Selected tags

Η ετικέτα θα αντικατασταθεί από ετικέτες όπως ίντερνετ, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τεχνολογία, μηχανές, κλπ.

Further tags

Χαριτωμενίστικη εκδοχή του κινητού τηλεφώνου. Ενώ θα περίμενες ότι πρόκειται για μπαμπαδισμό, ένα απλό γουγλάρισμα πείθει περί του αντιθέτου.

Βλ. και κουνιστό.

- Αρχισε η αντιστροφη μετρηση αγαπητοι συμφορουμιτες κ συμφορουμιτισες! Το Πολεμικο Ναυτικο θα με υποδεχθει! :D Ελπιζω να μπορω να μπαινω, εστω και με το κουνητο για λιγο. Θα μου λειψετε αγαπητα μου ρεμαλια..
(εδώ)

- Επίσης βρήκα και μερικά βιντεάκια εμού και του Karvouniaris σε υπέρτατες στιγμές καφρίλας... Θα τα μετατρέψω σε .avi ή .wmv και θα τα ανεβάσω κάποια στιγμή... είναι τραβηγμένα με το κουνητό οπότε η ποιότητα όπως και να έχει gtp θα είναι!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης μια άλλη έννοια του safe mode (κατάστασης ασφαλείας) είναι όταν κάποιος είναι online άλλα «κρύβεται», πχ είναι στο facebook, msn, αλλά σε κατάσταση offline γιατί δεν έχει όρεξη να τον μιλάνε...

- Ρε παπάρι, αφού ξέρω ότι είσαι σε safe mode, απάντα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο forum του hiphop.gr, «χλατσώνω» (ουσ.: χλάτσωμα) σημαίνει κάνω ban ή exterminate σε κάποιον χρήστη [ενν. κάποιος moderator κάνει].

- Τον χλάτσωσε ο Τραινατζής.
- Γιατί;
- Έβαζε τσόντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που βρήκα γραμμένη πάνω στο πίνακα αμφιθεάτρου...

Δηλώνει την ξεγνοιασιά που αισθάνεται ο νέος, αφού με την χρήση της εν λόγω ιστοσελίδας ως κεντρικής σελίδας στον υπολογιστή του, δεν υπάρχει πια για εκείνον η ανάγκη σεξουαλικής επαφής και κατ'επέκταση ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού HIV.

- Ρε συ, έχεις να μου δανείσεις κανένα προφυλακτικό γιατί μόλις μου τέλειωσαν;
- Μπα...
- Μα καλά, γίνεται να μην έχεις;
- Δεν φοβάμαι πια το AIDS, το youporn έχω homepage...

Το ξέρω, επαναλαμβάνομαι. (από Khan, 12/02/11)(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού custom, όταν αυτό σημαίνει κατά παραγγελία, μη καθιερωμένο.

Χρησιμοποιείται από αϊτήδες (IT), προχώ χρήστες τεχνολογίας και άλλους γκατζετάκηδες για να μεταφέρει στα Ελληνικά κάτι (βύσμα, κώδικας, πισί κτλ.) που δεν είναι κοινότυπο και έχει / πρέπει να δημιουργηθεί εξ αρχής.

Φυσικά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και εκτός τεχνολογίας όπως λ.χ. σε αμάξια, μηχανές κλπ.

  1. - Μου χάλασε το καλώδιο εικόνας του ξμπόξ και έχω μείνει τρεις μέρες χώρις προ
    - Γιατί δεν παίρνεις ένα από το πισί σου;
    - Δεν παίζει, είναι καστομιά της Microsoft

  2. Βλέπω μια «χλωμάδα» !!! Ο Core κώδικας του Joomla είναι γραμμένος ώστε να ελέγχει συγκεκριμένα tables, rows κτλ κτλ κτλ πάντα με τη μορφή μεταβλητών φυσικά. Άρα, αυτό που ζητάς μοιάζει σαν να θέλεις ενα νέο Joomla (!!!) η αν δεν θέλεις αυτό ακριβώς, τότε θέλεις μια πολύ βαριά «καστομιά». (απο εδώ)

Σύγκρινε με: πατέντα. Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαχειριστής ενός δικτύου (από το ρούτερ + άρχων, κατά το πτέραρχος)· υποκατηγορία του μπόφη, όπως είναι και ο ντάτα μπέης.

Συνήθως φωτοφοβικός τύπος που χρησιμοποιεί σωρηδόν όρους όπως βιλάν, 801, γουίφι (αυτό τυπικά με αηδία), και συναντάται σε περιβάλλοντα με πολλά καλώδια.

– Να φωνάξουμε κανέναν από τα δίκτυα να μας δώσει IP;
– Δεν θα φτιάξουμε καλώδιο για να φωνάξουμε όποιον να 'ναι. Για IP πάμε απευθείας στον ρουτέραρχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζωτικός υπάλληλος του τμήματος μηχανογράφησης σε έναν οργανισμό. Προέρχεται από ελληνικοποίηση του όρου BOFH, που σημαίνει Bastard Operator from Hell. Τυπικά υπάγεται σε τουλάχιστον μία υποκατηγορία, όπως ρουτέραρχος ή ντάτα μπέης. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να χαρακτηριστεί κάποιος ως μπόφης είναι να έχει κακούς τρόπους ή ατημέλητο ντύσιμο, που είναι ένδειξη πως είναι απαραίτητος στον οργανισμό ώστε να του επιτρέπονται αυτά. Τυπικά προκαλεί δέος σε όποιον έχει την ανάγκη του.

–Ακόμα δεν μου έχει ανοίξει email και δεν απαντάει στο εσωτερικό. Να πάω ο ίδιος να του το θυμίσω;
–Θα πας ο ίδιος στον μπόφη; Χάρηκα που σε γνώρισα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ελληνιστικού «καρά» και του αγγλικανικού «like».

Nεόκοπος ιντερνετικός όρος που προήλθε από το φατσοβιβλίο.

Συμπληρώνει το like σε ένα post του f/b όταν του σχολιαστή δεν του φτάνει ένα απλό like, καραγουστάρει αλλά και έμμεσα θέλει να δείξει και την καταγωγή του.

Πέρασε και στον μιλητό λόγο σε νέους και νέες κάθε ηλικίας και μαλακίας, ως καραλάικ.

  1. - Wow! Καραlike φίλος! Και γαμώ τα βίντεα ανέβασες! Ι χα!

  2. - Tι λέει το βρώμικο; Καλό;
    - Καραlike σε λέω!

(από Khan, 24/12/13)(από Khan, 28/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία κατά την οποία οποιοδήποτε έμβιο ον μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με κουνέλι. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η σταδιακή λεύκανση και το μαλάκωμα των τριχών, η μεγέθυνση των δύο άνω μπροστινών δοντιών (κοπτήρες) και η έντονη διάθεση για πήδημα. Κουνελοποίηση παρατηρείται μετά από έντονο στρες, αλκοολικό σοκ και υπερβολική κόπωση των ματιών μπροστά σε οθόνες υπολογιστών.

- Ο Βαγγέλης χθες μου έκλεψε τα καρότα και προσπάθησε να πηδήξει από πάνω μου. - Κουνελοποίηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified