Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.

- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.

(από Khan, 16/10/14)

Βλέπε και σαβούρα, κάμπια, πατσόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος, ο παππούς.

-Τι θέλει και οδηγεί το παππουδέλι, αφού δεν βλέπει μπροστά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία.

Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.

Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γράφεται και «πλακαπλάκα» (μία λέξη) και προφέρεται πάντα ως μία λέξη. Σημαίνει το αντίθετο, δηλαδή χωρίς πλάκα, σοβαρά.

Πλάκα-πλάκα, τι θα κάνεις αν τελικά έχει όντως καρκίνο, τώρα που τον κορόιδεψες όταν στο είπε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ

Προκύπτει απ' το αγγλικό «respect», που σημαίνει σεβασμός, σέβας. Η ευρεία χρήση του έχει ξεκινήσει από τους ραπάδες, μαύρους και κυρίως wiggaz ("μαυροπρεπείς" λευκούς), που νομίζουν ότι κάθε τι που δεν «sucks», αξίζει το «respect» μας.

- ΟΚ, δε θα σου σπάσω το κεφάλι σήμερα.
- Ρισπέκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπασαρχίδικο. Από το ομώνυμο φάρμακο κατασταλτικό του νευρικού συστήματος (γνωστό και ωα ακινετόν).

- Αρντάν ρε μαλάκα, κόφ' το!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα που φαίνεται χάλια παρουσιαστικά (βασισμένο στο ότι μόλις τη βλέπεις κλείνεις τα παντζούρια - για να μη τη βλέπεις ντε!).

- Καλό γκομενάκι.
- Παντζούρω ρε σαβουρογάμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».

- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...

(από BuBis, 31/05/09)

Και σαβουρομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified