Όρος πασπαρτού, οτιδήποτε έχει να κάνει με το εκλεκτότερο είδος ποιοτικής ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών.

Κλασσικότατο και κακώς έλειπε!

  1. Εντάξει καλός ο Κότσιρας, βάλε τώρα κάνα σκύλο να στανιάρουμε!

  2. - Πώπω δες το το παιδί στο τραπέζι πως το σείει!
    - Προσοχή, ο σκύλος δαγκάνει!

  3. - Ρε συ, πήγαμε στις Φακές* τις προάλλες και ο Βασίλης έκανε την τραγουδιάρα να βήχει γαρύφαλλα!
    - Ε καλά, αφού είναι φοβερός σκύλος!

* Club «Faces»

  1. Λίγο σκύλος το μαγαζί, αλλά δεν ήταν και πωσελενετζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής χαρακτηρισμός προσώπων, εμπνευσμένος από τον ομώνυμο δικαστή (δημιουργία των John Wagner και Carlos Ezquerra, δημοσιευόμενο επί σειρά ετών στο πάλαι ποτέ «Αγόρι». Οι φήμες λένε ότι υπάρχει και ταινία με τον Σταλόνε, αλλά δεν το πιστεύω).

Ο Ντρεντ γενικώς αποδίδει δικαιοσύνη στο δρόμο, κοινώς δικάζει. Είναι ο τσαμπουκαλής, ο ευφυής και ετοιμόλογος, ο απρόσκλητος σχολιαστής και ένα σωρό άλλα.

Ειδική κατηγορία στην αντισφαίριση: Αυτός που καθαρίζει άσσους αφήνοντας τον αντίπαλο παγωτό!

Παρερχόμενος ταξιτζής σε προπέτη και ζοχαδιασμένο αποβιβαζόμενο:
- Άμα σου πάρω την πόρτα, θα σε αρέσει;
- Άμα σου σπάσω τα μούτρα, θα σε αρέσει;
Συνεποχούμενος: Ώπα, σιγά ρε ντρεντ!

Προσηνής συνταξιούχος σε νεαρό δικυκλιστή:
- Με συγχωρείτε νεαρέ μου, αλλά δεν επιτρέπεται η είσοδος μετά της μηχανής.
- Και συ ποιος είσαι ρε, ο Ντρεντ;

Θεατές αγώνος αντισφαίρισης:
- Ρε συ τι μπουμ σερβίς έχει η γκόμενα!
- Ντρεντ! Την δίκασε εντελώς την άλληνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των υστέρων (λίγο έως πολύ) χαρακτηρισμός λέξης, ή και σύντομης φράσης, που απεύθυνε σε συνομιλητή ή συνδαιτυμόνα του κάποιος, με σκοπό να του «την πει».

— Του είπε να πάει να γαμηθεί, έτσι «ξερά», η Μάριον του τυπά και την έκανε...
— Μπράβο είπωμα το Μαρίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα φλόκια.

  2. Τα σάλια που σου κρέμονται αφού ξέρασες μετά από απίστευτη κραιπάλη (συνήθως όταν έχεις πιεί ένα τελωνείο) και μοιάζουν λες και έχεις καταπιεί ένα παπούτσι του τένις.

  1. -Και που λες την έχυσα στη μούρη...
    -Έλα ρε! Και τα κορδόνια;
    -Τα κατάπιε όλα...

  2. (συνέχεια από το προηγούμενο)
    -Σωστός...
    -Ναι το άλλο όμως δεν σου είπα...
    -Τι;
    -Αηδίασε, πρώτη φορά το έκανε...
    -Και;
    -Ε, ξέρασε πάνω μου... φαντάσου κολώδη σκοινιά κορδόνια από το στόμα της πάνω μου...
    -Πωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται αναλογικά προς το «political correctness», αλλά καθώς αναφέρεται στην σλανγκ παρουσιάζει διαφορές. Περιλαμβάνει μια σειρά από άγραφους κανόνες που αφορούν αφενός στην αξιοπρεπή, εποικοδομητική και αψεγάδιαστη παρουσία μας στο slang.gr, και αφεδύο στην ίδια την πράξη του σλανγκίζειν. Θα εξηγηθώ σταδιακά.

Καταρχήν political correctness και slangical correctness έχουν κάποια κοινά. Λ.χ. ο σλανγκιστής πρέπει να κρατά ορισμένες ισορροπίες και δεν του επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει το σάιτ ως βήμα για να προπαγανδίσει τις ατομικές του πολιτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές ή και αθλητικές απόψεις. Υπάρχει βέβαια ένας κοινός τόπος, όπου οι σλανγκιστές μπορούν να συμφωνήσουν (τη εξαιρέσει ίσως ανορθογραφιστών τινών), λ.χ. ότι η ακροδεξιά είναι σκανδαλώδης κι η ακροαριστερά δογματική, αλλά από κει και πέρα ο σλανγκιστής πρέπει να προσέχει να ασκεί ισόρροπη κριτική. Ούτε μπορείς λ.χ. αν θέλεις να είσαι slangically correct να μπεις μέσα για να λημματογραφήσεις λ.χ. εναντίον των βάζελων, επειδή είσαι γαύρος.

Εκεί εξαντλείται και η όποια ομοιότητα με την political correctness. Γιατί η τελευταία προϋποθέτει μια αυξημένη ευαισθησία προς ευεξοβέλιστες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι ομοφυλόφιλοι, οι ξένοι, ή και οι γυναίκες. Αντιθέτως, είναι απολύτως slangically correct λ.χ. να καταγράψεις μερικές εκατοντάδες συνώνυμα του γκέι, ακόμη και τα πλέον υβριστικά, ή της πόρνης, ή να καταγράψεις λ.χ. εθνικά ονόματα, που ευνοούν τον εντοπισμό λ.χ. της πορνείας ή της δουλείας σε ένα έθνος. Πράγματα βέβαια που βρίσκονται στους αντίποδες της political correctness. Υπάρχει μάλιστα ένας σχετικός προβληματισμός. Αφενός η σλανγκ ως εναλλακτική γλώσσα έχει κάτι το βέβηλο και το ανατρεπτικό προς το status quo και είναι φορέας επαναστατικής δυναμικής με το γυμνό και μόνο γεγονός του σλανγκίζειν. Αφεδύο, όμως, με το να φέρει εντός της όρους που εκφράζουν τόσα απωθημένα και φοβίες εναντίον λ.χ. ομοφυλόφιλων, γυναικών, ξένων, τελικά ευνοεί κι ένα είδος ομοφοβίας, φαλλοκρατισμού και ξενοφοβίας, εντέλει συντηρητισμού. (Εξάλλου το χιούμορ γενικά ενέχει ένα στοιχείο συντηρητισμού, λ.χ. ο Αριστοφάνης ήταν ο πλέον συντηρητικός συγγραφέας της αρχαιότητας, και συνέβαλε έστω πολύ έμμεσα στην καταδίκη του Σωκράτους).

Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να διακρίνουμε τον διττό χαρακτήρα του σλανγκίζειν. Αφενός είναι επιστήμη. Είναι περιγραφική γλωσσολογία που απαιτεί κατά το δυνατόν αντικειμενική καταγραφή, ερμηνεία και ετυμολόγηση οποιουδήποτε όρου ακουστεί μες στην γλωσσική κοινότητα. Και ως τέτοια επιστήμη είναι υπεράνω της ηθικής, οπότε ορθώς η σλανγκική ορθότης ίσταται επέκεινα της πολιτικής τοιαύτης. Αφεδύο, όμως, η σλανγκ είναι και τέχνη ως λεξιπλαστικό όργιο αποκλινόντων συνειρμών, οι οποίοι παράγουν γλώσσα και όχι μόνο την καταγράφουν. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο σλανγκικώς ορθός σλανγκιστής οφείλει να αδιαφορεί για την πολιτική ορθότητα όταν ασκεί το σλανγκίζειν ως περιγραφική επιστήμη, αλλά ταυτοχρόνως όταν το ασκεί ως τέχνη να εμμένει στην διάστασή του που είναι η πλέον κοινωνικώς κριτική και εξάπτουσα την πολιτική εγρήγορση.

Για να το πω πιο απλά, νομίζω ότι ο σλανγκιστής μπορεί να διακρίνει: α) πότε καταχωρίζει ένα λήμμα, επειδή έχει ακούσει μια έκφραση να επαναλαμβάνεται από διαφορετικά πρόσωπα στο περιβάλλον του, και τότε είναι σλανγκικώς ορθόν να την καταχωρίσει, ακόμη κι αν προσβάλλει λ.χ. τους ομοφυλόφιλους ή τις γυναίκες, και β) πότε αφήνεται να παρασυρθεί σε μια λεξιπλαστική έμπνευση, ή καταγράφει μια τεχνητή από σλάνγκαρχο λέξη, και τότε οφείλει να είναι σε εγρήγορση για το αν η λέξη αυτή συνάδει με τον ανατρεπτικό και βέβηλο χαρακτήρα της σλανγκ.

Και για να πάω και σε μερικά απτά θέματα σλανγκικής ορθότητας. Slangically incorrect είναι αυτός που λ.χ.:
1. καταχωρίζει γνωστές από παλιά παροιμίες, που είναι καταγραμμένες στη λαογραφική μελέτη και έχουν παγιωθεί στη συνείδησή μας ως κοινό κτήμα.
2. καταχωρίζει εφήμερα λογοπαίγνια και ατάκες προσώπων εξουσίας ή σεσημασμένων λογίων. Περιθώριο να καταχωρισθεί κάτι τέτοιο υπάρχει μόνο εφόσον ένα τέτοιο λογοπαίγνιο έχει διαπεράσει σε κάποιο βάθος χρόνου την ομιλούσα κοινότητα. Και καλύτερα να έχει και κάποιον κριτικό/ ειρωνικό/ ανατρεπτικό χαρακτήρα ή αντιθέτως να είναι μαργαριτάρι που χρησιμοποιήθηκε μετά απ' την κοινότητα αντίθετα προς τις προθέσεις αυτού που το εκστόμισε.

Slangically correct είναι αυτός που λ.χ.:
1. θα βάλει στο Δημόσιο Πρόχειρο καλά λήμματα, και όχι τα σλανγκενεργά του απόβλητα, καθιστώντας το σκουπιδότοπο.
2. θα καλλιεργήσει ένα πνεύμα ευγενούς άμιλλας και αμοιβαίων φιλοφρονητικών ενθαρρύνσεων με τους συσλανγκιστές, αλλά όχι τόσο ώστε να δώσει βάση σε κατηγορίες για σπεκουλαδορία.
Κ.ο.κ. Οι λίστες δεν είναι εξαντλητικές.

Ο (υποθετικός) χρήστης Νεοκλής καταχωρίζει λήμμα: «Όποιος δεν ξέρει να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει». Σχόλιο: Όπα μεγάλε, είσαι slangically incorrect.
Δεύτερη προσπάθεια με λήμμα: «το τρένο της αλλαγής».
Σχόλιο: Παραμένεις slangically incorrect. Πάρ' το αλλιώς!
Τρίτη προσπάθεια με λήμμα: «γαμιολόπουστας». Ορισμός: Ο γαμόπουστας, η σκατίπουστα.
Σχόλιο: Α γεια σου! Τώρα είσαι slangically correct!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, όπιο. Μεταφορικά, απαντάται στην έκφραση κάνε μόκο –η σύνδεση των δύο νοημάτων φαίνεται πολύ παραστατικά στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» του Γιώργου Ιωάννου.

Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση έχει απαθανατιστεί στο τραγούδι «Υβρεοπομπή» του Φοίβου Δεληβοριά (βλ. παράρτημα). Εκεί ο εθνικός μαλάκας, αν και μελαγχολικός, εμφανίζεται να ανοίγει την υβρεοπομπή ως σημαιοφόρος όλων των βρισιών! Είναι πράγματι ο εθνικός μαλάκας η επιτομή της βρισιάς;

Σχέση εθνικού μαλάκα και απλού μαλάκα. Νομίζω για να γίνει ένας μαλάκας εθνικός μαλάκας χρειάζονται τρία πράγματα: α) ένταση, ποσότητα της μαλακίας, 2) αρχετυπικότητα, καθολικότητα, να αναγνωρίζουμε στον εθνικό μαλάκα όλοι τον εαυτό μας ως μαλάκα και γ) ειδική σχέση με σύμβολα του έθνους.

Αντιστοίχως, θα έλεγα ότι ο εθνικός μαλάκας είναι αφενός ο Υπερθετικός του μαλάκα, ο σε ποσότητα πολλά κιλά μαλάκας. Δηλ. θετικός: μαλάκας. Συγκριτικός: καλός μαλάκας. Υπερθετικός: εθνικός μαλάκας. Αφεδύο, είναι ο Άγνωστος Μαλάκας. Δηλαδή, όπως στον Άγνωστο Στρατιώτη του έθνους μπορούν να εκπροσωπηθούν όλα τα φανταράκια, έτσι στον εθνικό μαλάκα θα πρέπει να μπορεί να εκπροσωπηθεί η μαλακία όλων μας. Να μπορούμε βρε παιδί να του στήσουμε ένα μνημείο εθνικού μαλάκα, και να του καταθέτουμε στεφάνια.

Αφετρία, θα πρέπει να έχει μια ειδική σχέση με τους εθνικούς μας συμβολισμούς. Τον φαντάζομαι ως έναν λεβεντομαλάκα στο στυλ του Δημήτρη Παπαμιχαήλ - άντρα της εθνικής μας σταρ. Τον φαντάζομαι γενικά ως έναν μαλάκα που είναι Ελληνάρας, ίσως και ιντερνετομαλάκας e-λληνάρας. Στην ιδεώδη περίπτωση ένας ολυμπιονίκης μαλάκας

Όπως, όμως, λέει κι ο Έγελος, πρέπει να βρεθεί ένα «καθολικό συγκεκριμένο» για να εκφράσει αυτό το πνεύμα του λαού. Όπως δηλαδή η Αλίκη Βουγιουκλάκη ενσαρκώνει την ιδέα της εθνικής σταρ, κι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης την ιδέα του εθνικού γκαντέμη, πρέπει να βρεθεί κι ο εθνικός μαλάκας. Ύστερα από λίγη σκέψη, σκέφτομαι να προτείνω ως εθνικό μας μαλάκα τον Νομάρχη Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Ψωμιάδη, αφού πληρεί και τους τρεις όρους. Ως επιλαχόντα σκέφτηκα τον Τέως Βασιλέα μας Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ, ο οποίος ως μαλάκας De Grecia, ως ολυμπιονίκης μαλάκας και ως συνδεόμενος με την εποχή της εθνικής μας σταρ Αλίκης Βουγιουκλάκη, θα εκπληρούσε ιδανικά τον τρίτο όρο. Όμως προτιμώ τον Ψωμιάδη, γιατί εκπληρεί ιδανικά τον δεύτερο όρο, ήτοι να εκπροσωπεί την μαλακία (αλλά και το μασκαριλίκι, το καραγκιοζιλίκι, το έξω καρδιά, το καλό παιδί, την λεβεντιά κ.ο.κ.) όλου του έθνους μας, που τον ψηφίζει ξανά και ξανά και τον απογειώνει σε δημοφιλία (κάτι που δεν ισχύει για τον Γλύξμπουργκ). Δεν κατάφερα να βρω άλλο πρόσωπο που να πετυχαίνει έτσι την εκπλήρωση και της έντασης και της καθολικότητας και της εθνικής ευαισθησίας του εθνικού μαλάκα, όσο ο Ψωμιάδης, κι έτσι τον ανακηρύσσω εκθύμως ως εθνικό μαλάκα!

(Απ' το τραγούδι του Δεληβοριά, που παρατίθεται όλο παρακάτω):

Τέλος μπροστά μπροστά κι εν είδει παραστάτη
Αγκαλιά η πουτάνα και το γαμώ τα παιδιά
Και μελαγχολικός κρατώντας τίμιο λάβαρο
Ν΄ ανοίγει την πομπή ο εθνικός μαλάκας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ

Φοίβος Δεληβοριάς. «Η Υβρεοπομπή».

Ανήκω κι εγώ στη σωρεία των ανθρώπων
Που βλέπουν το στρατό σαν κάτι άχρηστο εντελώς
Μα ωστόσο διδάχτηκα και επηρεάστηκα
Απ΄ το τάγμα το ανέστιο των υβριστών. Λέω

Υπάρχει μία σκοτεινή κοιτίδα στο Έθνος
Που δύναται λεοντόκαρδα ν΄ αντιπαρατεθεί
Σους έξωθεν κίνδυνους
Σε Φράγκους κι Αγαρηνούς
Και αυτή είναι η Ελληνική υβρεοποιία.

Φαντάσου μια στιγμή μιαν ολονύχτια παρέλαση
Να σχίζει όλη την Εγνατία οδό
Και αντί για ονόματα
Διαιρέσεις σε σώματα
Να ΄ναι συντεταγμένη με αυτό τον τρόπο:

Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα

Ακόμα πιο μπροστά να είναι οι μαλακοκάβληδες
Οι φτωχομπινέδες κι οι πουτάνας γιοι
Με τύμπανα πιο κει οι ηρωικοί κλαπαρχίδηδες
Τα μαλακιστήρια κι οι κλασομπανιέρες.

Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα

Να υπάρχει ένα μεσαίο μέρος με ύβρεις κοινότοπες
Οι άντε και γαμήσου οι παλιοπούστη και λοιπά
Και αντί για ιερατείο να προπορεύονται οι βλάσφημοι
Που αυτά που λεν΄ δεν είναι για να τ΄ αναφέρω.
Τέλος μπροστά μπροστά κι εν είδει παραστάτη
Αγκαλιά η πουτάνα και το γαμώ τα παιδιά
Και μελαγχολικός κρατώντας τίμιο λάβαρο
Ν΄ ανοίγει την πομπή ο εθνικός μαλάκας.

Απόψε που σου γράφω μπαίνω στον μήνα τον ένατο
Στο θάλαμο το ημίφως μου σκεπάζει την ψυχή
Σε θέλω, σε σκέφτομαι κι απλώς ονειρεύομαι
Σε σένα να τελειώνει αυτός ο κάτω κόσμος.

Εγώ που δε βρίζω, που αυτοπεριορίζομαι
Που ψάχνω μες τη γλώσσα μιαν αρχαία πηγή
Δυο χρόνια απ' το χρόνο μου αφήνω τον κόσμο μου
Και ζω στο πίσω μέρος της δημιουργίας

Πληγές, βωμολοχίες κι αλλήλοταπεινώσεις
Κάτω απ΄ τη μπότα ενός επινοημένου διοικητή
Κι εγώ ο αόρατος στη βάση του δόρατος
να κλαίω και να γελάω με την πομπή της ύβρης.

Αν δεν έχετε πειστεί, δείτε αυτό το βίντιο για τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του Ψωμιάδη. (από Hank, 22/01/09)Βίντεο που ξαναβάζει στο παιχνίδι τον τέως Κωνσταντίνο ως "εθνικό μαλάκα"!!! :))) (από Cunning Linguist, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται συνήθως για να αποτρέψει την προσέγγιση προς εμάς, θηλυκού τετράπαχου, άσχημου και ενίοτε γενειοφόρου!

Η προέλευση της έκφρασης έχει τις ρίζες της στο κλασσικό Ποπάυ, όπου ο πρωταγωνιστής ναύτης προέτρεπε τον αντίπαλο του Μπρούτο (εξ ου και το τετράπαχο, άσχημο και γενειοφόρο του πράγματος) να απομακρυνθεί πάραυτα!

- Μπάμπη, αυτό το μπάζο η Νένα έρχεται κατά πάνω σου. Και με άγριες διαθέσεις απ' ό,τι βλέπω...
- Πίσω γορίλλα!!!

(από stathisbsg, 06/02/10)Fabrizio de Andre: Attenti al Gorilla! (από HODJAS, 06/02/10)

Η έκφραση είναι προγενέστερη του Ποπάυ: Γορίλλαι στην αρχαιότητα αποκαλούντο τα μέλη μυθικής φυλής κακάσχημων τριχωτών γυναικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα προέρχεται από τον συμπαθή αλλά κακάσχημο Ρώσο διεθνή μπασκετμπολίστα Μπαζάρεβιτς (έπαιξε ένα φεγγάρι και στον ΠΑΟΚ) με το χαρακτηριστικό ακριδομούστακο.

Υποσύνολο του μπάζου. Προσδιορίζει την έννοια μπάζο ως την ασχήμια η οποία εστιάζεται στο πρόσωπο κυρίως και λιγότερο στο σώμα. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις εμφανούς τριχοφυΐας στο πρόσωπο.

Στο γραφείο!
(Βρασίδας με υψηλές προσδοκίες): - Είναι καλή η καινούρια γραμματέας;
(Στέλιος γειώνοντας εν τη γενέσει): - Σωματικώς κάτι λέει, αλλά κατά τα άλλα ο Μπαζάρεβιτς ο ίδιος!

Σύγκρινε με γκόμενα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «ευχαριστώ». Συγχώνευση του γαλλικού «merci» και του ελληνικού «ευχαριστώ». Το ύφος αυτό ταιριάζει σε ευγενίμαγκα. Ιδίως σε ευγενίμαγκα των παλιών καλών καιρών, που η κύρια επίδραση στο Ελλαδέξ ήταν απ' την γαλλική κουλτούρα, κι όχι απ' την αγγλοσαξονική. Είναι ο τύπος που θα έλεγε και «μανδάμ» ή «μανταμίτσα». Δηλαδή κατά βάση ένας λαϊκός τύπος, αλλά όχι χυδαίος που θα σου έλεγε γαλλικά, μα ευγενής. Αν το πει κορασίς, ίσως αποτελεί ένδειξη ότι έχει ανατραφεί με γαλλικά και πιάνο. Επίσης, η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ στο slang.gr, ως μια ήπια μορφή συγκατάβασης στα σπέκια και τους αστερίες των συσλαγκιστών.

Υπερθετικός: καραμερσώ (μια δόση πιο ελληνικό), μιλ μερσώ (μια δόση πιο γαλλικό).

Μερσώ την Μαρία, που μου χάρισε το λημματάκι. Η ομορφιά της μας έχει λείψει τις τελευταίες μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified