Αναφέρεται σε γυναίκα με ιδιαίτερο γούστο στις ενδυματολογικές της επιλογές, οι οποίες οπωσδήποτε αναδεικνύουν τα φυσικά της χαρίσματα.
Πολύ ξέκωλο αυτή η Ντίνα... είδες το μίνι που φόραγε προχτές;
Αναφέρεται σε γυναίκα με ιδιαίτερο γούστο στις ενδυματολογικές της επιλογές, οι οποίες οπωσδήποτε αναδεικνύουν τα φυσικά της χαρίσματα.
Πολύ ξέκωλο αυτή η Ντίνα... είδες το μίνι που φόραγε προχτές;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!
- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καταφέρνω, τα φέρνω βόλτα, αντέχω. Προέρχεται από τον συνδυασμό μπάλας και παλεύω. Χρησιμοποιείται και σαν ειρωνικό σχόλιο προς του Θεσσαλονικείς που προφέρουν έντονα το «π» και ακούγεται σαν «μπ».
- Ρε φίλε σου λέω δεν τη μπαλεύω άλλο εδώ!
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Got a better definition? Add it!
Η φυλακή στα μόρτικα. Λεγόταν έτσι από τους ρεμπέτες ίσως και παλαιότερα.
-Ορμήσαν οι πολισμάνοι στον τεκέ, τους μπουζουριάσανε και τους χώσαν στην ψειρού...
βλ. και στενή, καγκελλαρία, κάγκελο, πλεχτό
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αυνανίζεται. Πλέον, στατιστικώς αποδεδειγμένα, η λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στο λεξιλόγιο κάθε Έλληνα που σέβεται τον εαυτό του. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα έχει και αρνητική χροιά αλλά κυρίως χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση.
Πού είσαι ρε μαλάκα!! Τρεις μήνες έχω να σε δω... Μου έλειψες!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με την έννοια του «καταφέρνω», χρησιμοποιείται υποτιμητικά προς παίκτες αθλημάτων στο γήπεδο, κυρίως σε αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ.
-Αφού δεν την μπαλεύεις ρε μαλάκα, πήγαινε σπιτάκι σου και άσε τη μπάλα γι αυτούς που ξέρουν!!
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Got a better definition? Add it!
Η ωραία αλλά κοντή γκόμενα, αλλιώς και πινεζοπούτανο.
- Κοίτα ρε βυζιά που έχει το κοντοπούτανο, αντί να το πάρει σε ύψος, το πήρε αλλού το μπόι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βγαίνει από το τσιγάρο και χρησιμοποιείται για τα τσιγάρα με χασίς.
Στρίψε κανένα γάρο να πιούμε ρε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το «ρέ» στην Iεράπετρα.
- Bορέ συ!...
Got a better definition? Add it!