Further tags

Το youtube, εκ των συ και σιφόνι (< αρχ. σίφων).

Βλ. επίσης συσωλήνας και εσύ-σωλήνας.

- Λίλιαν πρέπει να μάθεις κάτι. Κάτσε πρώτα μη πάθεις τίποτα. Είδα γιουτουμπάκι στο συσιφόνι με τον Πέρι και τον Βαγγέλη να τραγουδάνε γερμένοι το «Νιάου νιάου βρε γατούλα».
- Και ποια νομίζεις πως το ανέβασε, φιλενάδα; Η εκδίκηση σερβίρεται κρύα! - Πουτανίτσααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O φαξ σέρβερ (fax server), ο εξυπηρετητής των φαξ δηλαδή, π.χ., αποτελεί την πύλη εισόδου/εξόδου των φαξ που αποστέλλονται και λαμβάνονται μέσω των διαφόρων υπολογιστών, ενός εταιρικού δικτύου και ασχολείται με τη διαχείρισή τους.

Κάνοντας μια μικρή παράφραση, το τοπίο αλλάζει δραματικά. Προκύπτει ο φακ σέρβερ, που, ω της περιπτώσεως, το τελευταίο γράμμα της πρώτης λέξης (κ) με το πρώτο της δεύτερης (σ) κάνουν τον όρο φακ σέρβερ, να προσεγγίζει την εκφορά του όρου, φαξ σέρβερ.

Όταν δε η παύση μεταξύ των δυο λέξεων είναι μικρότερη, η προσέγγιση είναι μεγαλύτερη και η πιθανότητα παραπλάνησης του άλλου είναι μεγαλύτερη. Στην παραπλάνηση βέβαια του άλλου συμβάλλει το γνωστικό υπόβαθρο κάποιου ακροατή για τέτοια θέματα, η αντιληπτική του ικανότητα, τα συμφραζόμενα καθώς και ενδεχόμενα ακούσματα του όρου που αυτός μπορεί να διαθέτει.

Ποιος είναι όμως ο φακ σέρβερ;

Η φράση σχηματίζεται από την αγγλική λέξη fuck (συνουσιάζομαι) κι από την επίσης αγγλική λέξη server (εξυπηρετητής). Μιλάμε λοιπόν για εξυπηρετητή σεξουαλικών περιπτύξεων.

Ως φακ σέρβερ, θεωρούμε κάποιον που συνουσιάζεται με έναν ή παραπάνω παρτενέρς. Λόγω όμως ότι η λέξη σέρβερ παραπέμπει περισσότερο σε δικτυακή χρήση αρκετών τερματικών (λοιπών δικτυακών υπολογιστών), ο όρος κολλάει περισσότερο στην περίπτωση παρτούζας.

Επειδή δε ο όρος σέρβερ παραπέμπει σε εξυπηρέτηση δικτυακών υπολογιστών και γι' αυτό πρέπει να 'ναι ταχύτατος και να διασυνδέεται σε dt με τα τερματικά, ο όρος φάκ σέρβερ δένει καλύτερα με έναν ταχυπηδήκουλα που διαθέτει επαναληπτική καραμπίνα.

Αν τώρα διαβαίνει κι άλλος άνδρας τη γέφυρα του ποταμού γαμάει, ως φακ σέρβερ θεωρείται αυτός που κατά τη γενική ομολογία των συναθλητών, είναι ο... εξυπηρετητής (κριτήρια: αντοχή, τεχνική, κεντρικότητα ρόλου).

Λάουρα: Καλλιόπη σήμερα που κατά την Πετρούλα και την Πούτση έχει πουτσόκρυο, προτείνω να έρθεις απ' το σπίτι για να ζεσταθούμε συλλογικά.
Καλλιόπη: A..
Λάουρα: Έχω φτιάξει που λες στο μαλακοπίτουρα το Μένιο, μια κατσαρόλα θαλασσινό βιάγκρα. Θα είναι φακ σέρβερ με τα όλα του ο Μένιος απόψε. Δε θα πέσει σε φάση nietwork όπως τις προάλλες. Στο εγγυώμαι.
Καλλιόπη: Μα τι σχέση έχουν τα fax με το θαλασσινό βιάγκρα; Ξέρω εγώ να στέλνω fax;
Λάουρα: Μην το κουράζουμε. Έλα για τρίο.
Καλλιόπη: Τρίο Κιτάρα;
Λάουρα: Είσαι ωραία αλλά ξανθιά γαμώ την αγανάκτηση. Κοίτα για αυτό που θα γίνει το βράδυ δε χρειάζεται μυαλό. Μια παρτουζίτσα θα κάνουμε μωρή ηλίθια.
Καλλιόπη: Και το φαξ τι το θέλουμε; Θα κάνουμε καμιά περίεργη στάση που χρειάζεται αυτό το ρημάδι;
Λάουρα: Σκάσε και έλα.

(από GATZMAN, 07/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To YouTube.

Εννοείται ότι η συγκεκριμένη λεξιπλασία δεν θα μπορούσε να προκύψει αν δεν είχαν προηγηθεί τα εμπνευσμένα σωλήνας, ο, εσύ-σωλήνα, το, συσιφόνι και παιδί του σωλήνα, το - ώμοι, γίγαντες, Νεύτων κ.λπ.

Ειδικά δε από το εσύ-σωλήνα οι διαφορές είναι πολύ μικρές, αλλά οι λεπτομέρειες αυτές, κατά τη γνώμη μου, δίνουν στο συσωλήνα και ένα μικρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Συγκεκριμένα, ο συσωλήνας:

  • είναι κατά ένα γράμμα και μια συλλαβή συντομότερος από το εσύ-σωλήνα Αυτή ακριβώς η προτεινόμενη αποβολή του αρχικού ε- κάνει την λέξη απλούστερη στην εκφορά. Βασικά, λέγεται πιο εύκολα. Δοκιμάστε το.
  • είναι γένους αρσενικού και κλίνεται όπως ακριβώς ο σωλήνας, αποφεύγοντας έτσι κάποιες δυσκαμψίες που ίσως παρουσιάσει στο λόγο ο κατασκευασμένος ουδέτερος τύπος, ειδικά στην ονομαστική και, αύριο-μεθαύριο, και στον πληθυντικό.
  • παραπέμπει στην αλήστου μνήμης Τσιτσιολίνα και, συνεπώς, μας βοηθά να θυμόμαστε τη λέξη πιο εύκολα.

Θέτω τον συσωλήνα στην κρίση του σλανγκεπώνυμου πλήθους.

- Εγώ, πάντως την Έλενα Πούτση από το συσωλήνα την έμαθα... εκεί με το βίντεο που λέει η πίτσα της Πούτση και λέει κι ο δικός σου... πού θα πάει, θα γίνει το σαρδάμ... χαμός, δικέ μου... - Τι λες, ρε μαλάκα... από πού την έμαθες, λέει; Πώς το είπες; - Απ' το συσωλήνα, ρε... το Γιου Τουμπ... δεν το ξέρεις;
- Τι συσωλήνα και σωλήνα και πίπες μου λες, ρε μαλάκα... ακούς εκεί συσωλήνα... τζανταλίνα μανταλίνα και στον κώλο σ' μια σωλήνα... και στον κώλο συσωλήνα... δεν πας να κάνεις καμιά δουλειά, λέω 'γω...

Κάποιος τεχνίτης του φωτομάγαζου εύκολα θα μπορούσε να φτιάξει και τον λογότυπο του συσωλήνα. Λέμε τώρα. (από poniroskylo, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω διπλό κλικ το ποντίκι του υπολογιστή μου.

«... διπλοποντικιάζω και με λένε τα άχρηστα τα σΒΗΣΤΑ ότι δεν υπάρχουν πόροι για να ενεργοποιήσουν τη χρήση του συγκεκριμένου χάρντγουερ...» (Παραλήρημα κατά των σΒΗΣΤΑ από βλόγιο)

(από Vrastaman, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμπακτος ψηφιακός δίσκος..

Ο εφευρέτης δεν πρόλαβε να κατοχυρώσει την πατέντα του δισκιλίου, όντας ο ίδιος τσιρλίντερ, έτσι αυτή πέρασε σε άλλα χέρια.

Έκτοτε γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία σαν μέσο καταγραφής και αναπαραγωγής ντοκουμέντων εικόνας, ήχου, δεδομένων και ό,τι άλλων σκατών μπορεί να περιέχει.

Σαν ελάχιστο «φόρο τιμής» σε αυτόν που το ανακάλυψε, ίσως και γιατί μοιάζει με μικρό δίσκο ή απλά για να τον ειρωνευτούν - που δεν πρόλαβε να χεστεί και στο τάληρο - το ονομάζουν δισκίλιο (εκτός από cd, dvd κ.τ.λ.).

-Βάλε λίγο αυτό το δισκίλιο να δούμε τι έχει...
-Χέσε μας μωρέ τώρα..

Σχετικό: δωδ, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χειρογλύκανο με αφορμή Αρχιμύδεια.

Ηχητικά αδελφό, το Παλαμήδι (κάστρο του Ναυπλίου).

«Όλα τα κάστρα κι’ αν χαθούν και όλα κι’ αν ρημάξουν
Το Παλαμήδι το όμορφο θεός να το φυλάει.»

Το ορίτζιναλ. Ήταν και σκηνικό για το "Παλαμάρι του Βαρκάρη". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ολοκληρωμένη δουλειά: ρίχνεις δεκάστερο και αποτίεις και σπέκια.

Σλανγκασίστ: GATZMAN.

- Καβουροσλανγκόσαυρος.
- Αστρασπέκια για ορισμό και μήδι Χαλικούτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified