Το στοματικό sex με στόχο να καταφέρει κάποιος κάτι, όπως μια προαγωγή, ένα μεταπτυχιακό, να περάσει ένα μάθημα και άλλα τέτοια. Γενικά όταν κάποιος το κάνει για χάρες.

Συνώνυμα: «μου παίρνουν συνέντευξη», «δίνω συνέντευξη».

Επίσης η φράση χρησιμοποιείται συνθηματικά σε δημόσιους χώρους από κοριτσοπαρέες, όταν συζητάνε για εμπειρίες τέτοιου τύπου και δεν θέλουν να γίνουν αντιληπτές.

- Τα έμαθες; Η Καιτούλα την πήρε την προαγωγή και δουλεύει μόνο έναν χρόνο στην εταιρία!
- Τι να πω; Μάλλον θα παίρνει καλές συνεντεύξεις... και θα της δίνουν κι όλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται για άτομα περιορισμένης νοημοσύνης σε σημείο να θυμίζουν σε εξυπνάδα, ευστροφία και οξύνοια κάποιο φρούτο ή λαχανικό που, φύσει και θέσει, είναι αδύνατο να είναι έξυπνο. Δεν έχει σχέση με το φυτό, το οποίο σημαίνει το άτομο που μελετά πολύ.

- Πώς λες να γράψει η Αγγελική στις πανελλαδικές;;;
- Από τη μία διαβάζει 25 ώρες τη μέρα... Από την άλλη όμως είναι τέτοιο ζαρζαβατικό που μια μαλακία από τις γνωστές της να πετάξει, θα της το μηδενίσουν το γραπτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «cocksucker», δηλαδή πουτσογλείφτης. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Έλληνες της Αμερικής, με την έννοια, όπως στα Αγγλικά, του «μαλάκας».

  1. Έλα 'δώ ρε κακσάκα να σε γαμήσω.

  2. Είδες τον κακσάκα πώς κοιτάζει την αδελφή σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος όμοιος με το «κακσάκας» (από το αγγλικό «cocksucker»), αλλά βαρύτερος.

- Νά τον κακσάαααακαρα που είπε την αδελφή μου πουτάνα μπροστά σ' όλους. Άντε, μάζεψε τα δόντια του άμα τελειώσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση για «Displaced Person», ο επίσημος όρος στα Αγγλικά για πρόσφυγες ή αυτούς που μεταναστεύουν λόγω πολέμου ή λιμού, χωρίς να θέλουν και με το ζόρι. Χρησιμοποιείται από τους ομογενείς της Αμερικής για να περιγράφουν κάποιον Έλληνα που, παρόλο που ζει 50 χρόνια στην Αμερική, δεν μιλά ούτε μια λέξη Αγγλικά και συμπεριφέρεται ακριβώς σαν να βρισκότανε στο χωριό του.

Χρησιμοποιείται επίσης ειρωνικά για «Αμερικανάκι» της δεύτερης-τρίτης γενιάς που π.χ. φοράει ελληνικές ποδοσφαιρικές φανέλες ή είναι μέλος μιας ομάδας παραδοσιακού χορού.

  1. - Πάμε στο καφενείο του θείου σου; - Όχι ρε μαλάκα, είναι γεμάτο D.P. και θα μας αγριοκοιτάζουν που φοράμε βερμούδα.

  2. - Ωραίο μουστάκι έβγαλες ρε D.P. Δεν βγάζεις και την τσαμπούνα σου να μας παίξεις μια σούστα να χορέψουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Πρόκειται για όρο ενδεικτικό της κατάστασης μιας απεριποίητης ηβικής περιοχής, η οποία θυμίζει έντονα τον επεξηγούμενο όρο.
2) Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.

1) Η Λυδία, μεγάλη φούντα... Ρώτα όλους τους πρώην της. 2) Στο πάρτυ θα έχει φούντα ή να φέρω από το σπίτι;;;

εδώ βαράει εξαφάνιση το ίδιο το αντικείμενο, δε θα βαράει η αργκό του;) (από xaxac, 07/10/08)και με τις 2 σημασίες (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παραδοσιακά παπούτσια All Star της Converse (πλέον Nike) από τη στιγμή που έγιναν μόδα. Παλιά τα φόραγαν οι ροκάδες, οι πάνκηδες, οι σκεϊτάδες, ακόμη και οι μεταλάδες. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μόδα, φοριέται σε όλα τα καλά και αλτέρνατιβ κλαμπ και τα βρίσκεις σε διάφορα χρώματα και σχέδια σε όλα τα μοδάτα μαγαζιά με ρούχα και παπούτσια που ψωνίζουν οι χατζηγιάννηδες. Αποτελεί απαραίτητο πατούμενο, για το γυναικείο φύλο, μαζί με τις μπαρέτες.

- Πήγα και πήρα καινούρια σταράκια σήμερα. Ένα ζευγάρι χαμηλό μοβ και ένα μποτάκι πράσινο. Θα σκάσει από το κακό της η Κατερίνα που το 'παιζε κάποια με αυτά που πήρε από το Λονδίνο με τα λουλούδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση του ανθρώπου που τον χαρακτηρίζει η φράση «ωχ αδερφέ μου...». Χαρακτηρίζει τους απαθείς ανθρώπους που ακόμα και χαμός να γίνεται γύρω τους αυτοί αδιαφορούν και ασχολούνται μόνο με τα δικά τους (και αυτό στην καλύτερη των περιπτώσεων).

-Θα έρθεις μαζί στην πορεία αύριο; -Μπα, δεν νομίζω μωρέ, έχω κανονίσει να πάω για καφέ. Αλλά εντάξει, θα πάτε εσείς οπότε εμένα τι με θέλετε; -Αυτός ο ωχαδερφισμός θα μας φάει ρε Κυριάκο και θα περάσουν και τον νόμο τελικά...

Δες ακόμη: σκεμπεδισμός, σταρχιδισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω, αποχωρώ. Κυρίως απευθύνεται με άσχημο τρόπο σε κάποιον, προτρέποντάς τον να φύγει και να μας αφήσει στην ησυχία μας.

Σχετικά λήμματα: την κάνω, την κανά, παίρνω τον πούλο, τζους, ξεμπαζώνω

-Δεν σε αντέχω άλλο ρε, μας έχεις πρήξει από την ώρα που ήρθες, άντε άδειασέ μας την γωνιά γιατί θα τσακωθούμε πολύ άσχημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη / επιφώνημα που σημαίνει φύγε, ουστ, όξω. Προέρχεται από τα Καλιαρντά.

Σχετικά λήμματα: την κάνω, την κανά, παίρνω τον πούλο, αδειάζω τη γωνιά.

  1. - Άντε τζους μωρή τώρα, γιατί πρέπει να ετοιμαστώ να πάω στο κομμωτήριο.

  2. - Τζους μωρή ψαμοσκελού νταλκαρέτεκνη που θα μας πεις και υψομετρούδες! Δεν έρχεσαι να μας ροσολιμαντάρεις τα σερμέλια;

(Μετάφραση: Ούστ μωρή καυλιάρη κωλόμπαρε που θα μας πεις και αδερφές! Δεν έρχεσαι να μας γλύψεις τα πέη. [lamproukos.blogspot.com])

(από allivegp, 04/07/10)"Βρε άντε τώρα τζους", καρβελιά. (από Khan, 08/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified