Further tags

Το μουνί, σε ψιλολαογραφική εκδοχή. Παμπάλαια σλανγκιά που σώζεται σε ορισμένες ντοπιολαλιές, πιχί στην Χίο και στην Τζύμπρον (πούττος). Κρατάει κοινή ετυμολογία με την κοινή πουτάνα, εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ, επίσης: Σταχτοπούτα (εκ του αγγλικάνικου Cindertwat), πουτόπιστος (μουνόδουλος), πουτινιά, πουτινιάρης.

  1. Οι μανάδες συνηθίζουν να φιλούν το αιδοίον του μωρού τους λέγοντας: τώρα θα στο φάω το πουτί σου!
    (Ηλίας Πετρόπουλος, [Το Μπουρδέλο](3. Η Κατίνα έλεγε: «Αν το σεξ με τον άντρα σου δεν σε ικανοποιεί, τότε το κάνεις σαν αγγαρία. Κάτι σαν δουλειά σπιτιού. Νομίζεις πως δεν το καταλαβαίνει; Οσο και να προσποιείσαι. Νομίζεις ότι θα σου κάτσει ες αεί; Εμ όχι. Δεν θα κάτσει. Θα πάει και θα πιάσει άλλη γκόμενα εκεί που θα αισθάνεται πιο άντρας. Θα είσαι λοιπόν με το σώμα σου παστρικιά. Θα πλένεσαι, θα σαπουνίζεσαι, θα αρωματίζεσαι και θα βάζεις στο πουτί σου άφεριμ, κάθε μέρα. Οταν ο άντρας σου έρχεται με όρεξη για έρωτα, βάλε άφεριμ τότε μπόλικη.»

Πουτι Ράιοτ (από Khan, 04/02/13)(από σφυρίζων, 05/02/13)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.

- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.

— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified