Τρελαίνω κάποιον με τις μαλακίες που λέω. Όρος αυστηρά απευθυνόμενος από και προς Σαλονικιούς.
Τρελαίνω κάποιον με τις μαλακίες που λέω. Όρος αυστηρά απευθυνόμενος από και προς Σαλονικιούς.
Got a better definition? Add it!
Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.
- Άντε μωρή χανιώλα.
Got a better definition? Add it!
Ο κάγκουρας, αλλά πιο κάγκουρας. Κάνει την εμφάνιση του τη νύχτα, κυρίως κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Το κλασικό χαρακτηριστικό του γκιολέ είναι ότι συνοδεύεται από άλλους γκιολέδες, γεγονός που οδηγεί στην εκθετική αύξηση του αριθμού τους όπου και να βρίσκονται.
- Άσε φίλε, το μαγαζί ήταν τίγκα στους γκιολέδες.
Got a better definition? Add it!
Πολλές οι σημασίες και οι χροιές ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο.
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού newbie. Ο «νέος» και άρα περιορισμένων ικανοτήτων σε κάποιο αντικείμενο, κυρίως βιντεοπαίγνιο.
Βαρέθηκα να παίζω με σας τους νιούμπηδες πια. Δεν έχει και πολύ ενδιαφέρον πλέον... Neeeext;
Και νουμπάς.
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού own (έχω στην κυριότητά μου, «έχω», κατέχω). Κατά τη γρήγορη πληκτρολόγηση, παραπληκτρολογείται ως pwn (o -> p).
Χρησιμοποιείται ευρέως για να τονίσει την καθαρή υπεροχή κάποιου σε κάποιο βιντεοπαίγνιο.
Ο Τάκης χαλαρά σε ποουνάρει στο ντότα πάντως...
Got a better definition? Add it!
Εκλεκτός, κυρίως ως προς τις κομπιουτερικές ικανότητες.
Ελίτ -> elite -> lit -> leet (-> l33t)
- Πέρασα χθες από το net cafe της γειτονιάς και είδα το Nuker...
- Ε και;
- Με το ένα χέρι πόουναρε στο ένα PC κάτι νιούμπηδες στο counter stike, και με το άλλο πάτσαρε τον κέρνελ του μπι ες ντι σε άλλο PC. Είχε βγάλει και το ένα παπούτσι και την κάλτσα του κι έστελνε μήνυμα στο κινητό με την πατούσα του. Είναι πραγματικά πολύ leet αυτός ο Nuker...
- !
Got a better definition? Add it!
Ο μάλλον δύσκολα έως ακατόρθωτα να επιτευχθεί ή να πραγματοποιηθεί. Περιέχει ισχυρή δόση ειρωνείας.
- Δώσε ένα τσιγαράκι...
- Χλωμό σε κόβω δικέ μου. Έχω μόνο αυτό που καπνίζω. Τράβα πάρε και δώσε μου κι εμένα...
Got a better definition? Add it!
Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.
Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.
-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.
Και χτεσινός.
Got a better definition? Add it!
Το ΟΚ στα cool-έζικα.
ΟΚ + κέικ (cake) = οκέικ
-Και φέρε μου τσιγάρα όπως έρχεσαι...
-Οκέικ...
Got a better definition? Add it!