Further tags

Πρόκειται για λέξη πασπαρτού που περιγράφει οποιοδήποτε μικροαντικείμενο, μαραφέτι, εξάρτημα, μπλιμπλίκι, γαμίδι ή ψιψιψόνι.

- εγώ παιδιά έχω κόψει αρκετά σκατολοιδια που έπαιρνα, έχω καταργήσει τελείως τα αλλαντικά και βέβαια μποϊκοτάρω τα αναψυκτικά τύπου cola (ανοργασμικό παραλήρημα γκρηνιάρας από φόρουμ)

- συναντήθηκα το πρωί κατά τις 10 με την αδελφή της μαμάς μου ήθελε να μου δώσει κάτι ...βρακιά :-) να τα παω στη μανά μου όταν παω στο νησί...μετά χάζεψα στις βιτρίνες , πήγα στο Χόντο , πήρα διάφορα σκατολοιδια από εκεί, αγόρασα και ένα φουστανάκι, ένα βιβλίο και μετά άραξα σε ένα καφέ στην πλάκα και ήπια ...νερό.....γιατί καφέ είπαμε γιόκ και χαζολόγησα και διάβασα λίγο από το βιβλίο μου......αυτααααα..... (Συναρπαστική αφήγηση από φόρουμ σε thread με τίτλο «Girls just wanna have fun!» – παρακαλείται κάποιος να βάλει τέλος στο μαρτύριο του εν λόγω girl).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουλέζικος τρόπος να πεις «για το όνομα του Θεού» κ.ο.κ. Το καθιέρωσε ο Λάκης Λαζόπουλος στους «10 Μικρούς Μήτσους», όπου το λέει η πλούσια ψωνισμένη Κολωνακιώτισσα με ένα υφάκι πολύ κάπως.

Και φορούσε τέτοιο ταγεράκι στα εγκαίνια της γκαλερί, για όνομα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό συνήθως αντικείμενο άγνωστης προέλευσης και χρήσης. Το βρίσκουμε κατά την συναρμολόγηση παντός είδους κινητήρα ή μηχανής γενικά. Συνηθίζεται να περνά απαρατήρητο ή να χάνεται.

- Ρε μαλάκα! Μήπως είδες εκείνο το παπαράκι;

- Γαμημένο παπαράκι, πώς μπαίνει τώρα αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πασπαρτού φράση που χρησιμοποιεί η Σχολή δημοσιογρ(κ)άφ(ρ)ων για οποιαδήποτε δήλωση οποιουδήποτε, οποτεδήποτε.

  1. Ποδοσφαιριστής: - Κοιτάξτε, έχω να πω ένα πράγμα, η μπάλα είναι στρογγυλή, το γήπεδο είναι παραλληλόγραμμο, εμείς ένα πράγμα θέλουμε, να μας παίξουν οι διαιτητές πενήντα πενήντα, ή ακόμη καλύτερα να μας παίξουν ενενήντα δέκα, κι οπωσδήποτε ο κόσμος θα είναι ο 12ος παίκτης μας, ακόμη και τώρα που παίζουμε κεκλεισμένων των θυρών λόγω της γνωστής τιμωρίας.
    Δημοσιογράφος (προς στούντιο): - Ο Ίλια Δεντηβρίσκοβιτς μόλις άφησε την αιχμή του, αγαπητές φίλες και φίλοι...

  2. Προπονητής: - Και στους αδελφούς Γιαννακόπουλους ένα έχω να πω: Μπορούν να 'ρθουν να μου κλάσουν τα αρχίδια!
    Δημοσιογράφος: Εμ, ακούσαμε τον προπονητή του ..., να αφήνει την αιχμή του για τους αδελφούς Γιαννακόπουλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται πάντοτε στο πληθυντικό και χρησιμοποιείται ως υπονοούμενο, υποδεικνύοντας ερωτικής φύσεως δραστηριότητες.

Βασική λεπτομέρεια: Για να αποδοθεί σωστά η παρούσα σε μια φράση, πρέπει να υπάρχει μια μικρή παύση πριν τη διατύπωση της (βλ. παράδειγμα - ανέβασμα φρυδιού / κλείσιμο ματιού προαιρετικό).

- Μήτσο, πάμε κανα σινεμαδάκι το απόγευμα;
- Δε μπορώ ρε Παυλάρα, έχω... δουλειές.

Στο 0:30. "Γκόμενα να πούμε ή... δουλειά;" Χάρρυ Κλυνν, Made in Greece (1987). (από patsis, 10/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μαλακίες.

Μαλακίστηκα.

Σε άλλες γλώσσες: puttanate (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη τσουμπλέκια αναφέρεται σε πράγματα και αντικείμενα. Στη λέξη τσουμπλέκια αντιστοιχούν διάφορες και αρκετές έννοιες αντικειμένων τα οποία χρησιμοποιούνται σε μια διαδικασία την οποία επιτελούμε ή πλαισιώνουν το κύριο αντικείμενο που περιγράφουμε και δεν θέλουμε να δώσουμε έμφαση σε αυτά ή απλά δεν μπορούμε, όπως θα διαπιστώσουμε από τα παραδείγματα που θα αναφερθούν. Στα αντικείμενα που περιγράφονται από τη λέξη τσουμπλέκια μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κύρια κοινά χαρακτηριστικά:

  • συνήθως είναι πολλά
  • η χρηστικότητα και η πρακτικότητα των αντικειμένων που περιγράφονται έτσι τις περισσότερες φορές είναι τουλάχιστον θολή και απροσδιόριστη
  • η λέξη αυτή ενδείκνυται προς χρήση ακριβώς και όταν συντρέχουν οι 2 παραπάνω προϋποθέσεις αλλά και πιο συγκεκριμένα για να περιγράψουν πλήθος περίπλοκων εξαρτημάτων ή εργαλείων (κουζίνας, μηχανολογικού εξοπλισμού κ.ο.κ.), τα οποία δυσκολευόμαστε να περιγράψουμε επακριβώς (βλ. ποκοψόψαρα και ψιψιψίνια /ενίοτε ψιψιψόνια), ή απλά βαριόμαστε να τα αναφέρουμε λεπτομερειακά. Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και για δυσπερίγραπτα εξαρτήματα καλλωπισμού.

    Ετυμολογικά, είναι δύσκολο κάποιος να βρει ρίζες της λέξης στα ελληνικά (νέα ή αρχαία), καθώς αυτή αρχίζει από τον δίφθογγο «τσ», ο οποίος μας παραπέμπει μάλλον σε γλωσσικό δάνειο από τούρκικες, σλαβικές ή βλάχικες διαλέκτους.

Πληροφοριακά τσομπλέκι αναφέρεται και ένα φαγητό της Β. Ελλάδας. Παρά ταύτα, το θέμα «τσουμπλεκ-» συναντάται και ως πρώτα συνθετικό σε κάποια ελληνικά επώνυμα.

Κάποιοι (πιο προωθημένα μυαλά;;) ανιχνεύουν την προέλευση της λέξης στην κορεάτικη cublek (tsuble'k), η οποία και χρησιμοποιείται στο «αμπεμπαμπλομ» της Βόρειας Κορέας γνωστό και ως Cublek cublek suweng! Πάντως, ύστερα από πρόσφατη επικοινωνία μου με το σύντροφο Κιμ-Γιονγκ-Ιλ, ο τελευταίος δεν παραδέχτηκε ανοιχτά την εμπλοκή αρχαίων Ελλήνων κατά τον πρώτο εποικισμό της Κορέας (Βόρειας ή Νότιας)... (παρατίθεται και σχετικό μουσικό video για τους άπιστους Θωμάδες όπου επαληθεύεται η ύπαρξη αυτού του τραγουδιού).

α) (...)Πηνελόπη, τέλεια η μπουγατσομηλόπιτα!(..)Κώστα, η λέξη είναι «τσουμπλέκια» και «τσουμπλέκια» σημαίνει «τζάτζαλα» και «τζάτζαλα» σημαίνει πολλά κατσαρολικά για πλύσιμο. Τώρα αν υπάρχει στο επίσημο λεξικό του Μπαμπινιώτη θα σε γελάσω, αλλά την έλεγαν η γιαγιά και η μάνα μου(..) [hungryforhungry.blogspot.com]

β) (..)Είμαι γνωστή «άρρωστη» με τα τσουμπλέκια της κουζίνας. Τρελαίνομαι να μπαίνω σε σχετικά μαγαζιά και να χαζεύω, να ανακαλύπτω διάφορα χρήσιμα (λέμε τώρα) σκεύη και γκατζετάκια, να γεμίζω συρτάρια, ντουλάπια και ντουλαπάκια και τελικά να χρησιμοποιώ ελάχιστα απ’ όλα τούτα(..) [hungryforhungry.blogspot.com]

γ) (..)Προσπαθώ εδώ και ώρες να ξεκινήσω τη διαδικασία για downgrade από Σβίστα σε ΧΡ σε ένα μηχανάκι. Το @@@@μένο είχε έρθει με προεγκατεστημένο το OS διάφορα τσουμπλέκια από την HP (recovery, utils, κλπ)(..) [www.4tforum.gr]

δ) (..)Ξεκινάμε ένα Σαββάτο, όλοι στη γραμμή με τσανάκια και τσουμπλέκια για την εκδρομή.(..) -> στίχοι αγνώστου τους οποίους μελοποίησε ο Μανισαλης [www.stixoi.info]

ε) Καλα μωρή τι τα φόρεσες όλα αυτά τα χαϊμαλιά και τα τσουμπλέκια; Θα σε κράξουν άμα βγεις έτσι έξω..!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν παρεμβάλλουμε εν τη ρύμη του λόγου κάτι άσχετο.

Το σλάνγκισε ο Λάκης Λαζόπουλος στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» με την πλούσια κυρία, που συνήθιζε να διηγείται πικάντικες ιστορίες και να παρεμβάλλει άσχετες ανθυπολεπτομέρειες (βλ. παράδειγμα).

Η ίδια που έλεγε και το για όνομα.

- Και που λες, Σούλα μου, πάνω που με είχε κεράσει το τρίτο ποτήρι σαμπάνιας, και ήμουν έτοιμη να ενδώσω, -έχω κλείσει τον θερμοσίφωνα; -άσχετο!-, ναι, του λέω τότε: «Έχεις σκεφτεί...», μπλα μπλα μπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα κάγκουρα που, βασικά, δεν ξέρει τι άλλο καλύτερο να πει. Η ατάκα καθιερώθηκε από την ταινία «Οι Ραδιοπειρατές» (1982) με Στάθη Ψάλτη και Μιχαλόπουλο, που έχουν πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό στα '80ς. Ίσως η πλέον σλανγκ εποχή του ελληνικού κινηματόγραφου.

- Και πώς ν' αρχίσω το μπίρι-μπίρι καμάκι ρε επαΐοντα;
- Ρίξε πρώτα ένα «Βασικά, καλησπέρα σας» και βλέπουμε...

Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος! (από Dirty Talking, 14/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καθιέρωσε ο Λαζόπουλος ως γύφτος. Είναι το «γαμώτη- γαμώτο» με λίγα τακ ξενική ή γιούφτικη προφορά. Σε σχέση με το απλό γαμώτο (που δεν έχει καταχωρισθεί!!!), το οποίο είναι πια πασπαρτού και άχρωμο, το «γκαμώτη» δηλώνει λίγο περισσότερο οργή- αγανάκτηση, φιλτραρισμένη όμως με αυτοσαρκασμό στο στυλ του πλάκα κάνω!

Ποιος μου κουλούριασε πάλι το λήμμα, γκαμώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified