Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.

Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φασαία που ακούει Manu Chao, όντας παράλληλα τσαούσα στη συμπεριφορά.

Θα φάει πολύ στραπ-όν ο Μητσάκος με τη μανουτσαούσα που έμπλεξε.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος σωματαράς που είναι σαν να έχει συμπληρωθεί το σώμα του, ενίοτε και με συμπληρώματα διατροφής.

Κυκλοφορούσε με έναν συμπληρωμένο στο νησί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που το σώμα του είναι σαν σμιλεμένο από γλύπτη.

Πού να ανταγωνιστείς εσύ τώρα τον σμιλεμένο στην παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που το σώμα του στον κορμό σχηματίζει ανάποδο τρίγωνο.

Έχει κάνει φοβερό σώμα, είναι τριγωνικός!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που ο κορμός του σώματός του σχηματίζει μια ανάποδη πυραμίδα.

Είναι ανάποδη πυραμίδα, έχει το τέλειο σώμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία μένουν άνθρωποι αμερικανικής κουλτούρας, που έχουν συνήθειες της γενιάς των μπούμερ (τυπικά έχουν γεννηθεί μεταξύ 1946 και 1964, αλλά στην ουσία ο καθένας που έχει συμπεριφορά μπάρμπα).

Η Μπουμερική στηρίζει Ουκρανία και Ισραήλ. Έχουν μείνει στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι λίμπταρντ του Τουίτερ στηρίζουν Ουκρανία και Παλαιστίνη.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία ισχύουν όλα όσα πρεσβεύει η woke κουλτούρα. Εκ του αμερικανικού Wokeland (< woke & Oakland).

Στη Γουοκολάνδη τα φύλα αυξάνονται κάθε χρόνο. Πέρσι είχαμε 62 φύλα, φέτος έχουμε φτάσει τα 103.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπόντι-μπίλντερ που έχει χτίσει το σώμα του.

Κυκλοφορεί πάντα μαζί με δυο χτισμένους.

Got a better definition? Add it!

Published

κάποιος που κάνει τους άλλους να νιώθουν άβολα με τα φετίχ του.

-Πω ρε φίλε, αυτός μαζεύει τα νύχια των ποδιών του σε βαζάκι… -Ασε μας μωρέ με τον κελέμπα

Got a better definition? Add it!

Published