Όταν συμπληρώνετα από την φράση «στ' αρχίδια μου σαμπάνιες» δημιουργεί την ίδια εντύπωση αδιαφορίας με μεγαλύτερη όμως «ποιητική» δράση (θυμίζοντας τις αθάνατες ελληνικές βραδιές στα σκυλάδικα)!

-Ρε μαν, πάρε τη Ράνια τηλέφωνο μην σε χέσει!
-Στον πούτσο μου λουλούδια, στ' αρχίδια μου σαμπάνιες.

(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Στέκομαι ιδιαίτερα ή και ανέλπιστα τυχερός, είμαι κωλόφαρδος. Παράγωγα: ξέκωλος (να μήν συγχέεται με το ξέκωλο), ξεκωλωμένος, ξεκωλωμάρα. Συνώνυμα: μου ανοίγει, μου γίνεται νάαα (ενν. ο κώλος).

  2. Κάνω κάτι εντατικά και επίπονα. Συνώνυμα: τα φτύνω, ξεσκίζομαι, γαμιέμαι, με πάει πίπα-κώλο, μου βγαίνει το λάδι/ο πάτος.

  1. Σε μία μέρα κερδίζει ενα χιλιάρικο στο στοίχημα, βρίσκει και δουλειά, και του κάθεται και η Μάρω... Ε ξεκωλώθηκε ρε ο πούστης...! Τα γαμάν αυτά τα παιδιά...

  2. Να ξεκωλώνομαι μωρη σκρόφα απ' το πρωί ώς το βράδυ να σου πληρώνω τα κομμωτήρια και τις γούνες, και να μαθαίνω οτι μου τα φοράς εδώ κι' ένα χρόνο με τον Μάκη τον υδραυλικό...;

Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως το ψέμα, η βλακεία. Συνδέεται συνήθως με το ψέμα που λέγεται στις σχέσεις (βλ. σώτο).

- Έστειλα στον Νίκο μήνυμα και μου είπε ότι επειδή κοιμόταν δε μου απάντησε. Περιμένει να πιστέψω αυτή τη παπαρούπα; Μάλλον με γκόμενα ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι τόσο χαζός που το βλάκας δεν είναι αρκετό για να τον καλύψει ως άτομο!

- Πω πω! Τι βλάκας που είναι ο Μήτσος!
- Αυτός δεν είναι βλάκας, είναι δεκαπεντόβλακας!!!!

[Και τα μυαλά στο μπλέντερ]!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι.

- Ε τον ρούκουνα τον Περικλή, το γονάτισε... Γύρνα το ρεεεεεεεεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεθεώνω, εξουθενώνω, εξαντλώ κάποιον, κυρίως στο σεξ, με ευχάριστο (;), αναπάντεχο, αλλά πάντα κουραστικό τρόπο (παράδειγμα 1).

Προέρχεται από το όνομα «Κατίνα», λαϊκό χαϊδευτικό του «Κατερίνα», όνομα που κατέληξε να περιγράφει γυναίκες που έχουν όπλο τους το κουτσομπολιό και διαβατήριο για την προώθησή τους στην κοινωνία το εντυπωσιακό γαμήσι.

Ο όρος έχει και γενικότερη χρήση, με την έννοια της κακομεταχείρισης (παράδειγμα 2)

  1. - Πώς ήταν χθες; - Άσε, με ξεκατίνιασε, είμαι κομμάτια...
    - Είναι που δεν ήθελες, μαλάκα.

  2. Χθες τσακώθηκα με τον γέρο μου γιατί μου ξεκατίνιασε πάλι το αυτοκίνητο προσπαθώντας να το βγάλει από το γκαράζ.

βλ. και ξεκατινιάζομαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν ερωτικός.

α. Πολύ τον σεξουλιάρη μας παριστάνει ο Μάκης...
β. Σεξουλιάρα γκόμενα, αλλά δεν την πήδαγα με τίποτα.
γ. Αγόρασα ένα φόρεμα πολύ σεξουλιάρικο. Να δούμε πού θα το φορέσω...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δήθεν ερεθιστικός. Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ

  1. Κοίτα το τέρας που κάνει και τον καυλιάρη...
  2. Πολύ καυλιάρα γκόμενα η Ανίτα!
  3. Πήρα ένα αυτοκίνητο πολύ καυλιάρικο (ακολουθεί ατελείωτη και βαρετή περιγραφή του αυτοκινήτου).

(από Khan, 03/10/12)

Βλ. και καβλιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβγαδίζω πολύ έντονα.

- Χθες οι από κάτω σφαζόντουσαν όλη νύχτα και δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.

(από electron, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη τούρκικη, σημαίνει τη γυναίκα με επιτηδευμένη εμφάνιση, που κάνει αισθητή την ελευθερία των ηθών της.

Έρχεται στο μάθημα, με τις τακούνες, βάψιμο σαν τσίρκο και κραγιόν που κάνει μπαμ, πρόκειται για κλασική καλτάκα της σχολής.

Got a better definition? Add it!

Published