Ομαδική καρπαζιά. Συνηθιζόταν να το τρώει κάποιος στο σχολείο όταν ερχόταν φρεσκοκουρεμένος, ή όταν έλεγε / έκανε μεγάλη μαλακία.
-Φατούρο στον Τάκη!
-Μα τι είπα ρε παιδιά...;
-Δεν είπες, θα πεις! Καρπαζοεισπράκτορα!
ΦΛΑΠ! ΚΑΠΑΟΥ! ΠΟΟΥ! ΦΛΑΠ!
Ομαδική καρπαζιά. Συνηθιζόταν να το τρώει κάποιος στο σχολείο όταν ερχόταν φρεσκοκουρεμένος, ή όταν έλεγε / έκανε μεγάλη μαλακία.
-Φατούρο στον Τάκη!
-Μα τι είπα ρε παιδιά...;
-Δεν είπες, θα πεις! Καρπαζοεισπράκτορα!
ΦΛΑΠ! ΚΑΠΑΟΥ! ΠΟΟΥ! ΦΛΑΠ!
Βλέπε και σύννεφο.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρίζεται έτσι ο αλμπίνος. Προκύπτει απ' την ομοιότητά του με αρνητικό φωτογραφίας μη-αλμπίνου.
-Δε θέλω να πάω, άσε με... -Μα ρε Τάκη, μην είσαι αρνητικός! -Είπαμε κομμένες οι μαλακίες με το χρώμα μου! -ΜΠΑΧΑΧΑΧΑ!!!11111oneoneelevenoneone
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ χοντρός. Συγκεκριμένα το είδος του λιπαρού, πλαδαρού χοντρού.
(Καφρίλιον - Τραγούδια της Γειτονιάς - Ο γαμιάς - 1995)
Το ξανθό μουνί
του χασάπη το παιδί
του παλιο-χοντρολίπαρου του κυρ Θεμστοκλή
...
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, σούμο, τόφαλος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ο ταλαίπωρος, ο άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει, που το φυσάει και δε λέει να κρυώσει. Πάντα ολοκληρώνει κάτι ακριβώς κατά την εκπνοή της προθεσμίας και πάντα έχει κάτι ακόμα να κάνει.
Ο χαρακτηρισμός προφανώς προκύπτει απ' τον δημοφιλή ηθοποιό Θανάση Βασιλείου Βέγγο, ο οποίος στις περισσότερες ταινίες του πρέπει να θρέψει 17 στόματα, να παντρέψει 12 αδερφές, να κατεβάσει τη γάτα της γειτόνισσας απ' το δέντρο, να τρέξει λίγο γύρω από μια κολόνα προσπαθώντας να βρει το δρόμο του, να ανέβει σε ένα τρακτέρ ανάποδα και να ψάχνει το τιμόνι, να τον κυνηγήσει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού του για το νοίκι και να βγει στο δρόμο με σακάκι, λουστρίνι κι από κάτω ριγέ σωβρακοφανέλα χωρίς καλό λόγο.
- Πετάξου μετά τη δουλειά να δεις αν είναι έτοιμα τα ρούχα στο καθαριστήριο. Και πάρε ντομάτες και ψωμί απ' το σούπερ μάρκετ. Και πήγαινε και δίπλα στη ΔΕΗ να πληρώσεις το λογαριασμό. Κι όπως έρχεσαι φέρε και τα παιδιά απ' το σχολείο.
- Αμάν ρε Σούλα, Βέγγος έχω γίνει! Πού να τα προλάβω όλα αυτά; Εσύ τι θα κάνεις δηλαδή;
- ΓΚΡΙΝΙΑ Τι θες να πεις;! Ότι δεν κάνω τίποτα; Ποιος καθαρίζει εδώ μέσα; Ποιος μαγειρεύει; Ποιος... ΓΚΡΙΝΙΑ
- Καλά καλά... πάω. Κι ευχαριστώ ε...
Got a better definition? Add it!
Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας δημοσίως.
Σιγά ρε παιδί μου, μην κουνιέσαι τόσο, θα χυθεί ο αφρός του φραπέ.
Got a better definition? Add it!
Εφαψίας.
- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.
Got a better definition? Add it!
Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας στον δρόμο.
Η τύπισσα κουνιόταν σα να είχε καταπιεί τον Εγκέλαδο. Όλοι την σχολίαζαν, αλλά αυτή καμάρωνε.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία από το άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνώνυμο με την έκφραση στ' αρχίδια μου, αλλά περισσότερο εύηχο. Εναλλακτική χρήση: «στον πούτσο μου γαρδένιες».
- Καλά ρε φίλε, φεύγεις για Γροιλανδία έτσι, χωρίς δουλειά, χωρίς να ξέρεις πού θα μείνεις;
- Φίλε εγώ θα πάω και στον πούτσο μου λουλούδια.
Got a better definition? Add it!
-Άσε ρε Μπάμπη τα μπλα μπλα και την παπάτζα. Τυφλά πουτσιλίκι πουλάς, σοβαρέψου.
Got a better definition? Add it!
Χτύπημα, κυρίως στο κεφάλι / πρόσωπο, συνήθως με τη βοήθεια αντικειμένου που παραπέμπει στη ματσόλα (είδος ξύλινου σφυριού).
Το χτύπημα δε διακρίνεται από καμία τεχνική, αντιθέτως μάλιστα, χαρακτηρίζεται από αγαρμποσύνη. Το ταβερνόξυλο είναι είδος ξύλου κατά το οποίο πέφτουν πολλές ματσολιές.
Ρίχνω μια καρατιά σε μια καρέκλα που είχε εκεί δίπλα και την κάνω κομμάτια. Βουτάω το ένα πόδι και τον αρχίζω σε κάτι ματσολιές, μέχρι που το πόδι έγινε σαν αγγλικό ερωτηματικό απ' το κεφάλι του...
Got a better definition? Add it!