1. Τους πήραν στο κυνήγι οι μπάτσοι από Καμάρα μέχρι Συντριβάνι. Πρέπει να πρόλαβαν να χωθούν στα ήμια.

  2. Τι θα κάνουμε απόψε; Λέω να πάμε ήμια, έχει πάρτι στο Πολυτεχνείο.

Χρησιμοποιείται χάριν συντομίας. Προέρχεται από τη λέξη Πανεπιστήμια. Αναφέρεται στο κάμπους του Α.Π.Θ. Έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη, κυρίως στον αναρχικό χώρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχεται πάλι αυτός ο καβλιάγκουρας ! Θεέ μου τι θα ακούσουμε πάλι !

Επιθετικός προσδιορισμός σε άτομο αρσενικού φύλου που είναι συνέχεια σε οίστρο , αλλά είναι κακάσχημος και με άσεμνη συμπεριφορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξάπλωσε στο σάισμα που είχε απλώσει πάνω στο μπάσι δίπλα από το τζάκι

Το σάισμα είναι χειροποίητο υφαντό ρούχο, κατασκευασμένο από τραγόμαλλο, δηλαδή, από γιδινό μαλλί, επεξεργασμένο στο χέρι και επεξεργασμένο στη νεροτριβή. Χρησιμοποιείτο είτε ως στρωσίδι, για την κάλυψη δαπέδου, είτε ως υπόστρωμα κρεβατιού, είτε ως πρώτη ύλη, για την κατασκευή κάπας του βοσκού. Επίσης, χρησιμοποιείτο στη σαγματοποιία, ως εσωτερική επένδυση του σαμαριού. Ιδιότητες: άγριο στην υφή και δυσάρεστο στην επαφή με το δέρμα, ελαφρύ, ανθεκτικό τόσο στη χρήση, όσο και σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία. Η ιδιότητά του αυτή το καθιστά κατάλληλο να τοποθετηθεί μπροστά στο τζάκι. Επίσης αποβάλλει το νερό και στεγνώνει ευκολότερα από άλλα υφαντά.

Η προέλευση της εν λόγω λέξης είναι από την Ήπειρο, αλλά πιθανότατα απαντάται και σε άλλες περιοχές με μεγάλη παράδοση κτηνοτροφίας, λ.χ. τα Γρεβενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Πέλφε είναι μια ιντερνετική περσόνα-ένας ιντερνετικός ήρωας που δημιουργήθηκε με στόχο να προσφέρει γέλιο και διασκέδαση σε φόρουμ.λεζάντα εικόνας

λεζάντα εικόνας05/captfasture-1496065586.png

Ποιός είναι ο Πέλφε; Εσύ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συντομογραφία αυτή σημαίνει Παίρνει Πίπα Όρθια και εκφράζει την γκόμενα που έχει ύψος 1.50.

- Γιώργο χτες γνώρισα μια γκόμενα σε ένα μπαρ!
- Έλα ρε Γιάννη... καλή;
- Πιστόλι! αλλά πι-πι-ο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρε παιδιά, αυτός ο ορισμός της απόμακρης ερημιάς, αγγλισμός δεν είναι? Που γουγλίζεται και λέγεται εβραίως και παλαιστινίως? Που πρέπει να 'σκασε κατά δω μεριά από ογδόνταζ και πέρα? Ας με σταματήσει κάποιος αν λέω μαλακίες.

in the middle of nowhere. In a very remote location, as in We found a great little hotel, out in the middle of nowhere. [Early 1900s ]

δέαρ

Μαγική καλύβα στη μέση του πουθενά

20 πανέμορφα μικρά σπιτάκια στη μέση του πουθενά

10 ελληνικά εστιατόρια στη μέση του πουθενά!

Χλιδάτα ξενοδοχεία στη μέση του πουθενά

Πράγματι, το Tristan de Cunha είναι ένα απόλυτα απομονωμένο νησί που βρίσκεται κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά

φρομ δε νετ

Got a better definition? Add it!

Published

Αμφίσημη έννοια. Κανονικά, και σύμφωνα με την κατάληξη της λέξης, θα έπρεπε να σημαίνει εκείνον τον ντεμέκ ακροβάτη, που περπατάει, όχι με τα πόδια, αλλά με τα χέρια, δηλαδή ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω και με τα πόδια ψηλά, ακουμπώντας τις χούφτες του στο έδαφος, τον χειροβάτη. Όπως ακριβώς συμβαίνει ετυμολογικά και με τον πτερνοβάτη, το άτομο εκείνο που πάσχει απο πτερνοποδία. Η δεύτερη έννοια, που έχει κάποια σχέση με την πρώτη, έχει να κάνει με την κατάληξη -βάτης που παραπέμπει στο βάτεμα (βλ. κτηνοβάτης) στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, στο βάτεμα της χούφτας, της ίδιας του της χούφτας, δηλαδή αναφερόμαστε στον κυριολεκτικό μαλάκα. Επειδή όμως ο κάθε μαλάκας είναι και λίγο ανάποδος, με την έννοια πως δεν περπατάει στη ζωή όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι (μετά απο κάποια ηλικία) με τα πόδια, αλλά κάνει άσκοπες και ντεμέκικες ακροβασίες λογικής, που αν και δύσκολες, ωστόσο δεν εντυπωσιάζουν, και επειδή είναι και λίγο ανάπηρος στον εγκέφαλο σαν τους πάσχοντες απο πτερνοποδία, λέγοντας σε κάποιον "Είσαι χουφτοβάτης" είναι σαν να του λέμε πως είναι ντεμέκικος, ανάποδος, αμεαϊκός και μαλάκας ταυτόχρονα.

Τελικά, είσαι μεγάλος χουφτοβάτης!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτό το σάισμα περπατάει και τρέμει.

Άτομο που βρίσκεται σε άσχημη σωματική ή φυσική κατάσταση, λόγω οκνηρίας ή προχωρημένης ηλικίας. Ενίοτε αποκαλείται και ερείπιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό, παλιά σχετικά λαϊκίζουσα ονομασία για το Λονδίνο. Υπάρχει και στο πληθυντικό ως Λόντρες! Έγινε και τραγούδι από το Τραϊφόρο, το τραγούδησε η Βέμπο περί τα 1944 με τίτλο "Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ..."

-Που να τρέχουμε τώρα Λόντρες και Παρίσια.

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτική ονομασία για τη μολότοφ. Όπως και το γνωστό αλλαντικό ετυμολογείται από την ιταλική λέξη sale που σημαίνει αλάτι.

-Πήγε ο μπάτσος να πατήσει τους διαδηλωτές με τη μηχανή και του ήρθε ένα σαλάμι κατακέφαλα!

από το παράδειγμα αλογάκι

Got a better definition? Add it!

Published