Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.
Έλα μωρή χαρκορίλα...
Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!
Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.
Έλα μωρή χαρκορίλα...
Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος δεν πεινά κι έτσι αργεί να τελειώσει το φαγητό του.
- Κοίτα τον πόση ώρα ανακατεύει τα ρεβύθια...
- Ναι, ναι χορτασίλα του μυρίζει!
Got a better definition? Add it!
Η μυρωδιά των παπαριών.
Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το βαθμό καθαριότητάς τους αλλά έχει άμεση σχέση με το πόσο καιρό έχει να εκσπερματώσει ο κάτοχός τους. Εξού και η μεγάλη συνάφεια που έχει με τη βαρβατίλα.
- Ρε μαλάκες, δε γαμάτε που δε γαμάτε, δεν ανοίγετε κανά παράθυρο να φύγ' η παπαρίλα;
- Πολύ μυγιάγγιχτος μας το παίζεις ρε Φιρφιρίκο. Από άδεια γυρνάς ή μου φαίνεται;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη κατά βάση σημαίνει μπόχα από βαρβατίλα, αρχιδίλα, και είναι το αρσενικό αντίστοιχο της μουνίλας (καμιά φορά σημαίνει, κατ' επέκταση και συμβολικώς πως, την αντροκρατία μέσα σε έναν χώρο, την πλήρη απουσία γυναικών ή τεσπατην ελάχιστη παρουσία αυτών, δηλ. το αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου και το αντίθετο της μουνοθύελλας).
Αντρίλα είναι και η επίδειξη ανδρισμού, η οποία φοριέται πολύ στον μάτσο τύπο άντρα -και ωσεκτουτού διαφωνώ με τον κύριο που γράφει το αντίθετο εδώ.
την Αντρίλα δεν χρειάζεται να τη μυρίσεις, μπορείς να τη διαπιστώσεις και εκ του μακρόθεν, ακόμα και από φωτογραφικό υλικό ή περιγραφή.
Αντρίλα ρε: 10 πνευματικές και σωματικές προκλήσεις για όσους θέλουν να λέγονται άντρες
Υπάρχουν τραγούδια που στάζουν αντρίλα από τα μπατζάκια. Που τα ακούς κι ανατριχιάζεις.
εγώ είμαι της άποψης ότι «Λίγη αντρίλα δεν έβλαψε ποτέ κανένα»
όλα από το νέτι
Got a better definition? Add it!
Η οσμή που αναδύεται από τα ρουθούνια ή τον στόμα ενός πιωμένου, ή απλά όποιου έχει καταναλώσει μπόλικα ξίδια (δηλαδή όλων μας, κατά καιρούς...) Το φόρτε της είναι προς το πρωί (ή τεσπα μετά από κάποιες ώρες ύπνου), βαστάει καλά μέχρι αρκετές ώρες μετά, είναι εξίσου ανυπόφορη με όλες τις -ίλες, και κυριαρχεί στο δωμάτιο όπου έχει κοιμηθεί ο πιωμένος. Όσο πιο προχωρημένη είναι η κατάσταση του μεθυσμένου, τόσο πιο έντονα μυρίζει. Όσο πιο αλκοολικός είσαι, τόσο παγιώνεται αυτή η μυρουδιά και σε χαρακτηρίζει. Αν είσαι δε γέρος και μπέκρα, τότε ωιμέ της συφοράς.
- Θα πιούμε κάνα ποτάκι;
- Άσ' το καλύτερα, θα μυρίζουμε μπεκρίλες και θα μας την πούνε πάλι στη δουλειά...
Got a better definition? Add it!
Σπαρίλα, κατάσταση κηδεία, κατάσταση αδράνειας και αφόρητης βαρεμάρας, στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος ή μια παρέα, καθώς και μια υπηρεσία, μια γενικότερη φάση, κλπ. Είναι υπερθετικός του μουργέλα, είναι πιο κοντά προς το σαπίλα, καθότι η κατάσταση αυτή έχει ψοφήσει εδώ και καιρό και βρωμάει. Το «σαπίλα» όμως διαφέρει γιατί έχει κάποιο ίχνος κοινωνικής κριτικής μέσα, κάποια ένταση δηλαδή στο βάθος, ενώ το «ψοφιμίλα» είναι εντελώς τελείως ουδέτερο. Βαριέται κι αυτός που το λέει, δεν υπάρχει πάθος πουθενά.
- Καιρό έχω να σε ρωτήσω, πώς πάει το τμήμα σου;
- Τίποτα, ψοφιμίλα. Δεν κουνιέται πούστης, σου λέω.
- Περάσατε καλά χθες;
- Μπα, ψοφιμίλα...
Got a better definition? Add it!
Η «ξεραΐλα» έρχεται να προστεθεί στο λήμμα απουσία.
Λέγεται από γυναίκες που έχουν περάσει μακροχρόνια φάση λειψανδρίας και, μεταξύ άλλων, υπονοούν με αυτόν τον τρόπο ότι το κολπικόνε σύστημά τους έχει μαραζουλιάσει.
Αντώνυμη έκφραση: «It's raining men, halelujah!»
Λέγεται όμως και γενικότερα, όταν υπάρχει έλλειψη ειδήσεων, κουτσομπολιού και λοιπών «ζουμερών» καταστάσεων.
- Τι νέα;
- Τα γίδια... Δουλειά, δουλειά, δουλειά...
- Κανας γκόμενος;
- Μπε..., ξεραΐλα.
- Καιρό έχουμε να τα πούμε! Κανα κουτσομπολόι;
- Τίποτα, ξεραΐλα!
Got a better definition? Add it!
Εκτός από έκφραση καψιδισμού και καμενιάς (βλ. καΐλα, καΐλας) και κλαψομουνιάσματος (βλ. Βασιλάκης Καΐλας), η καρακλασική αυτή εις -ίλα σλανγκιά έχει και δύο ακόμα (εκ διαμέτρου αντίθετους) ορισμούς:
Ειρωνική έκφραση αδιαφορίας
- Καΐλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! Ζμπούτσαμ το μπάζο το Λίλιαν!
- Ναι ακόμα κι αυτήν o Πέρι έχει βαρεθεί να την πηδάει, γιατί.
Βλ. και σκορδοκαΐλα.
Έκφραση καύλας και τρελής επιθυμίας
- Μεγάλη καΐλα για την Γιουροβίζιον πρέπει να έχει ο Νίκος Καρβέλας, διότι δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι έστειλε δυο τραγούδια (εδώ).
Από το αδικοχαμένο δουπού: Χάνκων.
Got a better definition? Add it!
Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.
Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.
Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.
Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).
Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).
Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό
Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.
Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.
Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...
(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)
* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.
Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα
Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)
Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)
— Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
— Τι μου λες!
— Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
(εδώ)
By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)
Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)
Got a better definition? Add it!
Η απόλυτη ανία, βαρεμάρα, έλλειψη κινήτρου και όρεξης για οποιαδήποτε κίνηση ή μετακίνηση. Πιθανώς προέρχεται από τον σπάρο, κατά τα λεγόμενα, το πιο βαρεμένο ψάρι της θάλασσας.
Πρωινή/κυριακάτικη σπαρίλα, μ' έχει πιάσει σπαρίλα, τον έφαγε η σπαρίλα κτλ.
Got a better definition? Add it!