Είναι η ελεύθερη, λυτή αίγα, αλλά και γενικά η γίδα. Ίσως λέγονται έτσι κι άλλα ζώα που, αν και έχουν ιδιοκτήτες, διάγουν βίον αλανιάρικο (παράδειγμα 5).
Όπως φαίνεται και στην μαντινάδα του 1ου παραδείγματος, η φουριάρα αίγα με τη βιασύνη του φευγιού της δημιουργεί ωραιότατες ποιητικές εικόνες και μεταφορές.

Από τη φούρια (< ιταλ. furia) και την κατάληξη -άρα.
Στον πληθυντικό εκτός από φουριάρες παίζει και το φουριαρές (παράδειγμα 4).

Συνώνυμο (και σόρι για τη ...γείωση): Fast & Furious.
Σημείωση: Στο τρίτο παράδειγμα αναφέρεται το "πάμενε" για το οποίο ο Χαλικού είπε 2-3 λογάκια εδώ.

  1. Φουριάρες αίγες οι χαρές
    φεύγουν σαν με θωρούνε,
    κι οι πόνοι, σκύλοι μπιστικοί
    στο πλάι μ'ακλουθούνε ♫

  2. Έτσι μπέρδεψε και δεν ξεμπέρδεψε κοντά τέσσερις δεκαετίες στο Κέντρος, στα πρόβατα και στις κατσίκες που είναι ελεύθερες, σχεδόν φουριάρες και δεν πιάνονται παρά μόνο σκοτωμένες, σαν τους γενναίους που θυσιάστηκαν από το όπλο του εχθρού… (εδώ)

  3. -προλαβαινουμενε να παμενε στις φουριαρες...
    -καλια'χω να παεις τσι καβρούς
    -αμε χαρωτο κι αγαπω-τω να ντυθεις να παμε-νε που να σε χαρει η μαμαααα σου!!! (εδώ)

  4. -Εσείς π φοράτε πόλο μπλουζάκια με σηκωμένο γιακά κ περπατάτε με ανοιχτά τα πόδια λες κ έχετε συγκαεί, στο μαντρί έχετε γίδια ή μόνο πρόβατα?
    -εγώ έχω φουριαρές κυρίως (εδώ)

  5. -εγω αν εχω ερθει? αρραβωνιασμενος ειμαι με κρητικια εδω και χρονια. Καταγωγη ειναι απο χωρα σφακιων. Δεν το λεω εγω οτι ειστε κλεφτοκοταδες εσεις υπερηφανευεστε για αυτο, και το κανετε αθελα σας κιολας λεγοντας, σημερα εφερα τις "φουριαρες" του ΧΧΧΧΧΧΧΧ. Εγω ειχα τελειως αλλα πραματα στο μυαλο μου για τη κρητη και τελειως αλλα ειδα. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φουριαρότραος, φουριαρότραγος

Είναι το αρσενικό αντίστοιχο της φουριάρας αιγός, δηλαδή ο τράγος που ζει ελεύθερος σε μια μεγάλη περιοχή. Σύμβολο περηφάνειας, λεβεντιάς, αλλά και έμπλεος τραγίλας.

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΜΟΥ ΩΖΟ
ΤΡΑΕ ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΕ ΜΟΥ
ΠΟΥ ΣΤΕΚΕΙΣ ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΣΤΑ
ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ Τ ΑΝΕΜΟΥ (εδώ)

ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΟΣ ΦΟΥΡΙΑΡΟΤΡΑΟΣ. ΘΩΡΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΣΙ ΚΙΣΣΑΜΟΥ

  1. -φουριαρότραος (κοινώς το μοτορι σου γ@μ@ει και δερνει)
    -Να υποθεσω πως φουριαροτραος σημαινει στην Ελληνικη.... φουριοζος τραγος?
    -Θα το καταλαβουν οι Κρητικοι... δε λεω.... Αντε να το εξηγησεις στους υπολοιπους Ελλαδήτες (Καθε ερωτας και ενα ονομα..)

  2. -φίλε, ο συγκεκριμένος θα αγόραζε ντατσουν και θα εβαζε τα παιδιά στη καρότσα και θα τα πήγαινε βολτα στο ψηλορείτη
    - Είσαι φαιδρός & φουριαρότραγος! (Είδος κάγκουρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Ανώγεια Κρήτης και στο πολιτισμικο-γλωσσικό τους Lebensraum γύρω από τον Ψηλορείτη, το ρήμα αγαπώ σε αμετάβατη σύνταξη σημαίνει είμαι ερωτευμένος, και πιο συγκεκριμένα: είμαι για πρώτη φορά (και άρα φόλα) ερωτευμένος (βλ. καψούρης) και (λόγω αυστηρών ηθών) συνήθως μυστικά. Δηλαδή, αγαπώ δε σημαίνει "νοιάζομαι", "είμαστε ταιριαστό ζευγάρι", "παρά τα χρόνια δε σε βρίσκω εντελώς τελείως αποκρουστικό", και λοιπά αντικλιμακτικά και κλιμακτήρια. Αγαπώ σημαίνει εδώ αποκλειστικά είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά και σφόδρα, γιατί μία φορά νοείτο να ερωτευτείς, την πρώτη, κι αν ήταν να ερωτευτείς καλό θα ήταν να ερωτευτείς πολύ... και μετά παντρευόσουνα.

Το αμετάβατο της σύνταξης είναι σημαντικό: δεν έχει σημασία ποιον αγαπάς, αλλά πρωτιστως το ότι αγαπάς, το σκανδαλώδες του ότι είσαι ερωτευμένος.

Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.

- Μωρή, γιάντα δεν επήγες στο φροντιστήριο; Μωρή, αγαπάς;
- Όι μάνα, μάνα! Ετρεζάθηκες μάνα;!!!

Μόνο σπάνια μπορείς να ακούσεις σε τέτοια πλαίσια την λέξη αγαπώ για τη σχέση μεταξύ παντρεμένων. Πιο συχνά την ακούεις/ την άκουγες μεταξύ συγγενών και φίλων για τη συγγενική και φιλική αγάπη (μεταβατική σύνταξη).

- Χαρώ σε κι αγαπώ σε! (προς παιδάκι)

- Εγώ κουμπάρα να κατέεις σ' αγαπώ πιο πολύ απ' την αδερφή μου (κουμπάρες συνομιλούν).

Στη σχέση μεταξύ παντρεμένων την ακούεις/την άκουγες περισσότερο όταν ο ένας από τους δύο είχε πάει στον άλλο κόσμο:

- άχι, μωρέ, τον ηγάπουνα τον κύρη σας!

λέει η χήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεσενταριστό φραπέ που χτυπάς μόνος σου, ή που σου σερβίρει κάποια πρόθυμη φραπεδιάρα ψυχή. Κρητικός ιδιωματισμός που έχει παρεισφρήσει για τα καλά και στην μπουρδελοσλάνγκ.

Πέραν του φραπουτσίνο, τα αλάνια επίσης αποκαλούν καταχτύπι...

1.
Το καταχτύπι παίζει πολύ στην Κρήτη, μην πω ότι είναι κρητικό και ακουστώ τοπικιστικιστικιστής (xalikoutis)

2.
- xalikoutis: την κα αρνού κι εγώ πολύ νάρα τη φαντάζομαι, φανταστείτε τριαντάρα γαλλίδα κρύσταλλο σεξουαλικά σχετικά αχρησιμοποίητη σε σημείο επιπολής στατικού ηλεκτρισμού και ηφαιστιακών υποσχέσεων... για πολύ καταχτύπι αν μου επιτρέπετε...
- Hank: ...κι εγώ είχα τραβήξει πολλές μαλακίες για πάρτη της, όταν ήμουν μικρός...

3.
Η μαλακία είναι θείο δώρο, ευγενές sport, δημιουργική απασχόληση, πράξη βαθιάς αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, ενέργεια με πολυσήμαντο πολιτικό συμβολισμό. Συνίσταται να λαμβάνει χώρα μπροστά σε ολόσωμο καθπέπτη ώστε να μεγιστοποιούνται τα ωφέλη που προκύπτουν από το καταχτύπι (strongly recommented).

4.
Δακτυλάκι και εκεί, χωρίς το παραμικρό όχι ή μη, και καταχτύπι για άλλα 5-7 λεπτά. Μια και δεν με έβλεπα να τελειώνω έτσι, της ζήτησα να γυρίσουμε σε 69, όπου και ολοκλήρωσα μετά από έντονο γλύψιμο.

5.
Slayer - Silent Scream - Τελειωτικό καταχτύπι...Αν προλάβεις τον ντράμερ...

6.
Δεν είμαι ικανοποιημένος όμως. Το σασμάν θυμίζει Yamaha (πολύ καταχτύπι και τα σχετικά), ούτε το δούλεμα του κινητήρα μου αρέσει ειδικά στις μεσαίες στροφές και σαν να μου μυρίζει και καΐλα...:alien

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ακρίδα που κυριολεκτικά εντομολογείται από το θέμα αγριμ- (εκ του αρχαίου επιθέτου ἀγριμαῖος) και την κατάληξη -ουδα, η οποία μας δίνει το αγριμούδα που μέσω τσιτακισμού μετατρέπεται σε αγριμούτσα (βλ. εδώ -και εδώ, όπου παρουσιάζεται ως ιδιωματισμός της Δυτικής Κρήτης-, πρβλ. και τη λέξη αγρίμι).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έγκειται στην έκφραση πετάγομαι σαν αγριμούτσα που ενώ σημαίνει πετάγομαι σαν πηδηχταρού άγρια ακρίδα, λόγω της τσιτακισμένης κατάληξης -ουτσα φέρνει στο νου και τη συνώνυμη έκφραση πετάγομαι σαν πούτσα. Επομένως, αφενός η έκφραση σημαίνει πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο ατάκτως, χωρίς να έχουν ευπαρακολούθητο ειρμό αυτά που λέω, και αφετέρου μπορεί να λάβει και τις συνδηλώσεις του πετάγομαι σαν πούτσα δηλαδή κατά τον ορισμό του Gatzman «το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών». Προσφάτως η αγριμούτσα έγινε διάσημη από την σχετική ένσταση που απηύθυνε με κρητική διάθεση ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης στον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

«Δε μπορώ να σε παρακολουθήσω γιατρέ μου, δηλαδή... where is my mind», «πετάει ο νου σου σαν την αγριμούτσα». (Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης προς τον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει «πάλι τα ίδια;» και εκφράζει τη δυσφορία του ομιλητή για την ολική επαναφορά ενός δυσάρεστου ή εκνευριστικού ζητήματος το οποίο είχε θεωρηθεί λήξαν.
Η φράση έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα κουκιά ήταν εξαιρετικά κοινή τροφή μέχρι και πρόσφατα στον Ελλαδικό χώρο, σε σημείο αηδίας.
Νόμιζα ότι η φράση ήταν Κρητική αλλά φαίνεται να έχει ευρύτερη διάδοση.

(Μην ξεχνάμε άλλωστε- από τις 15 Οκτωβρίου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου - διανύουμε τον μήνα Πυανεψιώνα (πύανα = κύαμοι = κουκιά) των Αρχαίων Αθηναίων).

  1. Πάλι… κουκιά μαγειρεύουν του Τσιτουρίδη. Τη μια πλήρωσε για τη μετεγγραφή του γιου του, τώρα… φταίει για τον αδελφό του, γιατί ως δήμαρχος Νέας Χαλκηδόνας ...
    (από το....Παρόν της Κυριακής)

  2. - Συνάδελφοι, να θέσω το ζήτημα της καθαριότητας των χώρων... Νομίζω ότι αν όλοι και όλες αναλάβουμε....
    - Ω ρε Ξένια, πάλι κουκιά; Να πληρώσει ο μαλάκας ο Σπαγκάι Λάμα να έρχεται καθαρίστρια πιο συχνά, εγώ καλά καλά δε σφουγγαρίζω σπίτι μου, θα σφουγγαρίσω το γραφείο... ΧΕΣΕ ΜΑΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα της κρητικής διαλέκτου, που χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο της παθητικής φωνής, «λιγωμαριάστηκα, λιγωμαριάστηκες κλπ».

Σημαίνει ότι κάποιος έχει καταναλώσει τόσο μεγάλη ποσότητα γλυκών που του έρχεται αναγούλα.

Συνώνυμο, το «λιγώθηκα», αν και σε άλλο ορισμό, έχει εύστοχα σχολιαστεί πως το «λιγώθηκα» σημαίνει και λαχτάρησα κάτι πάρα πολύ, πράγμα που δεν ισχύει για το «λιγωμαριάστηκα».

Έφαγα ένα δίλιτρο παγωτό και λιγωμαριάστηκα, γι' αυτό έχω τον κουβά από δίπλα, για να είμαι σε ετοιμότητα όταν θα μου έρθει ο εμετός.

(από ironick, 06/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική version του της πουτάνας που χρησιμοποιείται κατά κόρον από μη Κρήτες και τείνει να αυτονομηθεί εκ της Νήσου.

Αλιεύματα εκ του διαδικτύου:

- ΕΠΑΕ ΤΣΙ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΘΑ ΓΕΝΕΙ!!!

- Εδώ γίνεται τσι πουτάνας και μυρωδιά δεν πείραμε

- Τσι πουτάνας θα γίνει εκείνη τη μέρα ααχαχαχαχαχαχαχαχαχ (Mes;)

- !shocked! !shocked! !shocked! abraam: ελα ελααααα, θα γινει τσι πουτ@νας! /jumper/. Τίγρης: ωπα-ωπα .....εγινε τσι πουτανας ;sohappy; ;sohappy; ;sohappy;.

(από MXΣ, 08/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified