Further tags

(Kρητική διάλεκτος)

Δεν έχουμε τη δύναμη που απαιτείται (όχι μόνο τη σωματική). Χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή του Αποκόρωνα.

Το σακί είναι 50 κιλά... φίκιο σου που θα το σηκώσεις!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.

Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.

Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βοσκαρούδι: ο μικρός βοσκός.

- [i]Βοσκαρουδάκι αμούστακο στα όρη απού γυρίζω
με το σεβντά σου αγάπη μου στέκω και μπουχιουντίζω[/i].

βούι: το βόδι.

- Έχω 5 βούγια και αναθρέφω.

έκεια / εκειά: εκεί.

- Άμε εκειά που σου 'πα και μη χασομεράς.

καλιά: καλύτερα

μαντρατζής: αυτός που βοηθάει να μπουν τα ωζά μέσα στην μάντρα

- [i]Μου 'μπεψε με το μαντρατζή σημείωμα στα όρη
πως δεν παντρεύγεται βοσκό καλιά γεροντοκόρη[/i].

μαρόπα / μαρόπι / μαροψάρι: προβατίνα/το θηλυκό πρόβατο.

- [i]Από τα 'ζα μου ήσφαξα σαράντα μαροψάρια
και τα 'παιξα μονοβραδύς και τα' χασα στα ζάρια[/i].

μουρέλο: το μικρό ελαιόδεντρο. Όταν κάποιος είναι περπατάει αφηρημένος και κάνει κάποια χαζομάρα(πχ κουτουλήσει κάπου, μπει σε γυναικείες τουαλέτες, κτλ) μπορεί κάποιος να του πει ειρωνικά «το νου σου στα μουρέλα», που σημαίνει «πρόσεχε μην χτυπήσεις σε κανένα μουρέλο έτσι αφηρημένος που είσαι».

- Το νου σου στα μουρέλα!

παντέρμος: ο κακομοίρης / αυτός που το έχει αφήσει μόνο του (έρμο) ακόμα κι ο Θεός. Πολλές φορές αποκαλούν «παντέρμη» την τσουτσούνα τους.

- Δεν το βλέπεις πως είναι; Δώσ' του μωρέ του παντέρμου ένα κομματάκι ψωμί να φάει.

παντονιέρνω / παντονιάρω: στην πάντα, βάζω σε δεύτερη μοίρα (προφέρεται και ως μπαντονιέρνω).

- [i]Τη βέργα μου επαντόνιαρα και μπλιο δεν βάνω βούργια
γιατί 'πες πως δεν θες βοσκό αγάπη μου καινούρια[/i].

πορίζω: βγαίνω.

- Πόρισε στο παράθυρο να σε δω λιγάκι.

στειρωγήτσικο: το στείρο κατσίκι.

- [i]Επλέρωσα ο δυστυχής τσ' αγάπης τα σπασμένα
κι όλα τα στειρωγήτσικα τα πούλησα για σένα[/i].

ωζό: το ζώο.

- Κοίτα ρε μαλάκα μπροστά σου και μην πηγαίνεις σαν το ωζό.

ωψές: χθες.

- Ωψές επήγες να μαζέψεις τσ' ελιές γη με ξέχασες;

Στο κείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.

Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική λέξη.

Η γλωσσού, η αδιάντροπη.

Ναι, είναι ντιρμπάζα.

(από guess, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσωνύμιο της πόλης των Χανίων (Κρήτη), εμπνευσμένο από το νησί Manhattan της Νέας Υόρκης, που στόχο έχει να καταδείξει την ομοιότητα των δυο περιοχών, μιας που τα δυο αυτά μέρη είναι ισάξια ως προς τον μεγάλο πληθυσμό, την πολιτιστική ζωή και την έντονη καθημερινότητα, ιδίως κατά τη χειμερινή σαιζόν.

- Από πού κατάγεσαι;
- Απ' τα Μανχάνιαν.

(από Vrastaman, 22/08/11)Ο Πυρανχάνιαν από τα Μανχάνιαν (από GATZMAN, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κολύμπα, η (πληθ: οι κολύμπες).

Ουσιαστικό, θηλυκού γένους, χανιώτικης καταγωγής. Σημαίνει «λακκούβα με νερό». Οι κολύμπες απαντώνται συχνότατα σε όλο το μήκος του εθνικού οδικού δικτύου ως αποτέλεσμα βροχόπτωσης και κύριος σκοπός τους είναι να εκνευρίζουν τους οδηγούς των οχημάτων και παράλληλα να καταβρέχονται οι περαστικοί.

Επειδή ακριβώς απουσιάζει ως όρος από την υπόλοιπη Ελλάδα, οι χανιώτες έχουν πέσει πολλάκις θύματα χλευασμού για αυτή την τόσο ευφυή λέξη.

Εκεί που πήγαινα να περάσω το δρόμο, παραπάτησα κι έσκασα βαρδύς- πλατύς μέσα σε μια κολύμπα κι έγινα λούτσα...

(από mafie, 27/08/11)Κολυμπάρι Χανίων (από GATZMAN, 28/08/11)

Βλ. και τάφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «τίποτα», κατ' εξοχήν απάντηση στις κάτωθι ερωτήσεις:

  • Τι κάνεις;
  • Τι λέει;
  • Πώς πάει;
  • Τι νέα;
  • Έκανες τίποτα για το τάδε ζήτημα;

Απαντάται μόνο στα Χανιά και έχει αντικαταστήσει πλήρως κάθε άλλη ενδεχόμενη απάντηση στα ανωτέρω. Προφέρεται αδιάφορα και με διάθεση αφόρητης βαρεμάρας.

- Τι κάνεις;
- Πράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλάζι, στην κρητική. Το ανεβάζω, γιατί τη βρίσκω τρομερά χαριτωμένη λέξη. Πρέπει δε να σημειωθεί πως είναι τόσο ισχυρή η χρήση της λέξης αυτής έναντι της «χαλάζι», που έπρεπε να φτάσω 18 και να φύγω από την Κρήτη για να ανακαλύψω πως τελικά είχα δει «χαλάζι» κι απλώς μου το είχαν συστήσει ως «κουκοσάλι».

Θεσσαλονικιός: Α, κοίτα χαλάζι!
Κρητικός: Τι χαλάζι ρε; Αυτό είναι κουκοσάλι!
Θεσσαλονικιός: Χαχαχαχαχα «κουκοσάλι»; Τι λες ρε χωριάταρε;! Από τα Ούα κατέβηκες; Χαχαχαχαχαχα!
Κρητικός (έτοιμος να κλάψει): Μα αλήθεια, κουκοσάλι...

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οριστική και αμετάκλητη άρνηση εξόφλησης χρέους. Σε ευρύτατη χρήση στα Χανιά.

Ο Πιστολάκης ήταν χρηματοδότης και μεγολοπαράγοντας του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Οι κρητικοί που κατέβαιναν από τα χωριά για να συμμετάσχουν στις γιγαντιαίες συγκεντώσεις του κόμματος στα Χανιά δικαιούντο και ένα γεύμα σε συγκεκριμένο εστιατόριο στην πλατεία της Αγοράς που το πλήρωνε το γραφείο του Πιστολάκη στα Χανιά. Οι δε ερίτιμοι πελάτες μετά το γεύμα έλεγαν στον εστιάτορα: Μανόλης Δασκαλάκης από το Μπρόσνερο (π.χ.), να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο. Με τον καιρό όμως κατέληξε να γίνει ρήση των κακοπληρωτών, με την έννοια ότι οριστικά και αμετάκλητα ο οφειλέτης δεν πρόκειται να πληρώσει.

Ο γιος του παλαιού κομματάρχη Πιστολάκη στη δεκαετία του 1970, ήδη σε προχωρημένη ηλικία, κοντός και χοντρός , κυκλοφορούσε τα καλοκαίρια στα Χανιά με μια λευκή ντεκαποτάμπλ κουρσάρα με οδηγό, φορώντας λευκό κοστούμι και καπέλο Παναμά. Ήταν μια σκέτη αναχρονιστική καρικατούρα αποικιοκράτη.

- Κύριε Μανόλη σας έχω τηλεφωνήσει επανειλημμένως για κείνη την οφειλή σας.
- Ναι το θυμάμαι!
- Πότε θα την εξοφλήσετε;
- Να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο!...

Δεε, πρόκειται!... (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified