Further tags

Από το αγγλικό ουσιαστικό relic (= λείψανο, αντικείμενο πολύ παλιό και μεγάλης θρησκευτικής ή ιστορικής αξίας). Το ρήμα relic, ελληνοποιημένο ως ρελικάρω, είναι νεότερο και δηλώνει κάτι εξειδικευμένο:

Ρελικάρω σημαίνει παλαιώνω τεχνητά ένα μουσικό όργανο, κυρίως ηλεκτρικό και ιδίως ηλεκτρική κιθάρα, ώστε να αποκτήσει ένα ταλαιπωρημένο και αξιοσέβαστο λουκ. Υπάρχουν και έτοιμες προ-ρελικαρισμένες ηλεκτρικές κιθάρες, κάτι σαν τα έτοιμα ταλαιπωρημένα και φθαρμένα μπλουτζήν ένα πράμα. Αν το κάνεις μόνος σου θα χρειαστείς γυαλόχαρτα, εργαλεία, χημικά, στόκο (!) και άλλα τέτοια - υπάρχουν και κατατοπιστικά βιντεάκια στο youtube.

Τώρα γιατί κάποιος θα προτιμήσει να ρελικάρει την κιθάρα του για να πουλήσει μούρη, παρά να την λιώσει στο παίξιμο και να γίνει και καλύτερος μουσικός ταυτόχρονα είναι ένα ζήτημα.

Στα ακουστικά όργανα κατά κανόνα δεν γίνεται ρελικάρισμα γιατί η φυσική κατάσταση των υλικών επηρεάζει τον ήχο τους. Εκτός κι αν κάποιοι επιλέξουν να υποβαθμίσουν και τον ήχο για χάρη του φαίνεσθαι, άβυσσος η ψυχή τους, τι να πω.

Λιγότερο χρησιμοποιούμενος είναι ο τύπος ρελικιάζω > ρελίκιασμα.

Προσοχή στην αντιδιαστολή: Βίντατζ (vintage) όργανο είναι το πραγματικά παλιό, π.χ. μια κιθάρα, που έχει αξία για διάφορους λόγους, ή, καταχρηστικά, αυτό που είναι μεν καινούριο αλλά χρησιμοποιεί μια παλαιότερη και γενικά ξεπερασμένη τεχνολογία από άποψη, π.χ. ενισχυτές με λυχνίες. Η λέξη βίντατζ χρησιμοποιείται και εκτός μουσικής, π.χ. στον κινηματογράφο: vintage porn.

  1. Από εδώ:

- Όχι όχι δεν επηρέασαν τον ήχο...αλλά βασικά ποιον ήχο;;;πριν δεν είχε ήχο... είχε σκατούλες (με τους μαμίσιους epiphone καταλαβαίνεις...)
Θα βάλω και το πίσω μέρος μόλις μπορέσω.
- Ωραίος!! τέτοια projects χρειάζονται να γίνονται κ ας είναι «καγκούρικα», κακόγουστα ή οτιδήποτε... εμένα πάντως μ' αρέσει το αποτέλεσμα...
- Πάντως για να είναι ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ρελικάρεις και το hardware... γέφυρες, κλειδιά κλπ πρέπει να φαίνονται κι αυτά ''ταλαιπωρημένα'' ;)

  1. Από εδώ:

Οι κιθάρες που πραγματικά σιχαίνομαι είναι αυτές που έρχονται από το εργοστάσιο προ-ρελικιασμένες. Πρέπει να είσαι πραγματικά πολύ ΦΛΩΡΟΣ για να πάρεις μια τέτοια κιθάρα. Η αγορά μιας τέτοιας κιθάρας συνεπάγεται πολύ απλά ότι είσαι ΑΝΙΚΑΝΟΣ να πάρεις μια ολοκαίνουργια κιθάρα και να την καταντήσεις σαν τα μούτρα σου. Οι άνθρωποι ( ; ) που ψωνίζουν ΤΕΤΟΙΕΣ κιθάρες, εκτός από υπερβολικά χαζοί (μιας και είναι πανάκριβες και χαλασμένες) είναι επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο, θα πρέπει να απομονώνονται και να εξαναγκάζονται σε ακρόαση country και demo blackmetal συγκροτημάτων ΕΝΑΛΛΑΞ. Αν επιζήσουν από αυτήν την διαδικασία (η πιθανότητα αυτή τείνει στο μηδέν) θα υποχρεώνονται να κάνουν ΔΩΡΕΑΝ τηλεφωνική υποστήριξη σε πελάτες καμένους από τα προϊόντα της μικρομαλακής αε για το υπόλοιπο της θλιβερής τους ύπαρξης.

Επίσης δεν μου αρέσουν οι φέντερ.

  1. Από εδώ:

- Σε κάποιους αρέσει και για το χρησιμοποιημένο / broken-in feel.
- Στο παίξιμο εννοείς; Τι αλλαγές περιλαμβάνει το ρελικάρισμα σε αυτό;
- Ναι. Συνήθως όσο πιο απογυμνωμένο είναι το μανίκι από το βερνίκι και φθαρμένο / φαγωμένο το ξύλο, τόσο πιο «εύκολο / ευχάριστο / γρήγορο» θεωρείται στο παίξιμο.
- Ναι κατάλαβα, αν και αυτό γίνεται και ανεξαρτήτως υπόλοιπης εμφάνισης.

Απίστευτα εγκλήματα σε μια αθώα, γέρικη κιθάρα. (από patsis, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται λαμπάτος ενισχυτής (ή προενισχυτής), στα αγγλικά tube amplifier ή valve amplifier. Είναι ο ενισχυτής που χρησιμοποιείται στην μουσική και βασίζεται στην παλαιότερη τεχνολογία των λυχνιών (λυχνία=λάμπα) για να ενισχύει το σήμα του ήχου, σε αντίθεση με την τεχνολογία των ημιαγωγών (transistors) που, σε εμπορικό επίπεδο, έχουν γενικώς επικρατήσει.

Λαμπάτοι ενισχυτές χρησιμοποιούνται και σε ηχοσυστήματα αλλά κυρίως στην υπηρεσία ηλεκτρικών μουσικών οργάνων: κιθάρα, μπάσο κλπ.

Κυρίαρχο θετικό χαρακτηριστικό των λαμπάτων ενισχυτών είναι ο ήχος τους. Οι περισσότεροι τον χαρακτηρίζουν πιο «ζεστό» και «πλούσιο» από τον ήχο των τρανσίστορς, με καλύτερο όγκο.

Επίσης, παρουσιάζουν από κατασκευής το φαινόμενο της παραμόρφωσης με διαφορετικό και, παραδόξως, ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα, από μουσικής άποψης (τουλάχιστον σε κάποια είδη μουσικής: ροκ, χαρντ ροκ, μέταλ κλπ). Πολλοί από τους ροκ ήχους που αγαπήσαμε βασίζονται στην ιδιόμορφη παραμόρφωση που αποδίδουν οι λαμπάτοι ενισχυτές όταν αγγίζουν τα όρια ισχύος τους.

Στα αρνητικά τους καταλογίζονται το κόστος αγοράς και συντήρησης, το μεγάλο βάρος τους και η κατανάλωση ρεύματος, καθώς και το γεγονός ότι ζεσταίνονται σημαντικά και παρουσιάζουν μικρότερη αξιοπιστία (οι λυχνίες έχουν περιορισμένο χρόνο ζωής).

Η κουβέντα για την ποιότητα του ήχου στην μία τεχνολογία συγκριτικά με την άλλη είναι πάντα ανοιχτή και θυμίζει την διαμάχη ανάμεσα στους λάτρεις του CD και τους πιστούς του βινυλίου.

  1. (Από εδώ)
    «Κοίτα έχεις πρόβλημα λάμπας....θέλουν άλλαγμα...Σίγουρα μπορείς να βρεις κάποιο κατάστημα....Με ρωτάς κάτι το οποίο δεν περίμενα να ακούσω...Ένας λαμπάτος ενισχυτής 75W είναι πανάκριβος και μάλιστα όταν λέμε 75 είναι σαν να εννοούμε πάνω από έναν 125W τρανζίστορ (με κυκλώματα). Η ποιότητα του ήχου των λαμπάτων ενισχυτών είναι ασύγκριτα καλύτερα με αυτόν των τρανζίστορ. Δυστυχώς οι ερασιτεχνικοί λαμπάτοι λιγοστεύουν (υπάρχουν κάποιο αλλά δεν είναι απευθείας με λάμπα) και γι' αυτό είναι πάρα πολύ ακριβοί.»

  2. (Από εδώ)
    «Φίλε όντως μην πάρεις τον συγκεκριμένο Μάρσαλ. Πάρε έναν λαμπάτο Πηβη/Λανευ/Φεντερ ... στα ίδια λεφτά, και πάρε και το σωστό πετάλι για Ζέπελιν για να ησυχάσεις. Μην μπερδεύεσαι ότι θες Μάρσαλ για να βγάλεις ήχο Ζέπελιν...»

(από patsis, 06/09/10)Στο μέσον ο Γιωργος Λαμπάτος (από GATZMAN, 06/09/10)(από electron, 08/09/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφάτως γεννηθείς (ελέω κρίσεως) οικονομικός όρος.

Καβάντζα αποταμιευμένων χρημάτων. Μάλλον πρόκειται για συσσωρευμένα μαύρα λεφτά. Είναι το περίφημο οικονομικό λίπος που έχει να «κάψει» ακόμα η ψωρογιώργαινα. Αυτοί που ξέρουν, (οι ίδιοι που μας έλεγαν ότι όλα πάνε καλά και να μην ακούμε τους γκρινιάρηδες), λένε σήμερα χαιρέκακα ότι όταν το λίπος αυτό σωθεί, τότε θα τραβήξουμε τα σοβαρά ζόρια.

Ίσως τότε τα πράγματα θα αποκτήσουν και αληθινό ενδιαφέρον, συμπληρώνω εγώ, ο άσχετος με τα οικονομικά.

  1. Αν οι ζοφερές προβλέψεις επιβεβαιωθούν, αν τα λουκέτα πολλαπλασιαστούν, αν το διαζύγιο της τραπεζικής ολιγαρχίας από τους μικρομεσαίους οριστικοποιηθεί, το κάψιμο του “μεσαίου λίπους” θα ολοκληρωθεί μέσα σε λίγους μήνες.
    Από εδώ.

  2. Το λίπος της επαρχίας. Από εδώ

(Δεν εντάσσω τους συγκεκριμένους σχολιαστές των παραδειγμάτων στην ομάδα των χαιρέκακων που αναφέρω στον ορισμό).

βλ. και ύλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χρόνια της βιολογικής και όχι μόνον παρακμής του Ανδρέα Παπανδρέου, η σύζυγός του Δήμητρα άκα Μιμή Λιάνη ουσιαστικά κυβερνούσε το Ελλαδιστάν.

Μιμίκοι αποκαλούνταν τα άτομα του στενού της περιβάλλοντος που διορίζονταν σε παχυλά αμειβόμενες αργομισθίες σε τράπεζες, ΔΕΚΟ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ο όρος έχει πλέον ιστορική και μόνον αξία.

Βλ. και ντοράκηδες.

- Τον είδες τον νέο διευθυντή; Έρχεται κάθε μέρα στις 12, πίνει το φραπέ του, ξύνει τα αρχίδια του για κάνα δίωρο, και μας πουλάει και μούρη από πάνω!

- Μιμίκος είναι, τι περιμένεις! Να δούμε τι άλλα φρούτα θα φάμε στην μάπα…

(Πραγματικός διάλογος σε διάδρομο της Εμπορικής Τράπεζας, circa 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλιμπάν αποκαλούνται τα μέλη φονταμενταλιστικής σέχτας Αφγανών ισλαμιστώνε.

Ο όρος παρείσφρησε στην εγχώρια σλανγκ, και έχει ήδη καταγραφεί με την έννοια του ριψοκίνδυνου που κάνει ταλιμπανιές, του ασυλλόγιστου, του θεούσου χριστιανοταλιμπάν, του ελλημπάν, και ταλιμπάν.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται επίσης με την ευρύτερη έννοια του υπέρ το δέον πυροβολημένου ζηλωτή, ψυχάκια ή σπασίκλα. Για παράδειγμα, ταλιμπάν αποκαλούνται στον ιδιωτικό τομέα οι συνήθως νεαροί και χαμηλόμισθοι πλην φιλόδοξοι υπάλληλοι που ξημεροβραδιάζονται στο γραφείο για να τελειώσουν σήμερα αυτό που θα μπορούσαν να τελειώσουν αύριο.

Πληθυντικός του Αραβικού طالبان (ταλίμπ), μαθητής.

Πέρυ: - Το κομμωτήριο βάρεσε κανόνι και έχω μείνει χωρίς δουλεία, τον δονητή μου μέσα!

Ρένος: - Συμπάσχω φιλενάδα, κι εμένα με πέταξε στο δρόμο η Μεσσαλίνα κι έχω μαύρες αψιλίες. Για δεν στέλνεις κουκουρίκουλουμ στα Κεντρικά, μαθαίνω ότι προσλαμβάνουν μοντέλα. Εγώ έστειλα!

Πέρυ: - Σιγά μην πάρει γιαουρτομούνες σαν εμάς ο Ρουμάνος! Εκεί προσλαμβάνουν μόνο κάτι δεκαοχτάχρονα δίμετρα ταλιμπάν ουκρανάϊζερ για να μοντάρουν από το πρωί μέχρι το βράδυ!

Ρένος: - Κενωνία ψεύτρα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σόμπα υγραερίου εξωτερικού χώρου την οποία χρησιμοποιούν στα καφενεία, μπαρζ κουτουλού, προκειμένου να μπορούν να κάθονται οι θαμώνες έξω και τον χειμώνα, εδώ στο ελλάντα που τεσπα δεν είναι και Σιβηρία.

Ονομάζεται έτσι λόγω του σχήματός της που θυμίζει μανιτάρι.

- Μεγάλε, την πουτσίσαμε φέτος τον χειμώνα... Με την καθολική της Ξενοτέτοιας τι θα κάνουμε, μου λες; Καλά στο φαγητό, πασταδιάλα, παίρνεις το κρασί σου και βγαίνεις έξω για 'να τσιγαράκι. Με τον καφέ; Με το ποτό; - Χμμμ... Θα κονομήσουν οι Δήμοι με τις άδειες για τραπεζάκια έξω... Ε και όλο και κανα λαμόγιο θα κάνει την αρπαχτή με τα μανιτάρια στα μαγαζιά... - Τυχαίο; Δε νομίζω!

(από ironick, 01/09/10)The pennis mushroom ? (από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίζα ή pisa ή piza. Κατασκευή που χρησιμοποιείται στην υπαίθρια διαφήμιση. Είναι μεγαλύτερη από την ρακέτα, έχει μόνο μία ωφέλιμη όψη· αποτελείται από έναν παραλληλεπίπεδο στύλο, συχνά γειρτό σε σχέση με το έδαφος ώστε να τοποθετείται στην άκρη των δρόμων, αλλά να διατηρεί το πλαίσιο κοντύτερα σε αυτούς, φυσικά παράνομα. Ο στύλος στηρίζει το προαναφερθέν πλαίσιο που είναι αρκετά μεγάλο, τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο (τυπικές διαστάσεις 4x3m) επί του οποίου τοποθετείται το διαφημιστικό υλικό σε μεταξοτυπία ή κάτι παραπλήσιο, πάντως αδιάβροχο, καθώς δεν θα προστατεύεται από plexiglass. Τοποθετείται κοντά σε μεγάλους οδικούς άξονες.

Αν και γράφεται συχνά με λατινικούς χαρακτήρες και λέγεται παγκοσμίως, δεν μπόρεσα να βρω ετυμολογία. Αδιευκρίνιστο παραμένει αν σχετίζεται, με οποιονδήποτε τρόπο (π.χ. τον γειρτό στύλο), με την Πίζα και τον πύργο της.

  1. Από εδώ:

Η παράνομη υπαίθρια διαφήμιση, τα billboard, οι «πίζες», οι «ρακέτες» και τα λοιπά διαφημιστικά μέσα του λεγόμενου «Outdoor» (κατά την επαγγελματική ορολογία), υφίστανται αυτό τον καιρό ένα ισχυρό πλήγμα απ’ την ίδια την κεντρική εξουσία.

  1. Από εδώ:

[...] Η ΕΑΧΑ από την πλευρά της δεν έχει κάποιο εμφανές εμπόδιο για να μην κατεβάζει τις μεγάλες πινακίδες (γνωστές και ως «πίζες»), αλλά δεν το κάνει επειδή πρόκειται για μια διαφορετική νομική διαδικασία σε σχέση με την καθαίρεση απλών διαφημιστικών επιγραφών [...]

(από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατασκευή που χρησιμοποιείται στην υπαίθρια διαφήμιση. Αποτελείται από έναν λεπτό στύλο, ύψους συνήθως λίγο μεγαλύτερου από το ανθρώπινο, πάνω στον οποίο στηρίζεται ένα επίμηκες πλαίσιο με δύο όψεις και την μεγάλη του διάσταση κάθετη στο έδαφος (τυπική διάσταση 1,30x2,00m). Μέσα στο πλαίσιο αναρτάται ο χάρτινος φορέας της διαφήμισης, προστατευόμενος από διάφανο plexiglass.

Προφανώς μοιάζει με ρακέτα (γαλλ. requette <ιταλ. racchetta <αραβ. rahat, βλ. ραχάτι, αδιευκρίνιστη η σχέση). Η λέξη είναι στάνταρ όρος του κλάδου.

Ρακέτες συνήθως μπαίνουν στα διαχωριστικά διαζώματα των οδών, (φυσικά παράνομα) και συνήθως πολλές-πολλές, η μία μετά την άλλη για το εφέ της επανάληψης. Βρήκα και μια αναφορά ότι ρακέτες τοποθετούνται επί του εδάφους και όχι σε στύλο, κάτι που μάλλον αφορά «καταχρηστική» χρήση του όρου.

  1. Από εδώ:

Ορισμένοι δόλιοι λένε ότι αυτή η διαφημιστική ρακέτα που εικονίζει η παρακάτω φωτογραφία να έχει καταλάβει όλο το πλάτος του πεζοδρομίου στο Ν.Ηράκλειο Αττικής είναι νόμιμη! Πρόκειται περί παγίδας θανάτου. Πάνω σε τέτοια “ρακέτα” [...]

  1. Από εδώ:

Τα υπόλοιπα που υπάρχουν σήμερα τύπου piza, είτε πλαίσια, είτε μπαριέρες, είτε ρακέτες, είναι σε χώρους σύμφωνα με τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις με τις διαφημιστικές εταιρείες. Μάλιστα έχουμε υποχρεώσει τις εταιρείες αυτές [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού blast (έκρηξη, ανατίναξη), συντομογραφία του blastbeat, που σε μουσικό περιβάλλον δηλώνει τον ρυθμικό καταιγισμό στα ντραμς σε επαναλαμβανόμενα ρυθμικά σχήματα των δεκάτων έκτων που εκτελούνται σε πολύ υψηλές ταχύτητες με σκοπό την δημιουργία της αίσθησης του χάους και της έντασης (περισσότερα εδώ).

Ως τεχνική και τρόπος εκτέλεσης, τα μπλαστμπλάστια, ή μπλαστμπιτ) έχουν συνδεθεί με τα πιο ακραία ιδιώματα της μέταλ, κατά κύριο λόγο αυτών του ντεθ (death) και του μπλακ (black) μέταλ, με ολίγον τι από θρας (thrash), αν και διάφοροι τρόποι εκτέλεσης αυτής της τεχνικής υπάρχουν και σε διάφορα κομμάτια της τζαζ.

Ο όρος έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αποκαλώντας ως μπλαστ όχι απλά τα ντραμιστικά μέρη, αλλά τα συνολικά καταιγιστικά οργανικά ξεσπάσματα (ντραμς + κιθάρες + μπάσο) σε συνθέσεις των παραπάνω ιδιωμάτων. Επίσης, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, τα μπλαστ δεν είναι χαρακτηριστικό των παραπάνω ιδιωμάτων, ασχέτως με το αν έχει συνδεθεί πλέον με αυτά: Είναι μία ακόμη τεχνική των ντραμς, η οποία για να εκτελεστεί σωστά και καθαρά, θέλει μεγάλη επιδεξιότητα και τεχνική κατάρτιση, και δεν αποτελεί σε καμία, μα καμία όμως περίπτωση, χαρακτηριστικό κουλαμάρας ή ελλιπών τεχνικών δυνατοτήτων εκ μέρους του ντράμερ.

  1. (Εδώ)
    «Περίμενα όταν διάβαζα αυτό που είναι η κορύφωση στο εικονοπλαστικό επίπεδο τουλάχιστον
    The LORD shall smite thee with a consumption,
    and with a fever, and with an inflammation,
    and with an extreme burning,
    and with the sword,
    and with blasting,
    να γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι πιο βίαιο, ίσως ένα μπλαστ με χαοτικές κιθάρες, κάτι, αλλά ο τύπος λέει απλά τους στίχους χωρίς κάποια αλλαγή στην ένταση κιόλας.»

  2. (Εκεί)
    «Ε ωραίο αλμπουμάκι είναι ρε παιδί αλλά πολύ καθαρό, ήθελε πολύ περισσότερη ΣΑΠΙΛΑ ο ήχος του. Καμιά φορά το ακούω με ψιλοενθουσιασμό και μετά το εικοστό λεπτό συνεχόμενου μπλαστ ο δίσκος παει για το μουσική + ύπνος θρεντ.»

  3. (Παραπέρα)
    «Δεν το μπερδευω πολυ απλα διευκρινιζω παρατηρησεις μου που αυτοι που δεν εχουν ασχοληθει θα βρουν μπροστα τους. Το νοημα αυτων απλα οτι αν θελει κανεις να μαθει τυμπανα καλο θα ειναι να αφησει τα τριγγερ μεχρι πολυ μετα. Να μαθει να κανει σωστα μπλαστ και διπεταλλα χωρις βοηθηματα και αφου μαθει να παιζεi, τοτε να τα χρησιμοποιησει εκει που χρειαζεται.»

(από Mr. Cadmus, 30/08/10)(από Mr. Cadmus, 30/08/10)ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΛΛΟΥΚΑΡΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΣΕΤΕ - GEORGE KOLLIAS - YOUTUBE (ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΤΟ ΜΗΔΙ) (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 30/08/10)Γκούλαγκ, Τζακ και Νέλλυ, απ\' το 2:30 και μετά. Ντάμπλ τάιμ (μή σου πώ κουάντραπλ), και μπόλικο μπλάστ στα τύμπανα. (από vikar, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified