Όταν θέλω να στρίψω με όπισθεν, εκεί που θέλω να πάει ο κώλος μου εκεί στρίβω και το τιμόνι. Αν τον θέλω να κουνηθεί δεξιά, θα στρίψω δεξιά και το αυτό για τα αριστερά. Παράλληλα όμως κινείται η μούρη μου προς την αντίστροφη κατεύθυνση, γιατί η όπισθεν την πετάει έξω, εφόσον έχω καταστήσει κύριο μέρος κίνησης το οπίσθιο με το εμπρόσθιο ν ακολουθεί.
Στις νταλίκες όμως, που τα μέρη του τράκτορα και του ρυμουλκούμενου (ή τεμπέλη) είναι διακριτά και ενώνονται με κοτσαδόρο ή κοτσαδόρους (αν οι τεμπέληδες είναι πολλοί), δεν πρέπει η στροφή του τιμονιού να γίνει βάσει του πού είναι να κινηθεί ο τράκτορας, αλλά του πού πρέπει να κινηθεί ο τεμπέλης, με αποτέλεσμα εκεί που κινείται ο πωπός του τεμπέλη εκεί να κινείται και η μούρη του τράκτορα, καθώς στο σημείο σύνδεσής τους με τον κοτσαδόρο δημιουργείται γωνία σύμπτυξης, δηλαδή το όχημα συνολικά φαίνεται να διπλώνει. Άρα το ανάποδο τιμόνι, περιγράφει την ανάποδη κίνηση του τράκτορα κατά την όπισθεν, με το να ακολουθεί τη μεριά κίνησης του οπισθίου μέρους του οχήματος και όχι την αντίθετη όπως συμβαίνει με τα Ι.Χ., ή τέλος πάντων, τα λοιπά οχήματα πλην των νταλικών.Το κορυφαίο είναι ότι το κέντρο αναφοράς της περιγραφής αυτής της φράσης δεν είναι το ζητούμενο μέρος κίνησης, χάριν του οποίου εμφανίζει αυτή τη μοναδική συμπεριφορά το συγκεκριμένο όχημα κατά την όπθισθεν, αλλά αυτό που ακολουθεί την κίνηση αυτή και προκαλείται το συγκεκριμένο φαινόμενο.


- Καλά είμαι εδώ ή να το κόψω λίγο;
- Πάρε δυο ανάποδα τιμόνια και μετά ίσιωσέ το κι όλα εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καζίκι στα κρητικά είναι ο πάσσαλος. Χρησιμοποιείται και μόνη της η λέξη ως βρισιά του στυλ "χίλια καζίκια του κώλου ντου" όπως το "χίλιοι διαόλοι να μπούνε στον κώλο ντου". Για επίταση ζόρε, τα καζίκια είναι πάντα πολλά - κατά προτίμηση χίλια: όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά για να γουστάρουμε, αφού το να μπουν δεν γλυτώνεται, γιατί ή όλα ή τίποτε σ' αυτή τη ζωή. Τα νά' ναι κανείς καζίκι τση μεθιάς είναι σοβαρή δοκιμασία γιατί είναι σαν η μέθη νά' χει μπει από τον κώλο κι αφού σε καλαφατίζει καλά καλά στο τέλος σε κάνει και να χεστείς. Έκφραση που χρησιμοποιείται για σοβαρές καταστάσεις μέθης, όπου ο συμπαθής βαρελόφρων από το τρελό φλερτ με ποικίλων ειδών ξύδια υποφέρει από τον προσομοιούμενο ανασκολοπισμό και από τις χημικές αντιδράσεις εντός των ευαίσθητων περιοχών κινδυνεύει να ξεφτιλιστεί , εφόσον απέχει ένα βήμα από ασύστολη και πλήρως ακούσια αφόδευση. Το επόμενο βήμα μέθης περιγράφεται στην έκφραση: "χέστηκε απ' το ποτό".


- Είντα πάθανε κείνοινέ οι κουζουλοί και πηαίνουνε σα τζι βάρκες σε φουρτούνα;
- Δε τζι θωρείς; Καζίκι τση μεθιάς εγίνανε! Ραβδέ που τσι περιμένει απ' τσι κεράδες τωνε...

Got a better definition? Add it!

Published

Ευχή προστασίας που ακουγόταν κυρίως από γυναίκες της οικογένειας (μάνα, γιαγιάδες, θείες) προς τα όμορφα βλαστάρια της, για να αποφεύγουν τα κοπέλλια το κακό μάτι. Σημαίνει 'να είσαι αλώβητος από το κακό μάτι'- ενν. το μάτι το αχόρταγο και το άπληστο, αυτό που ματιάζει. Συνώνυμη έκφραση με την 'φτου(σου) ! να μη σε ματιάσω'της κοινής νεοελληνικής. Η κυριολεκτική φτυσιά του ανθρώπου πάνω στο πρόσωπό του είναι γελοία, τον ασχημαίνει και κάνει την ενέργεια της βασκανίας να μην πιάνει εκεί, αφού πια δεν έχει στόχο να λαβώσει.

Η φράση είναι ελλειπτική, καθώς ο πληθυντικός 'αλάβωτα' αναφέρεται σε ό, τι δικό του έχει, κυρίως από το σαρκίο του και ιδίως προίκα καλλονής, δηλαδή σε οτιδήποτε όμορφο χαρακτηριστικό έχει που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους άρα και να είναι ζηλευτός, με αποτέλεσμα το ζηλόφθονο, το φθονερό ή απλώς το αχόρταγο μάτι του αντίστοιχου ανθρώπου, να ανιχνεύει αυτήν την καλοφτιαγμένη ιδιαιτερότητα και να εκπέμπει προς εκείνη την κατεύθυνση την ενέργεια της έλλειψης αυτής της ομορφιάς που απουσιάζει ως ποιότητα από την πλευρά του πομπού της αρνητικής ενέργειας (του κακού ματιού). Αλάβωτά σου, αλάβωτα όλα τα όμορφα και τα ξεχωριστά σου.


- Είδες τηνε την Ελενιώ μια γ-κοπελλιά απού γίνηκε... Λεβέντισσα!
- Ναι, λεβέντισσα, αλάβωτά τζη...
- Θειες, είντα γίνεστε, καλά' στε;
- Καλά' μαστε, χαρώ σε κοπελλιά μας, αλάβωτά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Ατελές - συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα, Πελοποννησίων που ασκούσαν την τέχνη του κατασκευαστή και επισκευαστή χτενιών στην Κρήτη. Ήδη πριν από τον 19ο αι. συντεχνίες τους απαντήχνανε στη Μεγαλόνησο και φιλοξενούνταν στο χωριό Ξιδά της επαρχίας Πεδιάδος, όπου έγιναν επιγαμίες και απορροφήθηκαν από τους ντόπιους, αλλάζοντας και τα επώνυμα τους σε κρητικά και ιδίως στο δεικτικό του επαγγέλματός τους, όπως Χτενιαδάκης.
Το γλωσσάρι αυτό εξυπηρέτησε 3ων αιώνων και βάλε σινάφια συντέχνων χτενιαδιτών, κατά τις περιπλανήσεις τους και υπήρξε το μόνο καταφύγιο από τους κινδύνους της προκατάληψης των ντόπιων και ιδίως των Τούρκων, αλλά και για λόγους προσωπικούς: να επικοινωνούν ντέρτια και καημούς σε ιδίωμα που δεν καταλάβαινε κανείς, αλλά και να ανταλλάζουν πληροφορίες για την πέραση του επαγγέλματός τους και τις τύχες των συναδέλφων τους.
Πλάστηκε από την Πελοπόννησο και συνεχίστηκε να πλάθεται στην Κρήτη. Είναι νεκρό ιδίωμα ήδη πριν την Κατοχή, διότι το σινάφι έπαψε να είναι αποκλεισμένο κοινωνικά, καθότι προσαρμόστηκε στην ντόπια κοινωνία κι έτσι εξέλειψαν κι συνθήκες που το γέννησαν. Ως φαινόμενο απαντά σε διάφορα επαγγέλματα συντεχνιών κατά τόπους, και αναλόγως την ανθηρότητα του σιναφιού και την αυτοπεποίθησή του ως προς τη θέση του στην τοπική κοινωνία είναι πιο εξελιγμένο ή πιο πρωτόγονο. Το γλωσσάρι των χτενιαδιτών είναι μάλλον πρωτόγονο και περιορισμένο και περιγράφει μια πολύ ορισμένη γκάμα καταστάσεων και πραγμάτων, όπως απλή και περιορισμένη ήταν κι η ζωή τους η ίδια.


1."Να στείλουμε πελεκούδες στο σανασακέο, να ξέπομε φλαουνιάρι, ή φιόρο, ή φιορεφτάρα".
Μτφρ.: Να πούμε του καφετζή να μας φέρει καφέ, ρακή ή κρασί.
2."Να στειλίσουμε φιόρο"
Μτφρ.: Να πιούμε κρασί.
3."Κουργιά, στείλε πελεκούδες στην κότενα, να στειλίσει μπερδένι για να στειλίσουμε το κοπανάρι".
Μτφρ.: Μάστορα, πες της γυναίκας να μασε δώσει μπαμπάκι για να φτιάξουμε το χτένι.
4."Ο κουργιάς φαγγρίζει τη σαΐτα"
Μτφρ.: Ο μάστορας ή ο άντρας γελά στην κοπελλιά
5. "Η σαΐτα φαγγρίζει"
Μτφρ. Η κοπελλιά γελά.
6. "Βροντομάγια το βασίλη"
Μτφρ.: Βάλε λάδι στο λύχνο
Αυτή η έκφραση ακουγόταν τάχατες για νυχτέρι. Όσο περισσότερο κρατούσε το λάδι, τόσο περισσότερο βαστούσε και το ξενύχτι. Στην πραγματικότητα όμως το έκαναν για εξοικονόμηση λαδιού καθώς λόγω κούρασης οι χτενιαδίτες σπάνια ξενυχτούσαν κι έτσι είχαν πάντα εύκαιρο απόθεμα τις νύχτες που ήθελαν να κάψουν λίγο παραπάνω για διάφορους λόγους (π.χ.:ξαγρύπνισμα για τον άρρωστο, υπερένταση και αϋπνίες, συμπληρωματική εργασία κ.λπ.).
7. "Να στειλίσομε λόντζα"
Μτφρ.: Να φάμε ψωμί

Από αυτές τις φράσεις, προκύπτει το εξής γλωσσάρι:
κουργιάς = άντρας ή μάστορας
στέλνω πελεκούδες = λέω ή δίνω παραγγελιά
σανασακέος = καφεντζής φλαουνιάρι = καφές
φιόρο = κρασί
φιορεφτάρα ή φιορίνα (αλλού) = τσικουδιά
κότενα = κυρά, γυναίκα
μπερδένι = μπαμπάκι
κοπανάρι = χτένι
σαΐτα ή σαϊτούρα (αλλού) = κοπελλιά
βασίλης = λύχνος
Πρόσθετα (εκτός παραδειγμάτων):
κουμουχιώτικα = σταφύλλια
τραϊφόρο = τυρί
λεφόχιο = ο παπάς
Ρήματα:
Βρονταμαγ(ι)ώ = βάζω λάδι
στειλίζω = αναλόγως το αντικείμενο μπορεί να σημαίνει "δίνω", "στέλνω" ή "φτιάχνω", ακόμα και "πίνω" ή "τρώω". Είναι κάτι σαν το "αβέλω" των καλιαρντών. Ρήμα πασπαρτού. Έτσι προκύπτει το παράδειγμα 2, 3 και 7.
Πρόκειται για ιδίωμα εύπλαστης σημασιολογίας καθώς εξαρτάται από τη σύνδεση ρήματος - αντικειμένου και έτσι αναλόγως το αντικείμενο μετατρέπεται το νόημα του ρήματος για να δηλώνει κάθε φορά και άλλο υπονοούμενο.

Πέραν αυτών, υπήρχε και η επαγγελματική ορολογία που περιλάμβανε λέξεις όπως:
στύλοι = Τέσσερις στύλοι φτιάχνανε το "κάδρο", το πλαίσιο όπου στηρίζονταν στο εσωτερικό τα υπόλοιπα στοιχεία της χτένας
θύρες = Καλάμια που τοποθετούνταν οριζόντια ανάμεσα στους στύλους
λιγαδούρα = Άθροισμα 50 θυρών
βαγί = Πλέξιμο θυρών ανάμεσα στους στύλους
γιακαλίζω = Κόβω τις άκρες των θυρών που εξέχουν από τους στύλους
χαντρώνω = Χαράζω την οριζόντια πλευρά των θυρών στα δύο άκρα και μετά διορθώνω με το μαχαίρι τις θύρες να γίνουν ίσιες
στραβομαχαιρίζω = Εξωμαλύνω την επιφάνεια πλέξης ώσπου να τη λειάνω με πλάγιες κινήσεις και με στραβομάχαιρο, φαλτσέτα
γλυκοθυρίζω = Καθαρίζω το χτένι με ειδικό εργαλείο, το ξυστρί
Από έρευνα και καταγραφή του Γιώργη Θεοδοσάκη, όπως παρουσιάστηκε στην εγκυκλοπαίδεια "Κρήτη, το αφιέρωμα" σειρά Α, τόμος 16ος Λαογραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ηλεκτρονικό παιχνίδι Call of Duty, ένα δημοφιλέστατο φερστ πέρσον σούτερ για υπολογιστή και κονσόλες.

Ενδιαφέροντας, βρίσκω, εξελληνισμός, καθότι «κολοβιούτι» και όχι «κολοντιούτι» (< call o' duty), όπως ίσως θα περίμενε ένας αγγλομαθής. Παιδική κουβέντα.

Τις περιμένουμε να τελειώσουν και καθόμαστε στη γνωστή από πέρσι καφετερία “Sportcafe”. Ο Λάμπρος παίζει στα μηχανάκια του internet με το κολοβιούτι κι εγώ με τον καφέ μου χρησιμοποιώ το WiFi της καφετερίας για να μπω στις σελίδες μου και να κάνω τις δουλειές μου. από ιστολόι

Να μη σας τα πολυλογώ, «συμπάσχω» με τον γιο μου, Λάμπρο, που σαν... φαντάρος στο στρατό μετρά τις μέρες και τις ώρες μια - μια, μέχρι να 'ρθει εκείνη που θα του φέρει το παιχνίδι Call of Duty7 που περιμένει τόσον καιρό για το πλέι στέισον.
Φοβερό, υπόσχονται οι κατσκευαστές του, που φρόντισαν έγκαιρα να... ρίξουν στο You Tube τα βιντεάκια τους με το περιεχόμενο του νέου «κολοβιούτι». Έτσι το λέω και γελά η Ειρήνη. Προφανώς δεν έχει καμιά σχέση η προσφορά μου με την πραγματική ονομασία του παιχνιδιού Call of Duty Black Ops που έχει ξετρελάνει τους πιτσιρικάδες σε όλο τον κόσμο.
Στο e-shop όμως που πήρα για να το παραγγείλω τηλεφωνικά πριν τρεις εβδομάδες μια χαρά το κατάλαβαν. Όπως και χθες που τους πήρα να τους ρωτήσω αν ήρθε στην Ελλάδα το παιχνίδι.
από εδώ

Κολοβιούτι στο Psvita

από το γιουτιούμπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κάποιος αράζει τα κυβικά του και χαλαρώνει σε υπερβολικό βαθμό, τόσο που έχει γίνει ένα με το μπετό ή διαφορετικά το πάτωμα.

    Πέρασα να πάρω τον Γιώργο από το σπίτι του αλλά ο τύπος είχε μπετώσει στον καναπέ και είπε ότι θα περάσει αργότερα.

  2. Όταν το μυαλό κάποιου σταματάει και σκαλώνει σε υπερβολικό βαθμό. Συχνά χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι σε κατάσταση μέθης (βλ. κωλίδι).

    Ο λογαριασμός ήταν 40 ευρώ και ο τύπος είχε μπετώσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να τον χωρίσει στα τέσσερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στύση, νέτα σκέτα. Δέον όπως διακρίνεται από την καυλοσύνη, που αναφέρεται σε γενικό χαρακτηριστικό / ιδιότητα.

Τόσες Ανοησίες μαζεμένες θα δημιουργήσουν μια Απέραντη κωλοτρυπιδα οπου θα ρουφάει την Σαπιλα την φαυλότητα!Ίσως και την καυλοτητα!

πάνω

Σας εχει πιασει και σας μια καυλοτητα ή μονο εγω ειμαι βαρεμενη;

πάνω

πφφ μεχρι τα χριστουγεννα πρεπει να περναω και να λιποθυμανε οι αλλοι απο την καυλοτητα μου..

και πιο πάνω

Θα νιώσετε τρομερή καυλότητα.

Απόσπασμα σπηκάζ από τρέιλερ της ελληνικής ταινίας "Ο νταβατζής της Ομόνοιας" όπως αυτό προβλήθηκε στα "προσεχώς" κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης εν έτει 1985, κατά πως τα διηγήθηκε στον λημματογράφο φίλος του που βρέθηκε τυχαία (οι δρόμοι του Κυρίου είναι πολλοί) στην αίθουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Είσαι;
- Είμαι.

Από τις πιο σύντομες στιχομυθίες που απαντά κανείς στον προφορικό λόγο. Είναι συντόμευση της ερωταπάντησης - είσαι μέσα; - είμαι μέσα, δηλαδή μετέχω σε μια δραστηριότητα, συμφωνώ και γουστάρω να περιληφθώ κι εγώ.

Μαγκίτικη, κούλικη, αεράτη και ακομπλεξάριστη, ενίοτε επιτακτική στον καιρό της, γιατί τώρα και έχει εκπέσει και έχει χάσει αυτόν τον αέρα άνεσης που είχε κάποτε και είναι συναισθηματικά αποφορτισμένη από τη σημασιολογική ανορθοδοξία της, όπως κάτι αντίστοιχο έχει πάθει η λέξη μαλάκας, που πια είναι νίλα του προφορικού λόγου και υπάρχει εκεί για να γεμίζει τα κενά της έκφρασης όταν δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε και έχουμε στερέψει από προσφωνήσεις ή περιγραφές καταστάσεων (τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πας καλά, είσαι με τα σωστά σου;», τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πώς πας, είσαι καλά;», έμεινα μαλάκας = «έμεινα άγαλμα, παγωτό, μού 'ρθε πλάγιο, έμεινα ενεός»). Έτσι και το είσαι; είμαι αντικαθιστά το ρήμα της προηγούμενης πρότασης του ομιλητή. Πλέον η έκφραση που το έχει αντικαταστήσει σχεδόν είναι η ψήνεσαι;.

- Πάει ο αδερφός μου στο γήπεδο για εισιτήρια του αγώνα την Κυριακή. Θα του πω να πάρει και για μας. Είσαι;
- Είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο οποίος καθιστά εμφανές ότι είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.

-Τον ξέρεις τον Μήτσο απ΄το βιολογικό;
-Νομίζω ναι, δεν είναι αυτός ο χαλέος που την πίνει σε κάθε πάρτυ;
-Αυτός είναι!

Τάκης κύκλοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο. Χρησιμοποιείται αντί της λέξης μουνάκι, κυρίως στα social media.

Κοίτα εικόνα που πόσταρε ο άλλος: φαίνεται το μουθνάκι της τραγουδίστριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified