληρωμένες πριβέ κούρσες για αεροδρόμια, λιμάνια, ξενοδοχεία κ.λπ.. Για να βγάλει το μεροκάματο, πήζει όλη μέρα στο μποτιλιάρισμα των πιο πολυσύχναστων μερών της πόλης, ορμώντας να πάρει την οποιαδήποτε κούρσα, ακόμη κι αν είναι του χιλιόμετρου με αντίτιμο τη σημαία και μόνο.

Πολεμάει σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα:
α/ με τους συναδέλφους του, ποιος θα επικρατήσει στη διεκδίκηση της ολοένα και πιο σπάνιας κούρσας
/β με το ίδιο το traffic και τις ψυχοφθόρες - αυτοκινητοφθόρες συνέπειές του
γ/ με τον κάθε τρελαμένο πελάτη που βιάζεται να προλάβει, αγχώνεται που το ρολόι γράφει χωρίς να κινείται φύλλο στο δρόμο και πάει λέγοντας. δ/ με το μεροκάματο που δεν βγαίνει, σε πείσμα της φιλότιμης προσπάθειάς του, αφού τι να τις κάνεις τριάντα κούρσες την ημέρα για φραγκοδίφραγκα, εκεί που έχουν φτάσει τα πετρέλαια, οι ασφάλειες, το ταμείο και τα συνεργεία...

Συνήθως, πολεμιστές είναι όσοι δεν έχουν ιδιόκτητο ταξί και νοικιάζουν όχημα, καθώς για να έχεις σταθερή «πριβέ» κίνηση πρέπει να έχεις αυτοκίνητο περιωπής, άριστης κατάστασης και μικρής ηλικίας. Τέτοια ταξί σπάνια διατίθενται προς ενοικίαση, συνεπώς όποιος νοικιάζει ταξί αυτομάτως καταδικάζεται σε «Πολεμιστή» της κίτρινης φυλής.

Τιλέρε μάστορα που θα μου κρατήσεις δύο μέρες μέσα το Octavia για αλλαγή δίσκο-πλατώ; Εγώ είμαι πολεμιστής, 400 km τη μέρα κάνει το αμάξι, θες να πεινάσει το παιδί μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό backup (copy of data).

  1. Η μπακαπιέρα είναι αποθηκευτικό μέσο Η/Υ, το οποίο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας. Αναφέρεται κυρίως στα Tape Streamers, που χρησιμοποιούν μαγνητική ταινία για την αποθήκευση δεδομένων. Με την έκρηξη χωρητικότητας των σκληρών μαγνητικών και οπτικών δίσκων που έχει παρατηρηθεί την τελευταία δεκαετία, η χρήση των Tape Drives έχει περιοριστεί μόνο σε πολύ εξειδικευμένες επαγγελματικές εφαρμογές. Παλιότερα, όταν λ.χ. ο σκληρός δίσκος των σταθμών εργασίας ήταν 80MB κι ο server φόραγε όλο-κι-όλο δύο δίσκους των 500MB, η ύπαρξη μπακαπιέρας στον σέρβερ ήταν επιβεβλημένη για να μην γεμίζουν οι δίσκοι του με εφεδρικά ή και με παλαιά αρχεία. Μπορείτε να εμβαθύνετε εδώ. Σε καθημερινές εφαρμογές, το ρόλο μπακαπιέρας επιτελούν εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, επανεγγράψιμα DVD, online συστήματα αποθήκευσης (cloud storage) κ.λπ.

  2. Εναλλακτικά, μπακαπιέρα αποκαλείται ένας ολόκληρος Η/Υ. Αυτός λειτουργεί στο τοπικό δίκτυο μόνο για τη δημιουργία και τήρηση αντιγράφων ασφαλείας. Για λόγους οικονομίας είθισται αυτός ο Η/Υ να είναι σχετικά παρωχημένος τεχνολογικά σε σχέση με τα υπόλοιπα μηχανήματα του δικτύου, καθώς η λειτουργία του είναι περιορισμένων επεξεργαστικών απαιτήσεων. Άλλοτε αποτελεί συνονθύλευμα περισσευμάτων υλικού από τις κατά καιρούς αναβαθμίσεις των υπολοίπων σταθμών εργασίας δικτύου, για να μην πάει το υλικό χαμένο.

  3. Με λίγο ξεχείλωμα του ορισμού, ως «μπακαπιέρα» περιγράφουμε κάθε τι το εφεδρικό, που το κρατάμε για backup στην [καβάντζα], για ώρα ανάγκης.

  1. Δεν είναι drive!!!
    ειναι backup device για servers.....
    ειναι μια μπακαπιέρα που παίρνει DLT Tapes 40/80 GB και είναι πολύ καλή! Από εδώ.

  2. Αγόρασα το MyBook 250 GB (εξωτερικό σκληρό) απο το Πλαίσιο για Backup.
    Δυστυχώς όμως είναι σε Fat32 formatted και τα ISO images που ειναι πάνω
    απο 4GB δεν μπορεί να τα αντιγράψει. Δεν θελω να τον κάνω format σε ext3
    γιατί θέλω να τον χρησιμοποιώ και σαν μπακαπιέρα σε windows συστήματα. Από εδώ.

  3. είχα πάρει ένα για πλάκα πριν χρόνια, από ελληνικό μαγαζί κάπου 2 ευρώ
    Με τη πρώτη τζούρα με εξέπληξε ευχάριστα. Νικότίνη στα 9, γεύση απροσδιόριστη μάλλον καπνική, άνετη τζούρα, μια χαρά που έκανε
    Το κράτησα στη τσάντα μου για μπακαπιέρα σε περίπτωση που ξέμενα από τη βασική μου συσκευή. Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει κατασκευάζω πολυκατοικία. Οι κατασκευαστές-εργολάβοι διακρίθηκαν στο ''σήκωμα'' πολυκατοικιών κυρίως κατά τις δεκαετίες '60 καί '70,όταν ανθούσε η αλήστου μνήμης αντιπαροχή. Τότε λοιπόν ήταν συχνή αυτή η έκφραση. Σήμερα βέβαια τείνει να εκλείψει, αφού δεν ''σηκώνονται'' πολυκατοικίες πλέον.

- Πολύ παραδάκι ο τύπος λέμε. Τι δουλειά κάνει;
- Σηκώνει πολυκατοικίες και έχει χεστεί στα φράγκα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμείς οι αιμοσταγείς χασάπηδες δε σηκώνουμε και πολλά-πολλά. Λίγα τα λόγια λοιπόν, μη γίνει η σφαγή του Δράμαλη εδώ μέσα:

Τσατίρα είναι το βαρύ μπαλταδάκι / χασαπομάχαιρο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των οστών του σφαγίου και τον τεμαχισμό του σε μπριτζολίκια, κόντρα φιλέτα και λοιπά ορεκτικότατα.

Η γραφή τσατήρα που εντόπισα στο νέτι δικαιολογείται από την προέλευση της λέξης, το ταυτόσημο τουρκικό satır. Αν κάποιος άφρων έχει αντίρρηση, να έρθει με την τσατίρα του να καθαρίσουμε. Εγώ πάντως θα έρθω με αυτό και θα τον σατιρίσω καταλλήλως.

Ιδού

«...άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί»
Μάρκος Βαμβακάρης - Αυτοβιογραφία, Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ. Εκδ. Παπαζήση

Νομίζω ότι πλέον πρέπει να αντικατασταθεί το μαχαίρι με έναν μπαλτά ή μια σατίρα.* Να μην φτάνει στο κόκκαλο. Απλά να το κόβει τελείως.
σατίρα = το εργαλείο που ο χασάπης κόβει τα χοντρά κόκκαλα, βαρύ και αποτελεσματικό.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δικαστής που συστηματικά αθωώνει κατηγορουμένους, περισσότερο από όσο ο ομιλητής θεωρεί σωστό, ούτως ώστε να γίνεται αρεστός στους δικηγόρους ή/και από ευθυνοφοβία. Ή, στα μονομελή πλημμελειοδικεία, για να έχει λιγότερη δουλειά, καθώς σε αυτά τα δικαστήρια οι αθωωτικές αποφάσεις κατά κανόνα δεν γράφονται αναλυτικά, παρά μόνο με την ενυπόγραφη συνοπτική σημείωση του δικαστή πάνω στο κατηγορητήριο (στο βασικό έγγραφο της δικογραφίας).

Λογοπαίγνιο με τον πλημμελειοδίκη, πρωτοδίκη κλπ. Αργκό της μικροκοινότητας των ποινικών δικηγόρων και των δικαστών.

- Καλά όλα αυτά, αλλά αν έχεις αμφιβολίες, δεν πρέπει να τον αθωώσεις;
- Ναι, απαιτείται απόλυτη δικανική πεποίθηση για να κηρύξεις κάποιον ένοχο. Μην φτάσουμε όμως να βρίσκουμε παντού αμφιβολίες για να είμαστε αθωοδίκες και να μας γουστάρουν οι συνήγοροι, μπας και δεν μας δυσκολεύουν στα ακροατήρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό λογοπαίγνιο επί της λέξης «Εφετείο». Καταδεικνύει την υποτιθέμενη στάση «άφεσης αμαρτιών» του δικαστηρίου του δεύτερου βαθμού υπέρ των κατηγορουμένων (ή και του πρωτοδίκως ηττημένου διαδίκου σε αστική δίκη), την οποία στηλιτεύει ο ομιλητής.

  1. Από εδώ:

Μήπως των πρώην αξιωματικών που του είχαν παρασταθεί στο δικαστήριο λέγοντας πόσο καλό παιδί είναι και τί άξιο παλικάρι, επιδιώκοντας και το κατάφεραν στο Αφετείο (όχι δεν πρόκειται για γραμματικό λάθος) μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, να βγάλουν τρελή την εισαγγελέα κ. Σκεπαρνιά που τον είδε με τα μάτια της να αφαιρεί αυτά για τα οποία κατηγορήθηκε;

  1. Από εδώ:

Έτσι όπως κατέληξε(ή κατάντησε)το Εφετείο να γίνει«Αφετείο» οι περισσότεροι ίσως σκέφτονται:«Ποιος νοιάζεται πού θα γίνει το Εφετείο; Άμα είναι να αθωωθώ, πάω όχι μόνο στην Πάτρα αλλά στην Αλεξανδρούπολη!»

Got a better definition? Add it!

Published

Σανίδες η μια καρφωμένη δίπλα στην άλλη, ώστε να φτιάχνουν ξύλινο πλαίσιο, πάνω σε δέντρο, μουριά συνήθως, όπου κοιμούνταν τα καλοκαίρια οι αγρότες για να φυλάνε τη σταφίδα ή τις καλλιέργειές τους από κλέφτες.

Μεταφορικά, το κεφάλι που είναι πλακέ πίσω.

  1. Οι δικοί μου κοιμόνταν στη φρουτζάτα πάνω στη μουριά.

  2. Αυτός έχει ένα κεφάλι φρουτζάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified