Πρόκειται για ελληνική απόδοση του όρου sexting, της μόδας που θέλει την νεολέρα να ανταλλάσσει γυμνές φωτογραφίες τους μέσω των κινητών τους. Εκ των γυμνό και μήνυμα.

Η υπέροχη αυτή πρακτική έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας, καθώς σύμφωνα με έρευνα του Teenage Research Unlimited, το 22% των έφηβων κοριτσιών και 18% των αγοριών έχουν ανταλλάξει γυμνύματα.

Ένα εγγενές ρίσκο που ενέχει ο γυμνυματισμός είναι ότι, μετά τον χωρισμό, ορισμένοι τσόγλανοι διοχετευτούν εκδικητικά τα γυμνύματα των πρώην στο ευρύ κοινό είτε μέσω κινητού είτε μέσω συσιφονίου. Η πρακτική αυτή αποκαλείται αποστολή μπαγαποντογυμνυμάτων.

Λίλιαν: Ακόμα δεν το πιστεύω, ο Πέρι με τον γερομπινέ Μπρίλιο από την μαρτυρική μεγαλόνησο... Λάουρα: Νομίζω ήρθε η ώρα να διαρρεύσουν τα γυμνύματά του! Λίλιαν: Μ.Α.Ο.– Μ.Α.Ο.!

Δες και μούνυμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μύδι και το μήδι.

Μύδι αποκαλείται σλανγκιστί το διεστραμμένο δίδυμο του μηδιού και Θρασυμήδης αποκαλείται όποιος έχει το θράσος να αναρτά τέτοια εξεζητημένα και οιoνεί πορνογραφικά πολυμέσα στην ταλαίπωρη slang.gr, η οποία εσχάτως μορφοποιείται αναγραμματικά σε glans.gr.

Γλωσσολογικά, το μύδι –όπως και το ομώνυμο αφροδισιακό μαλάκιο που φέρει φτυστή ομοιότητα με το αιδοίο– ετυμολογείται εκ του μυίδιον, υποκοριστικού του μυός. Συνεπάγεται ότι το μύδι ανεβάζεται με τον ίδιο (μ)ηδυπαθή τρόπο που ο Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα. Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα μας.

Ο εκφυλισμός λοιπόν του μήδι σε μύδι έχει προκαλέσει τα χρηστά ήθη, και πολλοί κατηγορούν τους υπεύθυνους λημματοδότες για μηδισμό. Ο σκοπός όμως αγιάζει το μήδος, και όσοι διαμαρτύρονται μπορούν να πάνε να γαμηθούν φίδιν μύδιν chez les grecs.

Να σημειωθεί τέλος ότι στην υποσλανγκική, όσα μύδια δεν ανοίγουν, ή έχουν σβήσει, μαραθεί ή κυβερνοστροβιλιστεί, αποκαλούνται μπαγιάτικα μύδια.

Για μήδι βλ. εδώ.

- poniroskylo (30/11/08): Παίδες, κάντε κλικ στο μύδι του βράστα ... - xalikoutis (30/11/08): μηηηηη, μην τα ακούτε ανάποδα αυτά!

(Σχόλια από το λήμμα βλακ μέταλ)

Ποντικάκια δαμαρτύρονται εύλογα για τα uploads του Richard Gere (από Vrastaman, 15/01/09)Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως μύδι  (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος φατσοβιβλικού ανορθογραφισμού εφήβων νέας κοπής. Βασικός κανόνας: κόβονται όσο περισσότερα φωνήεντα γίνεται, με αποτέλεσμα η γραφή να φέρνει προς Φοινικικό αλφάβητο. Ενίοτε συνδυάζεται και με στοιχεία γκρηκλισμού.

Αφιερώνεται στην τρεντογλωσσού mariahomorfi, όπου κι αν βρίσκεται.

σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!

(Τυπικό παράδειγμα από το φουβού)

(από Khan, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την λέξη ιστοσελίδα κατά όσους:

α) Μπερδεύουν τον ιστό του διαδικτύου με το πανί ενός καραβιού,
β) Είναι αγράμματοι,
γ) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
δ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.

«Μην στεναχωριέσαι! ιστΙοσελίδα την έχουνε πει και κάποιοι υποτίθεται πιό μορφωμένοι από σένα! (...) πολλοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κλπ Ανοιξε ΙΣΤΙΑ και πρόσεξε μόνο μην είσαι εντός ΙΣΤΟΥ αράχνης και μπλέξεις! ! :Ρ» (από Blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Παλαμήδι είναι φρούριο στο Ναύπλιο το οποίο κατασκευάστηκε το 1687 από τους Βένετους, ύστερα από την κατάληψη του λόφου (216 μ.) στον οποίο βρίσκεται, μετά από σφοδρή μάχη με τους Τούρκους κατά τον Βενετοτουρκικό Πόλεμο. Η ανάβαση στο Παλαμήδι γίνεται είτε μέσω αμαξιτής οδού είτε μέσω μιας σκάλας με 999 σκαλοπάτια.

Εδώ ως παλαμήδι, δεν αναφέρουμε το συγκεκριμένο κάστρο αλλά το παλαβό μήδι (με απαλοιφή του «βο» κατά τη συνένωση των λέξεων παλαβό και μήδι), το τρελό μήδι, το ιδιαιτέρας επιλογής μήδι που προσδιορίζει την έμπνευση του Αρχιμήδη που το επέλεξε και αντανακλά το χιούμορ του. Μπορεί να είναι φωτογραφία, ήχος, ή video.

Μπορεί ένα παλαμήδι να σχετίζεται:

1) άμεσα με την ονομασία του λήμματος αλλά να μην έχει καμιά σχέση με τη slang σημασία του λήμματος (βλ. παράδειγμα 1) 2) άμεσα με την ονομασία και τη σημασία του λήμματος, αλλά να είναι δοσμένο με υπερβολή ώστε να βγάζει γέλιο. (βλ.παράδειγμα 2), κλπ.

Το σίγουρο είναι πως ένα τέτοιο μήδι δεν περνά ποτέ απαρατήρητο. Πολλές φορές αποτελεί το βιάγκρα προβολής ενός λήμματος, αφού αποτελεί κίνητρο κατά την ανάγνωση ενός λήμματος. Συμβάλλει έτσι στον έξοχο τρόπο προβολής του λήματος.

Το μήδι αυτό δεν μπαγιατεύει ποτέ και διατηρεί μόνιμα τη φρεσκάδα του.

Το παλαβό μήδι συμβάλλει στην ανάδειξη στοιχείων της προσωπικότητας του Αρχιμήδη εμπνευστή του και έτσι βοηθά στην επαύξηση της επικοινωνίας του με τους άλλους χρήστες.

Το παλαβό μήδι προκαλεί την έκπληξη και την εντύπωση και πολύ συχνά τη λολ και την καραλόλ κατάσταση.

Όπως το κλασσικό Παλαμήδι έτσι και το slang, βρίσκονται σε περίοπτη θέση, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση των περαστικών.

  1. Πω ρε, τι παλαμήδι έβαλε ο yahbiten! εδώ;

  2. Ε ρε, τι παλαμήδια ανέβασαν ο Χαλικιού κι ο Βράστα... εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεκοντρόλ (της τηλεόρασης συνήθως), όπως το αποκαλούν τα μπαρμπόιλ ή οι βλάχοι.

- Βάλε την ΕΡΤ2, που πήγε το κουμπιούτερ!
- ΝΕΤ λέγεται τα τελευταία 15 χρόνια, και είναι τηλεκοντρόλ! Μη μιλάς σαν παππούς. (προσέξτε, προφέρεται κΟΥμπιούτερ και όχι κομπιούτερ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει το μακρύ ξύλο (συνήθως σκουπόξυλο) το οποίο αντικαθιστά το remote control τηλεοράσεως ή διβιδί σε περίπτωση απουσίας αυτού (λόγω παλαιότητας της τεχνολογίας), εξάντλησης των μπαταριών αυτού ή καταστροφής του.

Ο χρήστης μπορεί με το τελεκοντάρ από την επιθυμητή θέση και απόσταση του καναπέ να αλλάξει κανάλι ή γενικά να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνατότητες που τα κομβία των ηλεκτρονικών συσκευών παρέχουν.

Ρε Μάκη... Αρχινάει το Lost. Δεν πιάνεις το τελεκοντάρ να βάλουμε ΑΝΤ1;

(από jorje26, 08/02/08)

Βλ. και τηλεκουμάντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλεκτρική οικιακή συσκευή που φτιάχνει κρύο στιγμιαίο καφέ, τον γνωστό φραπέ.

Φραπέ = γαλλικό δάνειο από την μετοχή παρακειμένου frappe' του ρήματος frapper, χαρακτηριστική ονομασία που έχει δώσει γάλλικη εταιρία στην κρύα μορφή του πασίγνωστου στιγμιαίου καφέ που παράγει και εξάγει σε όλο τον κόσμο.

Φραπεδάιζερ < φραπέ, εξελληνισμένος φραπές/φραπεδιά/φραπόγαλο (με μεγάλη περιεκτικότητα σε γάλα)

Παλιότερη γενικευμένη λέξη αναφερόμενη σε μηχάνημα γενικής χρήσης για ανάδευση και άλλων πόσιμων ή βρώσιμων ουσιών: μίξερ (δάνειο από το αγγλικό mixer)

- Ρε κοπέλα μου, περιμένω τόση ώρα το φραπέ. Πότε λες να το φέρεις;
- Σόρρυ, ρε μωρό μου, χάλασε το φραπεδάιζερ και τον έφτιαξα στο χέρι.

Κι αυτό φραπεδάιζερ είναι... (από Khan, 25/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος τρόπος για να πεις ότι «είμαι τζαμπατζής και προτιμώ να κλέβω ίντερνετ από το γείτονα παρά να δίνω 17 ευρώ το μήνα». Και ίσως, για όποιον θίχτηκε, «που να τρέχω να κάνω συνδέσεις μωρέ, καλό είναι και το γειτόνεξ». Η σύνδεση γειτόνεξ είναι η τεχνολογική εξέλιξη της τράκας, του τζαμπέισον και του δαιμόνιου οικονομικού μυαλού.

Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας γείτονας που επιλέγει το ασύρματο ρούτερ γιατί είναι πιο μούρικο και γιατί υπάρχει προοπτική αγοράς μιας συσκευής που μπαίνει ασύρματα στο ιντερνέτ. Από εκεί και πέρα μπορείτε να συνδεθείτε είτε αυτόματα χωρίς να κάνετε τίποτα, είτε με τον κωδικό «1234567890123», είτε με την ημερομηνία γέννησης του γείτονα αν τα πράγματα δυσκολέψουν και έχετε δίπλα άτομο στο οποίο θέλετε να περάσετε την εικόνα του χακερά.

Από τις λέξεις «γείτονας» συν «κόννεξ» μείον τον οτεγιάννη συν τα ψαχτήρια του 11888 (η παρένθεση για την πράξη ανοίγει ακριβώς μετά το μείον και κλείνει ακριβώς μετά το τρίτο 8άρι για να βγουν καλά τα πρόσημα).

- Τί σύνδεση έχεις ρε φιλαράκι και αργεί τόσο το εργαλείο ναούμ';
- Γειτόνεξ ρε τζάμπα αλλά αργό, δεν τα έχουμε κι όλα δικά μας, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ!
- Τί σαπούνια και κοντίσιονερ ρε;
- Δεν το κατάλαβες; Αφού δεν έλεγε αυτοαναφορικά ρε γαμώτο...
- Σε βάρεσε η ακτινοβολία κατακέφαλα μου φαίνεται.

(από nick, 20/05/09)(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γείτονετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified